Εφαρμοστέο Δίκαιο | Εταιρία με καταστατική έδρα σε τρίτη χώρα αλλά με πραγματική έδρα σε κράτος μέλος στο οποίο κηρύχθηκε σε πτώχευση — Επίπεδο προστασίας των εργαζομένων όσον αφορά τις ανεξόφλητες απαιτήσεις τους — Ισοδύναμη προστασία

Εφαρμοστέο Δίκαιο | Εταιρία με καταστατική έδρα σε τρίτη χώρα αλλά με πραγματική έδρα σε κράτος μέλος στο οποίο κηρύχθηκε σε πτώχευση — Επίπεδο προστασίας των εργαζομένων όσον αφορά τις ανεξόφλητες απαιτήσεις τους — Ισοδύναμη προστασίαVI – Πρόταση

70.      Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ως εξής:

«1)      Η οδηγία 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη, εφαρμόζεται στην περίπτωση των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων ναυτικών που προσελήφθησαν για να εργασθούν σε πλοίο με σημαία τρίτης χώρας από εταιρία η οποία, καίτοι έχει την καταστατική έδρα της στο έδαφος της τρίτης χώρας, έχει την πραγματική έδρα της στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο προσελήφθησαν οι ναυτικοί και κηρύχθηκε σε πτώχευση από δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους, κατά το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους, ενώ δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι συμβάσεις εργασίας διέπονται από το δίκαιο της τρίτης χώρας και ότι η εργοδότρια εταιρία δεν συνεισέφερε στη χρηματοδότηση του οργανισμού εγγυήσεως του εν λόγω κράτους μέλους.

2)      Η προβλεπόμενη στο άρθρο 29 του νόμου 1220/1981 παροχή δεν συνιστά “προστασία ισοδύναμη” με την προβλεπόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987.»

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
PEDRO CRUZ VILLALÓN
της 24ης Σεπτεμβρίου 2015 (1)
Υπόθεση C‑292/14
Ελληνικό Δημόσιο
κατά
Στέφανου Στρουμπούλη,
Νικολάου Κουμπάνου,
Παναγιώτη Ρενιέρη,
Χαράλαμπου Ρενιέρη,
Ιωάννη Ζαχαρία,
Δημητρίου Λαζάρου,
Απόστολου Χατζησωτηρίου
[αίτηση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ελλάδα)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας — Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές — Οδηγία 80/987/ΕΟΚ — Εταιρία με καταστατική έδρα σε τρίτη χώρα αλλά με πραγματική έδρα σε κράτος μέλος στο οποίο κηρύχθηκε σε πτώχευση — Επίπεδο προστασίας των εργαζομένων όσον αφορά τις ανεξόφλητες απαιτήσεις τους — Ισοδύναμη προστασία»




