Φοροδιαφυγή | Καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο | Αυτοτελείς ισχυρισμοί πραγματικής και νομικής πλάνης


Περίληψη:

Καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Κατ' εξακολούθηση έγκλημα. Αντίφαση μεταξύ

σκεπτικού και διατακτικού ως προς την τέλεσή του. Αυτοτελείς ισχυρισμοί πραγματικής και νομικής πλάνης. Αιτιολογία απόρριψης αυτών. Υπέρβαση εξουσίας. Το χρέος πρέπει να έχει οριστικοποιηθεί που δεν συμβαίνει όταν προέρχεται από ποινική απόφαση (χρηματική ποινή) που εκκρεμεί κατ' αυτής ένδικο μέσο (έφεση). Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και υπέρβαση εξουσίας.




Αριθμός 449/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γώγο, περί αναιρέσεως της 419/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Απριλίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 699/2009.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 16 Απριλίου 2009 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. 419/2009 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Με το άρθρο 25 παρ.1 του ν.1882/1990, θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του μεγέθους του χρέους. Ειδικότερα προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις έναρξης της ποινικής ευθύνης, ήτοι εκείνη της μη καταβολής του χρέους, που η εξόφλησή του έχει ρυθμισθεί με δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσης και εκείνης της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας, κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Επακολούθησε η αντικατάσταση του άρθρου 25 του ν.1882/1990 από το άρθρο 23 του ν.2523/1997. Με την αντικατάσταση αυτή, αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και, αφετέρου, αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής. Τέλος, το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004. Με τη νέα αυτή αντικατάσταση: 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξης του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι, επιρριπτάμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Κατά τις διατάξεις του Ν. 2523/1997 (άρθρο 23 παρ.1), το έγκλημα της καθυστέρησης καταβολής βεβαιουμένου χρέους, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτάμενους φόρους (και δύο (2) τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει το 1.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτάμενους φόρους) και τα (2.000.000) δρχ., όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, β) έξι και τεσσάρων τουλάχιστον μηνών αντίστοιχα, εφ' όσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερβαίνουν τα (2.000.000) και (3.000.000) δρχ., και γ) ενός έτους και έξι μηνών τουλάχιστον αντίστοιχα, εφ' όσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερβαίνουν τα 3.000.000 και 4.500.000 δρχ. Κατά το άρθρο 34 του Ν. 3220/2004, (αύξηση ορίου ληξιπροθέσμων χρεών για ποινική δίωξη οφειλετών), που η ισχύς του άρχισε από 1-1-2004, και αντικατέστησε την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κλπ, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κλπ. προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) Ευρώ. β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες και συνεπώς, για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους εφαρμόζονται, εφόσον είναι ευμενέστερες, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης, οι προγενέστερες διατάξεις, που ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσης τους. Επομένως, εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την ισχύ του Ν. 2523/1997 και αφορούσαν μη καταβολή χρεών μικρότερων εκείνων, που ορίζονται κατά περίπτωση με το νόμο αυτό, πρέπει να κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, κρίσιμα στοιχεία, για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την ισχύ του Ν. 2523/1997, για τη συγκρότηση του εγκλήματος της καθυστέρησης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος αυτού, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος που έπρεπε να καταβληθεί, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει κατ' ανάγκη με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι, ως χρόνο βεβαίωσης των χρεών, ο νόμος εννοεί αυτόν που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του ποσού και του είδους της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ λόγο αναίρεσης, όταν σ'αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετική με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ'αρχή να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει απλό τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή (και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή), εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Όταν, όμως, πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, όπως είναι και η μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, πρέπει να αναφέρεται στην αιτιολογία και ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη, αν, δηλαδή, στην περίπτωση της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, πρόκειται για μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή για καθυστέρηση της εφάπαξ καταβολής του χρέους πέραν των δύο μηνών. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από καθένα. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή τους ισχυρισμούς εκείνους που κατατείνουν αυτοτελώς στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή ασκούν επιρροή στη μείωση της ποινής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 30 παρ.1 του ΠΚ, που ορίζει ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός κατά το χρόνο τέλεσης αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν, συνάγεται, εκτός άλλων, ότι η πραγματική πλάνη του δράστη, δηλαδή η άγνοια του ή η εσφαλμένη αντίληψη του για συστατικό όρο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που του αποδίδεται, αίρει τον καταλογισμό του και ειδικότερα αποκλείει το δόλο και συνεπώς, ο αντίστοιχος ισχυρισμός αυτού είναι αυτοτελής και η απόρριψή του πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα.
