Νομολογία, Διαδίκτυο και ανωνυμοποίηση των στοιχείων από τα οποία δύναται να προκύψει η ταυτότητα των φυσικών προσώπων, ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ΑΡ. 2/2006

Νομολογία, Διαδίκτυο και ανωνυμοποίηση των στοιχείων από τα οποία δύναται να προκύψει η ταυτότητα των φυσικών προσώπων,    ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ   Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα  ΑΡ.  2/2006
 "η Αρχή κρίνει ότι η δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων και πράξεων του Συμβουλίου της Επικρατείας μέσω της δημιουργίας διαδικτυακής πύλης θα πρέπει να γίνεται μόνο κατόπιν ανωνυμοποίησης των στοιχείων από τα οποία δύναται να προκύψει η ταυτότητα των φυσικών προσώπων, διαδίκων, μαρτύρων κ.ά., με εξαίρεση των στοιχείων των μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου και των πληρεξουσίων δικηγόρων."

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ    ΑΡ.  2/2006

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, συνήλθε μετά από πρόσκληση του Προέδρου της σε τακτική συνεδρίαση την 27-7-2006 στο κατάστημά της αποτελούμενη από τον Δ. Γουργουράκη, Πρόεδρο, και τους Σ. Σαρηβαλάση, Ν. Φραγκάκη, Λ. Κοτσαλή, Φ. Δωρή, Α. Παπανεοφύτου, μέλη, προκειμένου να γνωμοδοτήσει σχετικά με το ζήτημα που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Το μέλος, Α. Πομπόρτσης, και το αναπληρωματικό αυτού, Γ. Πάντζιου, αν και είχαν προσκληθεί νομίμως δεν προσήλθαν λόγω κωλύματος. Παρούσες χωρίς δικαίωμα ψήφου ήσαν η Ζ. Καρδασιάδου, νομική ελέγκτρια, ως εισηγήτρια, και η Γ. Παλαιολόγου, ως γραμματέας. 

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης υπέβαλε στην Αρχή αίτημα για γνωμοδότηση σχετικά με τη θέσπιση ειδικών διατάξεων που προτείνει το Συμβούλιο της Επικρατείας. Αντικείμενο των προτεινόμενων ρυθμίσεων είναι η δημοσίευση στο διαδίκτυο των αποφάσεων και πράξεων του Συμβουλίου της Επικρατείας ενόψει της δημιουργίας διαδικτυακής πύλης μέσω της οποίας θα είναι δυνατή η πρόσβαση στη νομολογία του Δικαστηρίου καθώς και η παρακολούθηση της πορείας των εκκρεμών υποθέσεων. 
Ειδικότερα, προτείνεται η δημοσίευση χωρίς προηγούμενη ανωνυμοποίηση των προσωπικών δεδομένων των προσώπων που αναφέρονται στις αποφάσεις ή πράξεις και μόνο σε περίπτωση ειδικής αίτησης του ενδιαφερομένου η ανωνυμοποίηση θα γίνεται δεκτή με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου ή του αρμόδιου σχηματισμού. Η αίτηση θα πρέπει να υποβάλλεται εγγράφως μέχρι την ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης. Για παλαιότερες αποφάσεις ή πράξεις προβλέπεται η υποβολή ανάλογης αίτησης μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη ισχύος των προτεινόμενων διατάξεων. Τέλος, προτείνεται η ρύθμιση των αναγκαίων λεπτομερειών με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Η δε Εισηγητική Έκθεση των εν λόγω ρυθμίσεων αναφέρει ότι α) η δημοσίευση των παραπάνω εγγράφων θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο δημιουργίας διαδικτυακής πύλης που χρηματοδοτείται από πόρους του Γ. ΚΠΣ, β) με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις δημιουργείται η απαραίτητη νομική βάση για την ελεύθερη και ακώλυτη επεξεργασία από το Συμβούλιο της Επικρατείας όλων των δεδομένων που περιλαμβάνονται στα κατατιθέμενα δικόγραφα, καθώς και τις αποφάσεις ή πράξεις που εκδίδει, γ) στις περισσότερες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις, ιδίως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), τα έγγραφα της διαδικασίας και η δικαστική απόφαση αναφέρουν κατ’ αρχήν τα ονοματεπώνυμα των εμπλεκόμενων προσώπων, με τα οποία η δικαστική απόφαση καθίσταται γνωστή και χρησιμοποιείται περαιτέρω ως νομολογιακό προηγούμενο, δ)ο Ν. 2472/97 και η Οδηγία 95/46/ΕΚ θεσπίζουν το δικαίωμα αντίρρησης του υποκειμένου των δεδομένων στη δημοσιοποίηση των δεδομένων που το αφορούν ε) με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις παρέχεται το δικαίωμα σε κάθε ενδιαφερόμενο να ζητήσει την ανωνυμοποίηση δεδομένων που το αφορούν.