1.        Στην παρούσα υπόθεση ζητείται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διευκρινίσει κατά πόσον κράτος μέλος πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνο για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία 80/987/ΕΟΚ (2) σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι προσελήφθησαν ως ναυτικοί από εταιρία η οποία έχει μεν την καταστατική της έδρα στο έδαφος τρίτης χώρας πλην η πραγματική της έδρα βρίσκεται στο εν λόγω κράτος μέλος, κηρύχθηκε δε σε πτώχευση από δικαστήριο αυτού του κράτους μέλους, κατά το δίκαιο του κράτους μέλους αυτού.
2.        Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί, προκαταρκτικώς, κατά πόσον εν προκειμένω το δίκαιο της Ένωσης υποχωρεί, ως προς την εφαρμογή του, έναντι δύο κρίσιμων εν προκειμένω διεθνών συμβάσεων, όπως η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας (3) και η Σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (4). Κατά την άποψή μου, στην υπόθεση της κύριας δίκης πρέπει να τύχει εφαρμογής, ως ειδικότερη και βάσει της ορθής ερμηνείας των εν λόγω διεθνών συμβάσεων, η οδηγία 80/987.
3.        Όσον αφορά την ουσία του ερωτήματος που υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας, εκτιμώ ότι, εν προκειμένω, πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην οδηγία 80/987 ώστε το κράτος μέλος να παράσχει στους εργαζομένους την προστασία που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί «ισοδύναμη προστασία» εθνική νομοθεσία η οποία ρυθμίζει μόνον την περίπτωση ναυτικών υπηκόων του κράτους μέλους αυτού ναυτολογημένων επί πλοίων υπό ελληνική σημαία ή ξένων συμβεβλημένων μετά του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (στο εξής: ΝΑΤ) οι οποίοι εγκαταλείφθηκαν στην αλλοδαπή.
I –    Νομικό πλαίσιο
 Α —      Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας
4.        Το άρθρο 91, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας ορίζει ότι «[κ]άθε κράτος καθορίζει τους όρους για τη χορήγηση της εθνικότητάς του στα πλοία, για τη νηολόγησή τους στην επικράτειά του και για το δικαίωμα να φέρουν τη σημαία του. Τα πλοία έχουν την εθνικότητα του κράτους τη σημαία του οποίου δικαιούνται να φέρουν. Πρέπει να υπάρχει πραγματικός δεσμός ανάμεσα στο κράτος και στο πλοίο».
5.        Κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας, «[τ]α πλοία πλέουν με τη σημαία ενός μόνο κράτους και εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, που προβλέπονται ρητά σε διεθνείς συνθήκες ή σε αυτή τη σύμβαση, υπόκεινται στην αποκλειστική του δικαιοδοσία στην ανοικτή θάλασσα. Το πλοίο δεν μπορεί να αλλάξει τη σημαία του κατά τη διάρκεια ταξιδιού ή όταν έχει προσεγγίσει σε λιμάνι, εκτός από την περίπτωση πραγματικής μεταβίβασης της ιδιοκτησίας ή αλλαγής νηολογίου».
6.        Το άρθρο 94 της Συμβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας ορίζει τα εξής:
«1.      Κάθε κράτος θα ασκεί αποτελεσματικά τη δικαιοδοσία και τον έλεγχό του σε διοικητικά, τεχνικά και κοινωνικά θέματα πάνω στα πλοία που φέρουν τη σημαία του.
2.      Ειδικότερα, κάθε κράτος θα πρέπει:
[…]
β)      να ενασκεί την δικαιοδοσία του, δυνάμει του εσωτερικού του δικαίου, επί κάθε πλοίου που φέρει τη σημαία του καθώς επίσης και του πλοιάρχου, των αξιωματικών και του πληρώματος αυτού, αναφορικά με τα διοικητικά, τεχνικά και κοινωνικά θέματα που αφορούν το πλοίο.
[…]»
7.        Κατά το άρθρο 218, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας, «[ό]ταν ένα πλοίο έχει καταπλεύσει εκούσια σε λιμένα ή σε πλωτή εγκατάσταση ενός κράτους, το κράτος αυτό μπορεί να διεξάγει έρευνες και εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία το δικαιολογούν, να κινήσει διαδικασία σχετικά με οποιαδήποτε απόρριψη ουσιών από το πλοίο αυτό έξω από τα εσωτερικά ύδατα, τη χωρική θάλασσα ή την αποκλειστική οικονομική ζώνη του κράτους αυτού κατά παράβαση των διεθνώς εφαρμοζόμενων κανόνων και προτύπων που θεσπίστηκαν μέσω του αρμόδιου διεθνούς οργανισμού ή γενικής διπλωματικής διάσκεψης».
8.        Βάσει του άρθρου 220, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας, «[ό]ταν ένα πλοίο βρίσκεται εκούσια σε λιμένα ή σε πλωτή εγκατάσταση κάποιου κράτους, το κράτος αυτό, μπορεί, τηρουμένου του τμήματος 7, να κινήσει διαδικασίες σχετικά με οποιαδήποτε παράβαση των νόμων ή των κανονισμών του που υιοθετήθηκαν σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση ή με τους διεθνώς εφαρμοζόμενους κανόνες και πρότυπα για την πρόληψη, μείωση και έλεγχο της ρύπανσης από πλοία, εφόσον η παράβαση έχει λάβει χώρα στην χωρική θάλασσα ή την αποκλειστική οικονομική ζώνη του κράτους αυτού».
 Β —      Σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές
9.        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Ρώμης, «[η] σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη».
10.      Το άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης ορίζει τα εξής:
«1.      Παρά τις διατάξεις του άρθρου 3, στη σύμβαση εργασίας η επιλογή από τους συμβαλλόμενους του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που δεν είχε γίνει επιλογή.
2.      Παρά τις διατάξεις του άρθρου 4, και εφόσον δεν έχει γίνει επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 3, η σύμβαση εργασίας διέπεται:
α)      από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης, ακόμη και αν έχει αποσπασθεί προσωρινά σε άλλη χώρα· ή
β)      αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα, από το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που τον προσέλαβε,
εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας».
11.      Το άρθρο 10 της Συμβάσεως της Ρώμης ορίζει τα εξής:
«1.      Το σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 6 και 12 εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο διέπει ειδικότερα:
α)      την ερμηνεία της·
β)      την εκπλήρωση των ενοχών που δημιουργεί·
γ)      μέσα στα όρια των εξουσιών που παρέχει στο δικαστήριο το δικονομικό δίκαιό του, τις συνέπειες της μη εκπλήρωσης, ολικής ή μερικής, των ενοχών αυτών, συμπεριλαμβανομένου και του υπολογισμού της ζημίας εφ’ όσον ρυθμίζεται από κανόνες δικαίου·
δ)      τους διάφορους τρόπους απόσβεσης των ενοχών, καθώς και τις παραγραφές και εκπτώσεις λόγω παρόδου προθεσμίας·
ε)      τις συνέπειες της ακυρότητας της σύμβασης.»
 Γ —      Δίκαιο της Ένωσης
12.      Λαμβανομένων υπόψη του χρόνου των περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, κρίσιμες είναι οι διατάξεις της οδηγία 80/987 όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της από την οδηγία 2002/74/ΕΚ (5) και τη μεταγενέστερη αντικατάστασή της από την οδηγία 2008/94/ΕΚ (6).
13.      Οι τέσσερις πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 80/987 έχουν ως εξής:
«[εκτιμώντας] ότι είναι αναγκαία η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη, ιδίως για τη διασφάλιση της πληρωμής των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας μιας ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως στην Κοινότητα·