Ακόμα, από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.2 του ΠΚ προκύπτει ότι για να μην καταλογισθεί η πράξη που κατηγορούμενο λόγω συγγνωστής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει πεπλανημένη πίστη του για το δικαίωμά του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια του αδίκου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν μπορούσε να γνωρίζει οποιαδήποτε και να κατέβαλε επιμέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων του. Ο ισχυρισμός για ύπαρξη συγγνωστής νομικής πλάνης, ως τείνων στην άρση του καταλογισμού της πράξης στον κατηγορούμενο είναι αυτοτελής και η απόρριψη του πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς από το δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι έχει προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία, κατά την ανωτέρω διάταξη του ΠΚ, είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση επίσης εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, συνιστάται η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν το πόρισμα της απόφασης που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ'αρ. 419/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το δικάσαν κατ'έφεση την υπόθεση Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος, στη Θεσσαλονίκη και κατά το χρονικό διάστημα από 30-1-2004 έως 31-12-2004, δεν κατέβαλε στο Δημόσιο το συνολικό ποσό των σαράντα επτά χιλιάδων τριακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (47.328,37) που αφορά χρέη τα οποία ήταν βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα στη ... ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, όπως τα χρέη αυτά κατά είδος φόρου, ποσό, αιτία, τρόπο και ημέρα καταβολής αναφέρονται αναλυτικά στον πίνακα χρεών της ... ΔΟΥ Θεσσαλονίκης που ακολουθεί στο διατακτικό και υπερβαίνουν το ποσό των 10.000 ευρώ. Κατ'ακολουθίαν, πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως, που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο, σύμφωνα με το διατακτικό, απορριπτομένων, ως αβασίμων των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου περί νομικής και πραγματικής πλάνης, καθόσον δεν αποδείχθηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι ο τελευταίος τελούσε σε τέτοια πλάνη, όταν διέπραττε το αδίκημα, που του αποδίδεται". Στη συνέχεια το ως αν Δικαστήριο, αφού απέρριψε επιπλέον, εκτός των δύο ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος περί πραγματικής και νομικής πλάνης, : α) την ένστασή του περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης, λόγω μη οριστικοποίησής της φορολογικής εγγραφής ως μη νόμιμη και β) το αίτημα περί αναστολής της εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης (που δίκασε κατ'έφεση) μέχρι την έκδοση της απόφασης από το διοικητικό δικαστήριο επί της ασκηθείσης σχετικής προσφυγής του, τον κήρυξε ένοχο για την αποδιδόμενη σ'αυτόν παράβαση της μη έγκαιρης καταβολής χρεών του προς το Δημόσιο, αξιόποινη πράξη που δέχθηκε ότι τέλεσε στο μεν σκεπτικό άπαξ στο δε διατακτικό κατ'εξακολούθηση και έτσι να υπάρχει αντίφαση ως προς το ζήτημα αυτό μεταξύ των δύο ως άνω μερών της προσβαλλόμενης απόφασης, επέβαλε δε σε αυτόν ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, της οποίας την εκτέλεση ανέστειλε για μία τριετία.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές του το Δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε στις ακόλουθες πλημμέλειες :α) η αιτιολογία της απόφασης ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος περί πραγματικής και νομικής πλάνης του, που είχαν παραδεκτή προβληθεί και αποτέλεσαν αντικείμενο απόδειξης (βλ. σελ.4,5 της προσβαλλόμενης απόφασης) είναι ανεπαρκής και όχι ειδική και εμπεριστατωμένη όπως απαιτείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, β) η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε εκ πλαγίου την εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ειδικότερα αυτής του άρθρου 98 του ΠΚ, αφού λόγω της αντίφασης που υπάρχει μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού της στερείται νόμιμης βάσης. Συγκεκριμένα στο σκεπτικό αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος δεν κατέβαλε εφάπαξ όλα τα χρέη του προς το Δημόσιο που ήταν βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα, καίτοι αυτά δημιουργήθησαν κατά τη χρονική περίοδο από 30-1-2004 έως 31-12-2004, στο διατακτικό αναφέρεται ότι αυτός τέλεσε την παράβαση αυτή (της μη έγκαιρης καταβολής των χρεών του) κατ'εξακολούθηση (σελ. 7η σελίδα της προσβαλλόμενης απόφασης) και γ) συνυπολόγισε εσφαλμένα μεταξύ των οφειλομένων προς το Δημόσιο χρεών τη χρηματική ποινή που είχε επιβάλει στον κατηγορούμενο με την υπ'αριθμό 817/23-6-2003 απόφαση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης, συνολικού ύψους με τις προσαυξήσεις και λοιπές επιβαρύνσεις 35464,19 ευρώ όπως είχε προτείνει με ιδιαίτερο ισχυρισμό του ο εκπροσωπών τον εκκαλούντα συνήγορός του (σελ. 4η σελίδα προσβαλλόμενης απόφασης) ενόψει του ότι κατά της απόφασης αυτής είχε ασκηθεί έφεση από τον αναιρεσείοντα, εκτός της αντίφασης που είχε ασκήσει ο Εισαγγελέας και η οποία (χρηματική ποινή) δεν επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ'αριθμ. 532/1-4-2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα και τότε εκκαλούντα κατηγορούμενο για την αναφερόμενη σ'αυτήν πράξη (παράνομης μεταφοράς, διευκόλυνσης και προώθησης λαθρομεταναστών στη χώρα) μόνο η ποινή φυλάκισης των 70 μηνών και καμμιά χρηματική ποινή και έτσι εξέλιπε το σχετικό χρέος του προς το δημόσιο.
Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνουν δεκτοί οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', Ε και Η λόγοι της κρινόμενης αίτησης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση: α) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και γ) για υπέρβαση εξουσίας, δεχόμενο την οριστικοποίηση ενός χρέους του κατηγορουμένου προς το δημόσιο που δεν είχε πράγματι οριστικοποιηθεί, όπως ανωτέρω εκτίθεται, ως βάσιμοι. Επομένως πρέπει, κατά παραδοχή των λόγων αυτών να αναιρεθεί ολικά η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο αυτό Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ'αριθμ. 419/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Μαρτίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


πηγή : areiospagos

Σχόλια