Μετά από εξέταση των παραπάνω στοιχείων η Αρχή εκδίδει την ακόλουθη Γνωμοδότηση:

Η Αρχή είναι αρμόδια σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 στοιχ. θ Ν. 2472/97 να γνωμοδοτήσει επί του θέματος καθώς η προτεινόμενη δημοσίευση των αποφάσεων ή πράξεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και η δυνατότητα πληροφόρησης για την πορεία των εκκρεμών υποθέσεων αποτελεί επεξεργασία υπό την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. δ Ν. 2472/97, στο μέτρο που αποκαλύπτεται αμέσως ή εμμέσως η ταυτότητα φυσικών προσώπων. Συνεπώς, η Γνωμοδότηση αφορά στην προστασία των δεδομένων φυσικών προσώπων. Αντιθέτως, η Αρχή δεν είναι αρμόδια να κρίνει τη δημοσίευση προσδιοριστικών στοιχείων της ταυτότητας νομικών προσώπων.
Οι δικαστικές αποφάσεις και πράξεις του ΣτΕ περιέχουν προσωπικά δεδομένα των διαδίκων και ενδεχομένως τρίτων προσώπων, όπως μαρτύρων, τα οποία προστατεύονται από το Ν. 2472/97. Τα προσωπικά δεδομένα μπορεί να είναι απλά αλλά και ευαίσθητα όταν αναφέρονται στις κατηγορίες του άρθρου 2 στοιχ. ε Ν. 2472/97 και συνεπώς η επεξεργασία τους επιτρέπεται μόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 (γενικές αρχές επεξεργασίας), σε συνδυασμό με το άρθρο 5 όταν πρόκειται για απλά δεδομένα και το άρθρο 7 όταν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα. Η τήρηση αρχείου δικαστικών αποφάσεων και πράξεων επιτρέπεται χωρίς συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. β Ν. 2472/97, δηλαδή λόγω υποχρέωσης που επιβάλλεται από νόμο, όπως κρίθηκε ήδη στην υπ. αρ. 1319/25-10-2000 Απόφαση της Αρχής που αφορούσε τη χορήγηση των αποφάσεων του ίδιου Δικαστηρίου σε νομικές βάσεις δεδομένων, δηλαδή τρίτους υπό την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. θ Ν. 2472/97, προς το σκοπό της πληροφόρησης του νομικού κόσμου. Επίσης, ο δημόσιος χαρακτήρας των δικαστικών αποφάσεων, το δικαίωμα πληροφόρησης καθενός για την εφαρμογή του δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια καθώς και η ανάγκη παρακολούθησης της νομολογίας για σκοπούς επιστημονικούς αλλά και για την εκπλήρωση ειδικού έννομου συμφέροντος κάποιου προσώπου ως προς συγκεκριμένη δικαστική απόφαση ή πράξη επιβάλλει την τήρηση σχετικού αρχείου δικαστικών αποφάσεων καθώς και την παροχή δυνατότητας πρόσβασης σε κάθε ενδιαφερόμενο. Ωστόσο η παροχή δυνατότητας πρόσβασης θα πρέπει να συνάδει με το Ν. 2472/97 ο οποίος ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο την Οδηγία 95/46/ΕΚ. 
Η μέχρι τώρα πρακτική της δημοσίευσης των δικαστικών αποφάσεων σε νομικά έντυπα καταδεικνύει και την νομική παράδοση που κρατεί στην Ελλάδα σχετικά με τη δημοσίευση των αποφάσεων με ανωνυμοποιημένα τα στοιχεία των φυσικών προσώπων, πλην των προσώπων που αποτελούν τη σύνθεση των δικαστηρίων και των πληρεξουσίων δικηγόρων. Επίσης, και η παραπομπή των δικαστικών αποφάσεων γίνεται με βάση των αριθμό τους και όχι τα ονόματα των διαδίκων. 