[εκτιμώντας] ότι μεταξύ των Κρατών Μελών εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές σχετικά με την έκταση της προστασίας των μισθωτών στο ζήτημα αυτό· ότι πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για τον περιορισμό των διαφορών αυτών, που δύνανται να έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της κοινής αγοράς·
[εκτιμώντας] ότι για τους λόγους αυτούς είναι σκόπιμο να προωθηθεί η προσέγγιση των νομοθεσιών στο συγκεκριμένο θέμα, επί το προοδευτικότερο κατά την έννοια του άρθρου 117 της [Σ]υνθήκης·
[εκτιμώντας] ότι η αγορά εργασίας της Γροιλανδίας, λόγω της γεωγραφικής της θέσεως και των επαγγελματικών δομών της περιοχής αυτής, διαφέρει κατά θεμελιώδη τρόπο από την αγορά των άλλων περιοχών της Κοινότητος».
14.      Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει τα εξής:
«1.      Η παρούσα οδηγία ισχύει για τις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητος κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1.
2.      Τα Κράτη Μέλη δύνανται, κατ’ εξαίρεση, να αποκλείσουν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσης οδηγίας τις απαιτήσεις ορισμένων κατηγοριών μισθωτών λόγω της ιδιαίτερης φύσεως της συμβάσεως εργασίας ή της σχέσεως εργασίας των μισθωτών, ή λόγω του ότι υπάρχουν άλλες μορφές εγγυήσεως που εξασφαλίζουν στους μισθωτούς ισοδύναμη προστασία με εκείνη που προκύπτει από την παρούσα οδηγία.
Ο πίνακας των κατηγοριών μισθωτών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο παρατίθεται στο παράρτημα.
3.      Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στη Γροιλανδία. Η εξαίρεση αυτή θα επανεξετασθεί στην περίπτωση εξελίξεως των επαγγελματικών δομών της περιοχής αυτής.»
15.      Το άρθρο 2 της οδηγίας 80/987 έχει ως εξής:
«1.      Για τους σκοπούς της παρούσης οδηγίας, ένας εργοδότης θεωρείται ότι ευρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητος:
α)      αν έχει ζητηθεί η έναρξη διαδικασίας προβλεπομένης από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις του ενδιαφερομένου Κράτους Μέλους, κατά της περιουσίας του εργοδότη με σκοπό τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του, και η οποία επιτρέπει να ληφθούν υπόψη απαιτήσεις αναφερόμενες στο άρθρο 1, παράγραφος 1, και
β)      η αρμόδια αρχή δυνάμει των ανωτέρω νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων:
–        είτε αποφάσισε την έναρξη της διαδικασίας,
–        είτε διεπίστωσε ότι η επιχείρηση ή η εγκατάσταση του εργοδότη έκλεισε οριστικά και ότι η ανεπάρκεια των διαθεσίμων ενεργητικών στοιχείων δεν δικαιολογεί την έναρξη της διαδικασίας.
2.      Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών να διατυπώνουν ορισμούς των εννοιών “μισθωτός”, “εργοδότης”, “αμοιβή εργασίας”, “κεκτημένο δικαίωμα” και “δικαίωμα προσδοκίας”.»
16.      Το άρθρο 3 της οδηγίας 80/987 ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε ορισμένοι οργανισμοί εγγυήσεως να διασφαλίζουν […] την πληρωμή των ανεξοφλήτων απαιτήσεων των μισθωτών που προέρχονται από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας και αφορούν την αμοιβή για περίοδο πριν μίαν ορισμένη ημερομηνία».
17.      Κατά το άρθρο 5 της οδηγίας:
«Τα Κράτη Μέλη καθορίζουν τους τρόπους οργανώσεως, χρηματοδοτήσεως και λειτουργίας των οργανισμών εγγυήσεως, τηρώντας κυρίως τις ακόλουθες αρχές:
α)      η περιουσία των οργανισμών εγγυήσεως πρέπει να είναι ανεξάρτητη από το κεφάλαιο εκμεταλλεύσεως των εργοδοτών και να έχει συσταθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη μπορεί να θιγεί από διαδικασίες σε περίπτωση αφερεγγυότητος·
β)      οι εργοδότες πρέπει να συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση, εκτός αν αυτή διασφαλίζεται στο σύνολό της από τις δημόσιες αρχές·
γ)      η υποχρέωση πληρωμής εκ μέρους των οργανισμών είναι ανεξάρτητη από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων συνεισφοράς στη χρηματοδότηση.»
18.      Βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 80/987, «[τ]α κράτη μέλη δύνανται να ορίσουν ότι τα άρθρα 3, 4 και 5 δεν εφαρμόζονται για τις εισφορές των εργαζομένων που οφείλονται σύμφωνα με τα εθνικά συστήματα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως ή σύμφωνα με υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής επικουρικής προνοίας, εκτός των εθνικών συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως».
19.      Κατά το άρθρο 7 της οδηγίας, «[τ]α κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα που διασφαλίζουν ώστε, στα πλαίσια των εθνικών συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η μη καταβολή στους αντίστοιχους ασφαλιστικούς φορείς υποχρεωτικών εισφορών οφειλόμενων από τον εργοδότη, πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητός του, να μη θίγει το δικαίωμα του μισθωτού για παροχές εκ μέρους αυτών των ασφαλιστικών φορέων, υπό την προϋπόθεση ότι από τους μισθούς που πληρώθηκαν έγινε προηγούμενη κράτηση των εισφορών των μισθωτών».
 Δ —      Εθνικό δίκαιο
20.      Η οδηγία 80/987 μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο, αρχικώς, με τον νόμο 1172/1981 και, ακολούθως, με τον νόμο 1836/1989 και το κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του τελευταίου αυτού νόμου εκδοθέν προεδρικό διάταγμα 1/1990.
21.      Το άρθρο 29 του νόμου 1220/1981 περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως της περί Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς νομοθεσίας προέβλεπε ότι επί εγκαταλείψεως στην αλλοδαπή Ελλήνων ναυτικών ναυτολογημένων επί πλοίων υπό ελληνική σημαία ή ξένων συμβεβλημένων με το ΝΑΤ καταβάλλονται από το ΝΑΤ αποδοχές μέχρις ενός τριμήνου και πραγματοποιείται επαναπατρισμός τους.
II – Τα πραγματικά περιστατικά
22.      Οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης, κάτοικοι Ελλάδας, προσελήφθησαν στις 14 Ιουλίου 1994 στο συγκεκριμένο κράτος μέλος από εταιρία με καταστατική έδρα σε τρίτη χώρα, όπως ήταν τότε η Μάλτα, για να εργαστούν σε κρουαζιερόπλοιο υπό σημαία Μάλτας, πλοιοκτησίας της εν λόγω εταιρίας.
23.      Οι συμβάσεις εργασίας συνήφθησαν ενόψει της χρονοναυλώσεως του πλοίου για τη θερινή περίοδο του έτους 1994. Στις εν λόγω συμβάσεις περιλήφθηκε όρος σύμφωνα με τον οποίο αυτές διέπονταν από το δίκαιο της Μάλτας, ως δίκαιο της σημαίας του πλοίου. Η χρονοναύλωση ματαιώθηκε και στους αναιρεσίβλητους της κύριας δίκης δεν καταβλήθηκαν οι αποδοχές τους, για τον λόγο δε αυτόν αυτοί κατήγγειλαν τις συμβάσεις εργασίας τους στις 15 Δεκεμβρίου 1994.
24.      Μετά την επιβολή στο πλοίο διάφορων κατασχέσεων, αυτό ακινητοποιήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά και παρέμεινε δεσμευμένο μέχρι τις 7 Ιουνίου 1995, οπότε εκπλειστηριάστηκε.
25.      Κατόπιν τούτου, οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης ανήγγειλαν νομίμως τις απαιτήσεις τους από τις συμβάσεις εργασίας τους (μισθούς και επιδόματα από 14 Ιουλίου 1994 έως 15 Δεκεμβρίου 1994 και αποζημιώσεις απολύσεως) και ζήτησαν την προνομιακή κατάταξή τους. Ο αρμόδιος, όμως, υπάλληλος δεν κατέταξε τις απαιτήσεις τους στον σχετικό πίνακα διότι έκρινε ότι δεν ήταν προνομιακές κατά το δίκαιο της Μάλτας.
26.      Συγχρόνως άσκησαν αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αντικείμενο τις ίδιες απαιτήσεις. Το εν λόγω δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή τους και έκρινε ότι δικαιούνταν τα αντίστοιχα ποσά νομιμοτόκως από τις 16 Δεκεμβρίου 1994. Παραλλήλως κρίθηκε ότι η σημαία του πλοίου ήταν σημαία ευκαιρίας.
27.      Εν τω μεταξύ, η πλοιοκτήτρια εταιρία κηρύχθηκε σε πτώχευση και ακολούθησε, με δικαστική απόφαση, η παύση των εργασιών της πτωχεύσεως λόγω ελλείψεως της αναγκαίας περιουσίας.
28.      Κατόπιν των εξελίξεων αυτών, οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης άσκησαν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να τους καταβάλει ως αποζημίωση τα ποσά που τους είχαν επιδικαστεί από το πολιτικό δικαστήριο. Προς στήριξη του αιτήματός τους υποστήριξαν ότι το Δημόσιο, κατά παράβαση της οδηγίας 80/987, παρέλειψε να θεσπίσει ρυθμίσεις προς εξασφάλιση των ανεξόφλητων, λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη, απαιτήσεων των πληρωμάτων ποντοπόρων πλοίων εκ των συμβάσεων εργασίας αυτών.
29.      Το Διοικητικό Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι οι διατάξεις της οδηγίας 80/987 δεν καταλαμβάνουν τις ανεξόφλητες απαιτήσεις από συμβάσεις ναυτολογήσεως Ελλήνων ναυτικών, μελών πληρώματος ποντοπόρου πλοίου που ναυτολογήθηκαν σε πλοίο με ξένη σημαία, λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη τους, και δεχόμενο ότι δεν αποδείχθηκε ότι εν προκειμένω η σημαία ήταν σημαία ευκαιρίας, απέρριψε την αγωγή.
30.      Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών δέχθηκε την έφεση των αναιρεσιβλήτων της κύριας δίκης κατά της αποφάσεως αυτής, κρίνοντας ότι αποδείχθηκε ότι η πλοιοκτήτρια εταιρία ασκούσε επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, χώρα στην οποία βρισκόταν η πραγματική έδρα της (συγκεκριμένα, στον Πειραιά) και με την οποία είχε γνήσιο σύνδεσμο και, επομένως, η σημαία της Μάλτας, την οποία έφερε το πλοίο, ήταν σημαία ευκαιρίας.
31.      Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι οι εργαζόμενοι υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 80/987 και ότι ο Έλληνας νομοθέτης όφειλε να μεταφέρει την εν λόγω οδηγία στο εθνικό δίκαιο, με τη θέσπιση κανόνων δικαίου σύμφωνων με αυτήν, δοθέντος ότι η κείμενη εθνική νομοθεσία δεν παρείχε προστασία ισοδύναμη με εκείνη της οδηγίας.
32.      Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών αποφάνθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να καταβάλει στους αναιρεσίβλητους της κύριας δίκης τις ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις τους.
33.      Το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Χωρίς να αμφισβητήσει τις διαπιστώσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών σχετικά με την πραγματική έδρα της πλοιοκτήτριας εταιρίας και σχετικά με τη σημαία ευκαιρίας, το Ελληνικό Δημόσιο ζήτησε να απορριφθεί η αγωγή των αναιρεσιβλήτων, υποστηρίζοντας ότι «πληρώματα ποντοπόρων πλοίων» κατά το στοιχείο Α του σημείου II του παραρτήματος της οδηγίας 80/987 μπορούν να είναι μόνον τα πληρώματα των πλοίων με ελληνική σημαία και σε καμία περίπτωση τα πληρώματα πλοίων με σημαία ευκαιρίας τα οποία, καίτοι συνδέονται με την Ελλάδα, δεν είναι συμβεβλημένα με το ΝΑΤ.
34.      Επιπροσθέτως, το Ελληνικό Δημόσιο αμφισβητεί επίσης την κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ότι η ελληνική νομοθεσία η οποία εφαρμόζεται στα πληρώματα ποντοπόρων πλοίων δεν τους παρέχει προστασία ισοδύναμη με την προβλεπόμενη από την οδηγία 80/987.
35.      Το Συμβούλιο της Επικρατείας, εκτιμώντας ότι οι λόγοι που προβάλλει το Ελληνικό Δημόσιο με την αίτηση αναιρέσεως εγείρουν ζητήματα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης τα οποία πρέπει να επιλυθούν από το Δικαστήριο, υποβάλλει την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.
III – Προδικαστικά ερωτήματα
36.      Τα ερωτήματα της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, όπως κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 13 Ιουνίου 2014, έχουν ως εξής:
«1)      Κατά την έννοια των διατάξεων της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, ναυτικοί κράτους μέλους, οι οποίοι παρείχαν ναυτική εργασία σε πλοίο υπό σημαία τρίτης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση χώρας, για τις ανεξόφλητες απαιτήσεις που έχουν κατά της πλοιοκτήτριας εταιρίας, η οποία είχε μεν την καταστατική της έδρα στο έδαφος της τρίτης χώρας πλην η πραγματική της έδρα βρισκόταν στο εν λόγω κράτος μέλος, κηρύχθηκε δε σε πτώχευση από δικαστήριο αυτού του κράτους μέλους, κατά το δίκαιο του κράτους αυτού, λόγω ακριβώς της πραγματικής της έδρας, υπάγονται στις προστατευτικές διατάξεις της οδηγίας αυτής, εν όψει του επιδιωκόμενου με αυτήν σκοπού και ανεξαρτήτως αν οι συμβάσεις εργασίας διέπονται από το δίκαιο της τρίτης χώρας, το δε κράτος μέλος αδυνατεί να απαιτήσει τη συνεισφορά του ξένου προς την έννομη τάξη του πλοιοκτήτη στη χρηματοδότηση του οργανισμού εγγυήσεως;
2)      Κατά την έννοια των διατάξεων της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, θεωρείται, ως ισοδύναμη προστασία, η προβλεπόμενη από το άρθρο 29 του ν. 1220/1981 καταβολή από το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ) αποδοχών μέχρις ενός τριμήνου, στο ύψος των καθοριζομένων από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις βασικών μισθών και επιδομάτων σε Έλληνες ναυτικούς, ναυτολογημένους επί πλοίων υπό ελληνική σημαία ή ξένων συμβεβλημένων μετά του ΝΑΤ, στην προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό περίπτωση, δηλαδή μόνο στην περίπτωση της εγκαταλείψεως αυτών στην αλλοδαπή;»
IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα επιχειρήματα των διαδίκων
37.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις η Ελληνική και η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.
 Α —      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
38.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 80/987, το κριτήριο για την ύπαρξη των υποχρεώσεων εκ του άρθρου 3 της ως άνω οδηγίας είναι η αρμοδιότητα κράτους μέλους να επιληφθεί διαδικασίας αφερεγγυότητας εργοδότη, ζήτημα το οποίο, λόγω του χρόνου των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης —τα οποία προηγούνται της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000— (7), πρέπει να εκτιμηθεί κατά το εθνικό δίκαιο.
39.      Εντούτοις, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία, σε περίπτωση κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε ένα κράτος μέλος ενώ ο εργοδότης ασκεί επίσης τις δραστηριότητές του σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο απασχολήθηκαν οι εργαζόμενοι, αρμόδιος για την πληρωμή των απαιτήσεων που απορρέουν από την οδηγία 80/987 είναι ο οργανισμός εγγυήσεως του δεύτερου κράτους μέλους.