Οι παραπάνω σκέψεις αποτελούν και την νομική θεμελίωση της υπ. αρ. 1319/25-10-2000 Απόφασης της Αρχής σύμφωνα με την οποία η χορήγηση αποφάσεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας σε τρίτους για επιστημονικούς σκοπούς και σκοπούς νομικής τεκμηρίωσης επιτρέπεται υπό τον όρο ότι οι τρίτοι θα προβούν σε ανωνυμοποίηση των στοιχείων των φυσικών προσώπων που αναφέρονται στην απόφαση πριν τη δημοσίευση των αποφάσεων. Με το ίδιο σκεπτικό τρίτοι, που τηρούν ηλεκτρονικές βάσεις νομολογίας με σκοπό την ενημέρωση των συνδρομητών τους έχουν λάβει από την Αρχή σχετική άδεια σύμφωνα με το άρθρο 7 Ν. 2472/97 εφόσον οι δικαστικές αποφάσεις μπορούν να περιέχουν και ευαίσθητα δεδομένα.
Η δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων στο διαδίκτυο ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους που συνδέονται με τη φύση του διαδικτύου: Η ελεύθερη, καθολική, και μη ελεγχόμενη πρόσβαση στο δικτυακό τόπο του ΣτΕ παντός ενδιαφερομένου, η χρήση μηχανών αναζήτησης πληροφοριών που παρέχουν ολοένα και μεγαλύτερες δυνατότητες αναζήτησης πληροφορίας σε κάθε είδους κειμένου (π.χ. κειμένου σε μορφότυπο HTML, PDF, ΤΧΤ), η αποθήκευση της σχετικής πληροφορίας χωρίς χρονικό περιορισμό, η ελλιπής διασφάλιση της ακεραιότητας των δεδομένων δύνανται να οδηγήσουν στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων για διάφορους σκοπούς που δεν συνάδουν με το πνεύμα των διατάξεων του Ν. 2472/97, ιδίως για την αποτύπωση των ένδικων διαφορών των διαδίκων και κατ’ επέκταση της προσωπικής, επαγγελματικής, ιδιοκτησιακής ή περιουσιακής κατάστασής τους ή της σύγκρουσης που υφίσταται μεταξύ συγκεκριμένων διαδίκων. Αντιθέτως, ο σκοπός της επιστημονικής πληροφόρησης και τεκμηρίωσης της νομολογίας καθώς και ο δημόσιος χαρακτήρας των δικαστικών αποφάσεων ικανοποιείται πλήρως με την προηγούμενη ανωνυμοποίηση των στοιχείων των φυσικών προσώπων.
Οι εθνικές νομικές παραδόσεις ως προς την αναφορά και παραπομπή στις δικαστικές αποφάσεις διαφέρουν. Έτσι, π.χ. στη Γαλλία και Αγγλία έχει επικρατήσει η αναφορά της νομολογίας με τα ονόματα των διαδίκων. Το γαλλικό σύστημα ακολουθήθηκε από το ΕΔΔΑ και το ΔΕΚ ενώ το ΕΔΔΑ ανωνυμοποιεί μετά από αίτηση των διαδίκων τις αποφάσεις που αναφέρονται σε ευαίσθητα δεδομένα. Αντιθέτως, σε άλλα κράτη όπως στη Γερμανία η αναφορά στη νομολογία γίνεται με βάση τον αριθμό μιας απόφασης ή άλλου αναγνωριστικού στοιχείου της απόφασης ενώ όλες οι αποφάσεις ανωνυμοποιούνται πριν τη δημοσίευσή τους σε κάθε μέσο. Όμως και στα κράτη που σύμφωνα με τη νομική τους παράδοση οι δικαστικές αποφάσεις δημοσιεύονται και παραπέμπονται με βάση τα ονόματα των διαδίκων, παρατηρείται διαφοροποιημένη μεταχείριση της δημοσίευσης στο διαδίκτυο. Έτσι στη Γαλλία, στην οποία ισχύει το ανωτέρω σύστημα, η γαλλική Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, εξέδωσε την υπ. αρ. 01-057/29-11-2001 Σύσταση για το συγκεκριμένο θέμα, η οποία ενώ επικαλείται το άρθρο 6 ΕΣΔΑ και την πάγια πρακτική στη Γαλλία να δημοσιεύονται οι δικαστικές αποφάσεις με τα προσωπικά στοιχεία των διαδίκων, κρίνει ότι λόγω των ιδιαίτερων κινδύνων που ενέχει το διαδίκτυο επήλθε ποιοτική διαφορά στην άντληση και χρήση της σχετικής πληροφορίας ώστε ο καθένας να έχει πρόσβαση στις δικαστικές αποφάσεις και να τις χρησιμοποιεί για διάφορους σκοπούς