40.      Κατά την Επιτροπή, στο ζήτημα της εφαρμογής της οδηγίας 80/987 στην υπό κρίση υπόθεση, δεν ασκούν επιρροή ούτε το εφαρμοστέο στη σύμβαση εργασίας δίκαιο ούτε οι διατάξεις της Συμβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας.
41.      Κατά την Επιτροπή, το εφαρμοστέο στη σύμβαση εργασίας δίκαιο δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 10 της Συμβάσεως της Ρώμης διέπει μόνον τις ιδιωτικές σχέσεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, ενώ τα δικαιώματα που αναγνωρίζει η οδηγία 80/987 στους εργαζομένους είναι εκ του νόμου δικαιώματα τα οποία απορρέουν από την αφερεγγυότητα του εργοδότη και ασκούνται έναντι του κράτους στο οποίο κινείται η διαδικασία αφερεγγυότητας.
42.      Εξάλλου, η μη εφαρμογή εν προκειμένω της Συμβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας συνάγεται από το γεγονός ότι, ανεξάρτητα από τον κανόνα που προβλέπει το άρθρο 94 της Συμβάσεως αυτής, τα άρθρα 218 και 220 της ίδιας Συμβάσεως προβλέπουν ότι τα πλοία υπάγονται στην κυριαρχία του κράτους στον λιμένα του οποίου βρίσκονται, οι δε αρχές που αφορούν τη σημαία και το κράτος του λιμένα ισχύουν ανεξάρτητα από την έδρα της πλοιοκτήτριας εταιρίας. Λαμβανομένου υπόψη του υφιστάμενου συνδέσμου μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και του ελληνικού κράτους, όπου κινήθηκε και εξελίχθηκε η διαδικασία αφερεγγυότητας, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι κανόνες του δικαίου της θάλασσας δεν επηρεάζουν την εφαρμογή της οδηγίας 80/987.
43.      Από την πλευρά της, η Ελληνική Κυβέρνηση εκτιμά ότι το γεγονός ότι ο εργοδότης είχε την πραγματική έδρα του στην Ελλάδα και κηρύχθηκε σε πτώχευση στο συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων της οδηγίας 80/987. Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει συναφώς ότι το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης δεν επεκτείνεται, κατά κανόνα, σε τρίτες χώρες, όπως επιβεβαιώνεται εν προκειμένω από την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 1 της οδηγίας 80/987 για την περίπτωση της Γροιλανδίας και από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Mosbaek (8) και Poulsen και Diva Navigation (9). Κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, είναι επίσης καθοριστικό ότι εφαρμοστέο δίκαιο στη σχέση εργασίας είναι το δίκαιο της Μάλτας καθώς και ότι, κατά την οδηγία 80/987, οι εργοδότες οφείλουν να συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση του οργανισμού εγγυήσεως, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη αδυνατούν να διασφαλίσουν την τήρηση της εν λόγω υποχρεώσεως από τους πλοιοκτήτες πλοίων με σημαία άλλου κράτους. Τέλος, η Ελληνική Κυβέρνηση εκτιμά ότι διαφορετική ερμηνεία θα σημαίνει ότι οι οργανισμοί εγγυήσεως των κρατών μελών θα πρέπει να καλύπτουν τις μισθολογικές απαιτήσεις των πολιτών τρίτων χωρών που απασχολούνται σε πλοίο με σημαία τρίτης χώρας.
44.      Η Ιταλική Κυβέρνηση συντάσσεται με την Ελληνική Κυβέρνηση. Κατ’ αυτήν, το μόνο κρίσιμο κριτήριο για την εφαρμογή της οδηγίας 80/987 είναι ο τόπος παροχής της εργασίας, δεδομένου ότι από τη νομοθεσία της Ένωσης συνάγεται ότι ο νομοθέτης προβλέπει μόνον, το πολύ, την περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης ασκεί τη δραστηριότητά του σε δύο κράτη μέλη, αποκλείοντας τις περιπτώσεις που αφορούν μόνον τρίτη χώρα. Εξάλλου, η αναφορά στις δύο πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 80/987 στην «Κοινότητα» και στην «κοινή αγορά» επιβεβαιώνει ότι σκοπός της εγγυήσεως που προβλέπεται από την οδηγία είναι η ανάθεση σε κράτος μέλος του οικονομικού βάρους των απαιτήσεων των εργαζομένων αφερέγγυας επιχειρήσεως με σκοπό την ικανοποίηση κοινωνικού συμφέροντος διασφαλίζοντας την οικονομική ισορροπία των κρατών μελών, με αποτέλεσμα η εν λόγω εγγύηση να μην έχει νόημα σε περίπτωση εργαζομένων που εργάστηκαν σε τρίτες χώρες και για εργοδότες τρίτων χωρών. Τέλος, κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, η χορήγηση εγγυήσεως χωρίς κανένα αντιστάθμισμα όσον αφορά ένα κοινό όφελος ενέχει κίνδυνο για την οικονομική κατάσταση των κρατών μελών.
 Β —      Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος
45.      Η Επιτροπή επικαλείται την υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας (10), στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ως «ισοδύναμη», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987, μπορεί να θεωρηθεί μόνον η προστασία που εξασφαλίζει στους εργαζομένους τις βασικές εγγυήσεις που ορίζει η οδηγία. Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 29 του νόμου 1220/1981 δεν παρέχει προστασία με αυτά τα χαρακτηριστικά, καθόσον εφαρμόζεται μόνον σε περίπτωση εγκαταλείψεως των εργαζομένων στην αλλοδαπή.
46.      Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι η εθνική νομοθεσία παρέχει ισοδύναμη προστασία, καθόσον το κεφάλαιο που διαχειρίζεται το ΝΑΤ πληροί το σύνολο των προβλεπόμενων στην οδηγία 80/987, και ιδίως στα άρθρα 3 και 5, προϋποθέσεων. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ήταν ικανοποιητικές για την Επιτροπή οι εξηγήσεις που της παρασχέθηκαν το 1993 σε σχέση με την προσαρμογή του εθνικού δικαίου προς την οδηγία 80/987 μετά την εκδοθείσα στην προπαρατεθείσα υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας απόφαση.
V –    Εκτίμηση
 Α —      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
47.      Για να απαντηθεί το πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας πρέπει κατ’ αρχάς να αποσαφηνισθεί κατά πόσον υφίστανται διατάξεις του διεθνούς δικαίου οι οποίες, υπό τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, πρέπει να τύχουν εφαρμογής αντί της οδηγίας 80/987.
48.      Τέτοια είναι η περίπτωση της Συμβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας, της οποίας το άρθρο 92, παράγραφος 1, προβλέπει ότι τα πλοία υπόκεινται «στην αποκλειστική δικαιοδοσία [του κράτους της σημαίας] στην ανοικτή θάλασσα», ενώ το άρθρο 94, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ορίζει ότι το κράτος της σημαίας ασκεί τη δικαιοδοσία του επί «του πλοιάρχου, των αξιωματικών και του πληρώματος αυτού, αναφορικά με τα διοικητικά, τεχνικά και κοινωνικά θέματα που αφορούν το πλοίο». Εν προκειμένω, το πλοίο στο οποίο παρασχέθηκε η εργασία έπλεε με σημαία Μάλτας και, ως εκ τούτου, βάσει της Συμβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας, αρμόδια για τα «κοινωνικά θέματα» ήταν η Μάλτα, η οποία ήταν (τότε) τρίτη χώρα.
49.      Εξάλλου, στην υπό κρίση υπόθεση εφαρμοστέο δίκαιο στην εργασιακή σχέση είναι το δίκαιο της Μάλτας, δεδομένου ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως της Ρώμης ορίζει ότι το εφαρμοστέο στη σύμβαση εργασίας δίκαιο διέπει «την εκπλήρωση των ενοχών που δημιουργεί».
50.      Μολαταύτα, εκτιμώ ότι η αρχή της ειδικότητας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, σε κάθε περίπτωση, στην υπό κρίση υπόθεση πρέπει να τύχει εφαρμογής η οδηγία 80/987.
51.      Πρώτον, ειδικός σκοπός της εν λόγω οδηγίας είναι η «προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη» (πρώτη αιτιολογική σκέψη), λόγος για τον οποίο επιβάλλεται στα κράτη μέλη η υποχρέωση να θεσπίσουν μηχανισμό εγγυήσεως των ανεξόφλητων απαιτήσεων των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους. Αυτός ο σκοπός προστασίας συνδέεται καταφανώς με την έννομη σχέση μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη, δηλαδή τη σύμβαση εργασίας, αλλά δεν σχετίζεται με την ισχύ, τη ρύθμιση ή το καθεστώς της εν λόγω συμβάσεως, δηλαδή με τα ζητήματα που συνιστούν το σύνηθες αντικείμενο των συμβάσεων εργασίας, τα οποία διέπονται εν προκειμένω, βάσει της Συμβάσεως της Ρώμης, από το δίκαιο της Μάλτας.
52.      Δεύτερον, φρονώ ότι η οδηγία 80/987 δεν υποχωρεί έναντι της Συμβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας, καθόσον η εγγύηση που αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη δεν σχετίζεται με το νομικό καθεστώς των πλοίων ή των θαλάσσιων εκτάσεων, ζητήματα στα οποία περιορίζεται, όπως είναι φυσικό, το ενδιαφέρον του διεθνούς δικαίου που δικαιολογεί την ανάθεση της δικαιοδοσίας στο κράτος της σημαίας όπως προβλέπεται στη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας (11).
53.      Ειδικότερα, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας αναγνωρίζει αποκλειστική δικαιοδοσία στο κράτος της σημαίας επί των πλοίων «στην ανοικτή θάλασσα». Δεν πρόκειται, επομένως, για αποκλειστική δικαιοδοσία σε κάθε περίπτωση. Ομολογουμένως, το άρθρο 94, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας αναγνωρίζει στο κράτος της σημαίας την άσκηση δικαιοδοσίας επί «του πλοιάρχου, των αξιωματικών και του πληρώματος αυτού, αναφορικά με τα διοικητικά, τεχνικά και κοινωνικά θέματα που αφορούν το πλοίο». Αναμφίβολα, η αρμοδιότητα αυτή δεν υπόκειται σε εδαφικά όρια, αλλά είναι υπερβολικό να συναχθεί ότι η ως άνω διάταξη επιφυλάσσει κατ’ ανάγκην στο κράτος της σημαίας την αποκλειστική αρμοδιότητα για όλα τα ζητήματα της εργασιακής σχέσεως και, σε κάθε περίπτωση και πέραν αυτής, την αρμοδιότητα παροχής στους εργαζομένους δημόσιας προστασίας έναντι της αφερεγγυότητας του εργοδότη.
54.      Τούτων δοθέντων, πρέπει να εξεταστεί αν, υπό τους όρους του πρώτου ερωτήματος που υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας, οι εργαζόμενοι στη διαφορά της κύριας δίκης υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 80/987.
55.      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 80/987, αυτή ισχύει «για τις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητος». Το δε άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι «εργοδότης θεωρείται ότι ευρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητος» αν έχει ζητηθεί ή αποφασισθεί η έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά την εθνική νομοθεσία κράτους μέλους.
56.      Από τον συνδυασμό αμφότερων των διατάξεων συνάγεται ότι η οδηγία 80/987 εφαρμόζεται στους εργαζομένους των οποίων οι εργοδότες αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας αφερεγγυότητας βάσει του δικαίου κράτους μέλους. Πρόκειται ακριβώς για την περίπτωση της διαφοράς της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η εταιρία που προσέλαβε τους ναυτικούς κηρύχθηκε σε πτώχευση από ελληνικό δικαστήριο και σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο. Η δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων προέκυπτε, επιπλέον, από το γεγονός ότι η πραγματική έδρα του εργοδότη ευρισκόταν στην Ελλάδα, διαπίστωση στην οποία προέβη το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών στην κατ’ έφεση απόφασή του και η οποία δεν αμφισβητείται από το αιτούν δικαστήριο.
57.      Ούτως εχόντων των πραγμάτων, φρονώ ότι δύο παράγοντες συνηγορούν υπέρ της καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα. Πρώτον, το γεγονός ότι η αφερεγγυότητα του εργοδότη κηρύχθηκε από δικαστήριο κράτους μέλους και σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους αφού διαπιστώθηκε ότι η πραγματική έδρα του εργοδότη ευρισκόταν στο εν λόγω κράτος μέλος. Δεύτερον, ο κοινωνικός σκοπός της οδηγίας 80/987.
58.      Πράγματι, η προστασία που εγγυάται η οδηγία 80/987 πρέπει να παρέχεται μέσω «οργανισμών εγγυήσεως» των οποίων η χρηματοδότηση —«εκτός αν […] διασφαλίζεται στο σύνολό της από τις δημόσιες αρχές» [άρθρο 5, στοιχείο β΄]— απόκειται στους εργοδότες μέσω εισφορών. Εν προκειμένω, ο αφερέγγυος εργοδότης, καθόσον είναι εταιρία που συστάθηκε σε τρίτη χώρα, αναμφίβολα δεν συνεισέφερε στη χρηματοδότηση του ελληνικού οργανισμού εγγυήσεως, ήτοι του ΝΑΤ.
59.      Εντούτοις, κατά το άρθρο 5, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, «η υποχρέωση πληρωμής εκ μέρους των οργανισμών είναι ανεξάρτητη από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων συνεισφοράς στη χρηματοδότηση» (12). Αυτό ισχύει λόγω της υποχρεώσεως των κρατών μελών να θεσπίσουν «τα αναγκαία μέτρα ώστε ορισμένοι οργανισμοί εγγυήσεως να διασφαλίζουν […] την πληρωμή των ανεξοφλήτων απαιτήσεων των μισθωτών» (13) και να καθορίσουν «τους τρόπους οργανώσεως, χρηματοδοτήσεως και λειτουργίας των οργανισμών εγγυήσεως» (14).
60.      Δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται η διαπίστωση ότι ο αφερέγγυος εργοδότης είχε την πραγματική έδρα του στην Ελλάδα, μπορεί να υποστηριχθεί, όπως έκρινε το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, ότι το Ελληνικό Δημόσιο είχε την ευθύνη για την εκπλήρωση εκ μέρους του εργοδότη αυτού, όπως και κάθε άλλου εργοδότη εγκατεστημένου τυπικά και πραγματικά στην Ελλάδα, των υποχρεώσεών του συμπεριλαμβανομένης της συνεισφοράς στη χρηματοδότηση του οργανισμού εγγυήσεως. Η σχετική παράλειψή του δεν πρέπει να αποβεί επιζήμια για τους εργαζομένους που θίγονται από την αφερεγγυότητα του εργοδότη, των οποίων η προστασία από τον οργανισμό εγγυήσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 5, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υποχρέωση «ανεξάρτητη από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων συνεισφοράς στη χρηματοδότηση». Ως εκ τούτου, δεν υφίσταται κατ’ ανάγκην αντιστοιχία μεταξύ του δικαιώματος αποζημιώσεως και της εκπληρώσεως της υποχρεώσεως συνεισφοράς, καθόσον η ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος εξαρτάται μόνον από τη συνδρομή του πραγματικού στοιχείου που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 80/987, ήτοι την ύπαρξη απαιτήσεων που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητας.