εκτός της νομικής, επιστημονικής πληροφόρησης. Συνεπώς, τα χαρακτηριστικά της τεχνολογίας απαιτούν εκ νέου τη στάθμιση ανάμεσα στο δημόσιο χαρακτήρα των δικαστικών αποφάσεων και στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και καταλήγει ότι επιβάλλεται η ανωνυμοποιημένη αναφορά στα στοιχεία των διαδίκων. Η Σύσταση της Γαλλικής Αρχής έχει ήδη οδηγήσει στην τροποποίηση της πρακτικής των γαλλικών δικαστηρίων. Το γαλλικό Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ανωνυμοποιεί τις αποφάσεις του από το 2002, (βλ. την ιστοσελίδα www.courdecassation.fr). Όπως αναφέρεται σε πρόσφατη Έκθεση Πεπραγμένων του ίδιου Δικαστηρίου η πρακτική αυτή αποτελεί συμμόρφωση προς τη Σύσταση της Γαλλικής Αρχής και πρόκειται να εφαρμοσθεί σταδιακώς και στις παλαιότερες αποφάσεις. To γαλλικό Υπουργείο Δικαιοσύνης που στο πλαίσιο της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης δημιούργησε βάση δεδομένων των δικαστικών αποφάσεων όλων των δικαστηρίων, ελεύθερα προσβάσιμη μέσω του διαδικτύου (βλ. www.legifrance.gouv.fr) ανωνυμοποιεί, επίσης, τις αποφάσεις. Αντιθέτως, μόνο το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας εξακολουθεί να δημοσιεύει τις αποφάσεις του χωρίς προηγούμενη ανωνυμοποίηση (βλ. www.conseil-etat.fr).
Συνεπώς, με βάση την υπάρχουσα νομολογία της Αρχής για τη δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων ή πράξεων των δικαστηρίων από τρίτους και την κρατούσα στην Ελλάδα πρακτική ως προς τη δημοσίευση και παραπομπή των δικαστικών αποφάσεων, καθώς και ενόψει των ειδικών κινδύνων που χαρακτηρίζουν τη χρήση του διαδικτύου, η δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων και πράξεων του Συμβουλίου της Επικρατείας στο διαδίκτυο με ευθύνη του ιδίου του Δικαστηρίου θα πρέπει να πραγματοποιείται αφού πρώτα ανωνυμοποιηθούν τα στοιχεία των φυσικών προσώπων (ονοματεπώνυμα, διευθύνσεις, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε εμμέσως να προκύψει η ταυτότητα των φυσικών προσώπων) πλην των στοιχείων που αφορούν τα πρόσωπα της σύνθεσης του δικαστηρίου καθώς και των πληρεξουσίων δικηγόρων. Ως προς τις τελευταίες κατηγορίες προσώπων υπερισχύει ο δημόσιος ρόλος τους κατά τη διεξαγωγή της δίκης και επίσης, η αναφορά του ονοματεπωνύμου δεν συνδέεται με περαιτέρω πληροφορίες όπως στην περίπτωση των διαδίκων ή άλλων εμπλεκόμενων μερών. 
Ως προς τις προτεινόμενες ειδικές διατάξεις για τη δημοσίευση των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας στο διαδίκτυο: Οι προτεινόμενες διατάξεις οδηγούν σε περιορισμό του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων όπως αυτό κατοχυρώνεται στο Ν. 2472/97 διότι νομιμοποιούν τη δημοσίευση των αποφάσεων στο διαδίκτυο χωρίς προηγούμενη ανωνυμοποίηση, αναγνωρίζοντας απλώς το δικαίωμα αντίρρησης του υποκειμένου των δεδομένων, το οποίο μάλιστα περιορίζεται χρονικώς σε αντίθεση με το άρθρο 13 Ν. 2472/97. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι οι προτεινόμενες διατάξεις εφόσον γίνουν νόμος του κράτους έχουν την ίδια τυπική ισχύ με το Ν. 2472/97 και συνεπώς δεν τίθεται θέμα ελέγχου αυτών ως προς τον Ν. 2472/97 θα πρέπει να ελεγχθούν ως προς τη συμφωνία τους με διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος, ιδίως το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το κοινοτικό δίκαιο. 