61.      Ως εκ τούτου, και ως πρώτο ενδιάμεσο συμπέρασμα, φρονώ ότι στο πρώτο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 80/987 εφαρμόζεται στην περίπτωση των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων ναυτικών που προσελήφθησαν για να εργασθούν σε πλοίο με σημαία τρίτης χώρας από εταιρία η οποία, καίτοι έχει την καταστατική έδρα της στο έδαφος της τρίτης χώρας, έχει την πραγματική έδρα της στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο προσελήφθησαν οι ναυτικοί και κηρύχθηκε σε πτώχευση από δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους, κατά το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους, ενώ δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι συμβάσεις εργασίας διέπονται από το δίκαιο της τρίτης χώρας και ότι η εργοδότρια εταιρία δεν συνεισέφερε στη χρηματοδότηση του οργανισμού εγγυήσεως του εν λόγω κράτους μέλους.
 Β —      Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος
62.      Με το δεύτερο ερώτημα το Συμβούλιο της Επικρατείας ερωτά εάν πρέπει να θεωρηθεί «ισοδύναμη προστασία», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987, εγγύηση η οποία προβλέπεται μόνον για την περίπτωση Ελλήνων ναυτικών ναυτολογημένων επί πλοίων υπό ελληνική σημαία ή ξένων συμβεβλημένων μετά του ΝΑΤ οι οποίοι εγκαταλείφθηκαν στην αλλοδαπή.
63.      Αφού διαπιστώθηκε ότι, πράγματι, η οδηγία 80/987 εφαρμόζεται σε εργαζομένους οι οποίοι ευρίσκονται στην κατάσταση που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, πρέπει να εξετασθεί, όπως ζητεί το αιτούν δικαστήριο, αν η προβλεπόμενη από την ελληνική νομοθεσία προστασία για τους εν λόγω ναυτικούς οι οποίοι ευρίσκονται στην κατάσταση που προβλέπεται στον νόμο 1220/1981 συνιστά «προστασία ισοδύναμη» με εκείνη που εγγυάται η οδηγία 80/987.
64.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η σχετική εθνική νομοθεσία περιορίζεται στην εγγύηση των αποδοχών, μέχρι ενός τριμήνου, στο ύψος των καθοριζόμενων από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις βασικών μισθών και επιδομάτων σε Έλληνες ναυτικούς ναυτολογημένους επί πλοίων υπό ελληνική σημαία ή ξένων συμβεβλημένων μετά του ΝΑΤ, σε περίπτωση εγκαταλείψεως των εν λόγω εργαζομένων στην αλλοδαπή. Επομένως, το ζήτημα που τίθεται είναι κατά πόσον, περιορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 80/987, ο εθνικός νομοθέτης εκπλήρωσε προσηκόντως την υποχρέωση μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό του δίκαιο.
65.      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 80/987 ορίζει ότι αυτή «ισχύει για τις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητος κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1». Από την άλλη πλευρά, η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου επιτρέπει «κατ’ εξαίρεση» στα κράτη μέλη να «αποκλείσουν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσης οδηγίας τις απαιτήσεις ορισμένων κατηγοριών μισθωτών» και τούτο «λόγω της ιδιαίτερης φύσεως της συμβάσεως εργασίας ή της σχέσεως εργασίας […], ή λόγω του ότι υπάρχουν άλλες μορφές εγγυήσεως που εξασφαλίζουν στους μισθωτούς ισοδύναμη προστασία με εκείνη που προκύπτει από την παρούσα οδηγία». Σε κάθε περίπτωση, οι κατηγορίες μισθωτών που μπορούν να αποκλεισθούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 80/987 είναι οι προβλεπόμενες στο παράρτημα αυτής.
66.      Στην περίπτωση της Ελλάδας, η κατηγορία εργαζομένων που μπορεί να αποκλεισθεί λόγω της ιδιαίτερης φύσεως της συμβάσεως εργασίας είναι, κατά το σημείο I του προμνημονευθέντος παραρτήματος, εκείνη του «πλοιάρχ[ου] και τ[ων] μελ[ών] του πληρώματος αλιευτικού, αν και στο βαθμό που αμείβονται υπό μορφή συμμετοχής τους στα κέρδη ή στα ακαθάριστα έσοδα του πλοίου». Εξάλλου, εργαζόμενοι οι οποίοι μπορούν να αποκλεισθούν επειδή καλύπτονται από άλλες μορφές εγγυήσεως είναι, κατά το σημείο II του παραρτήματος, «τα πληρώματα ποντοπόρων πλοίων».
67.      Επομένως, πρόκειται για περιπτώσεις αποκλεισμού για τις οποίες λαμβάνεται πάντοτε και αποκλειστικά υπόψη το κριτήριο της κατηγορίας των εργαζομένων και όχι οι περιστάσεις υπό τις οποίες προέκυψαν οι ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη. Η προβλεπόμενη από την οδηγία 80/987 προστασία καλύπτει τις απαιτήσεις μισθωτών κατά αφερέγγυων εργοδοτών, χωρίς να επιτρέπονται περισσότερες εξαιρέσεις από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 1, παράγραφος 2, αυτής και, επομένως, χωρίς να μπορεί να γίνει δεκτό ότι συνάδει με τον σκοπό της οδηγίας εθνική νομοθεσία η οποία θεσπίζει προϋποθέσεις, όπως οι προβλεπόμενες στο άρθρο 29 του νόμου 1220/1981, ήτοι να πρόκειται για Έλληνες ναυτικούς ναυτολογημένους επί πλοίων υπό ελληνική σημαία ή ξένων συμβεβλημένων μετά του ΝΑΤ οι οποίοι εγκαταλείφθηκαν στην αλλοδαπή.
68.      Ούτως εχόντων των πραγμάτων, φρονώ ότι είναι σαφές ότι η προστασία που παρέχει η εθνική νομοθεσία σε ορισμένους ημεδαπούς εργαζομένους σε περιστάσεις τόσο συγκεκριμένες όπως οι προπεριγραφείσες δεν μπορεί να θεωρηθεί «προστασία ισοδύναμη» με εκείνη που εγγυάται η οδηγία 80/987 για τις ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις των εργαζομένων λόγω αφερεγγυότητας των εργοδοτών τους χωρίς άλλες εξαιρέσεις πέραν εκείνων που προβλέπει η οδηγία. Ως εκ τούτου, πρέπει να υπομνησθεί η απόφαση του Δικαστηρίου, που επικαλέστηκε η Επιτροπή, κατά την οποία «τόσο από τον σκοπό της οδηγίας [80/987], που συνίσταται στην εξασφάλιση ελάχιστης προστασίας για όλους τους εργαζομένους, όσο και από τον εξαιρετικό χαρακτήρα της δυνατότητας αποκλεισμού που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, προκύπτει ότι ως “ισοδύναμη”, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μπορεί να θεωρηθεί μόνον η προστασία που, αν και στηρίζεται σε σύστημα του οποίου οι κατ’ ιδίαν ρυθμίσεις διαφέρουν από αυτές που προβλέπει η οδηγία, εξασφαλίζει στους εργαζομένους τις βασικές εγγυήσεις που ορίζει η οδηγία» (15).
69.      Ως εκ τούτου, και ως δεύτερο ενδιάμεσο συμπέρασμα, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο ερώτημα ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 29 του νόμου 1220/1981 παροχή δεν συνιστά «προστασία ισοδύναμη» με την προβλεπόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987.
VI – Πρόταση
70.      Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ως εξής:
«1)      Η οδηγία 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη, εφαρμόζεται στην περίπτωση των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων ναυτικών που προσελήφθησαν για να εργασθούν σε πλοίο με σημαία τρίτης χώρας από εταιρία η οποία, καίτοι έχει την καταστατική έδρα της στο έδαφος της τρίτης χώρας, έχει την πραγματική έδρα της στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο προσελήφθησαν οι ναυτικοί και κηρύχθηκε σε πτώχευση από δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους, κατά το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους, ενώ δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι συμβάσεις εργασίας διέπονται από το δίκαιο της τρίτης χώρας και ότι η εργοδότρια εταιρία δεν συνεισέφερε στη χρηματοδότηση του οργανισμού εγγυήσεως του εν λόγω κράτους μέλους.
2)      Η προβλεπόμενη στο άρθρο 29 του νόμου 1220/1981 παροχή δεν συνιστά “προστασία ισοδύναμη” με την προβλεπόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987.»

1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

2 —      Οδηγία του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη (ΕΕ L 283, σ. 23).

3 —      Υπογράφηκε στο Montego Bay (Τζαμάικα) στις 10 Δεκεμβρίου 1982, τέθηκε σε ισχύ στις 16 Νοεμβρίου 1994, κυρώθηκε από τη Δημοκρατία της Μάλτας στις 20 Μαΐου 1993 και από την Ελληνική Δημοκρατία στις 21 Ιουλίου 1995, και εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα με την απόφαση 98/392/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1998 (ΕΕ L 179, σ. 1), στο εξής: Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας.

4 —      Άνοιξε για υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 (ΕΕ L 266, σ. 1), στο εξής: Σύμβαση της Ρώμης.

5 —      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (ΕΕ L 270, σ. 17).

6 —      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (κωδικοποιημένη έκδοση) (ΕΕ L 283, σ. 36).

7 —      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ L 160, σ. 1).

8 —      Απόφαση Mosbaek (C‑117/96, EU:C:1997:415).

9 —      Απόφαση Poulsen και Diva Navigation (C‑286/90, EU:C:1992:453).

10 —      Απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑53/88, EU:C:1990:380).

11 —      Για τον λόγο αυτό, στην απόφαση Poulsen και Diva Navigation (C‑286/90, EU:C:1992:453), το Δικαστήριο εξάρτησε την ερμηνεία του τότε επίμαχου δικαίου της Ένωσης από τη συμφωνία του με το διεθνές δίκαιο.

12 —       Η υπογράμμιση δική μου.

13 —      Οδηγία 80/987, άρθρο 3, παράγραφος 1.

14 —      Οδηγία 80/987, άρθρο 5.

15 —      Απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑53/88, EU:C:1990:380, σκέψη 19
Πηγή : curia.europa.eu

Σχόλια