Από το συνδυασμό των 9Α και 5Α παρ. 1 Σ προκύπτει ότι το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων δύναται να περιορίσει το δικαίωμα στην πληροφόρηση ενώ κάθε περιορισμός του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, όπως αυτός που επιχειρείται με τις προτεινόμενες διατάξεις, θα πρέπει να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 Σ. Επίσης, ο περιορισμός θα πρέπει να είναι αναγκαίος για την ικανοποίηση άλλου δικαιώματος ή δημόσιου συμφέροντος. Το δικαίωμα ωστόσο στην πληροφόρηση ως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και ο δημόσιος χαρακτήρας των δικαστικών αποφάσεων όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 93 παρ. 2 Σ και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεν θίγεται από την ανωνυμοποιημένη δημοσίευση των αποφάσεων, αντιθέτως ικανοποιείται πλήρως και με την ανωνυμοποιημένη δημοσίευση, εφόσον υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων διατάξεων δεν ενδιαφέρει το συγκεκριμένο πρόσωπο που ασκεί το ένδικο βοήθημα ή μέσο αλλά το ουσιαστικό περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης, ενώ τυχόν δημοσίευση των δεδομένων που ταυτοποιούν τα φυσικά πρόσωπα δύναται να θίξει υπέρμετρα τα δικαιώματά τους ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του διαδικτύου. 
Σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 249 ΣυνθΕΚ τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας οφείλουν να εφαρμόζουν πράξη κοινοτικού οργάνου που απευθύνεται σε αυτά, εν προκειμένω την Οδηγία 95/46/ΕΚ, και να απέχουν από κάθε μέτρο που αντίκειται σε αυτό. Η υποχρέωση πίστης των κρατών μελών εκτείνεται σε κάθε διάταξη εθνικού δικαίου που αποτελεί πλέον αντικείμενο της Οδηγίας. Συνεπώς, και οι προτεινόμενες διατάξεις θα πρέπει να συνάδουν με την Οδηγία 95/46/ΕΚ, της οποίας οι ρυθμίσεις οφείλουν να ερμηνεύονται βάσει του άρθρου 8 ΕΣΔΑ και της νομολογίας του ΕΔΔΑ . Εάν μία εθνική ρύθμιση αντίκειται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ αντίκειται και στην Οδηγία 95/46/ΕΚ διότι η αρχή της αναλογικότητας όπως θεμελιώνεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και εφαρμόζεται από το ΕΔΔΑ διέπει και την Οδηγία 95/46/ΕΚ. Σύμφωνα δε με την νομολογία του ΕΔΔΑ όπως ειδικώς μνημονεύεται στην νομολογία του ΔΕΚ ο περιορισμός του δικαιώματος του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ δικαιολογείται μόνο για την ικανοποίηση επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης και εφόσον το λαμβανόμενο μέτρο είναι ανάλογο προς τον νομίμως επιδιωκόμενο σκοπό . 
Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν συνάδουν με το άρθρο 9Α Σ, το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και κατ’ επέκταση με την Οδηγία 95/46/ΕΚ ενόψει των ειδικών κινδύνων του διαδικτύου και ενόψει του γεγονότος ότι ο δημόσιος χαρακτήρας των δικαστικών αποφάσεων και το δικαίωμα στην πληροφόρηση ικανοποιείται με λιγότερο επαχθή μέτρα για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των φυσικών προσώπων. 
Συνεπώς, η Αρχή κρίνει ότι η δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων και πράξεων του Συμβουλίου της Επικρατείας μέσω της δημιουργίας διαδικτυακής πύλης θα πρέπει να γίνεται μόνο κατόπιν ανωνυμοποίησης των στοιχείων από τα οποία δύναται να προκύψει η ταυτότητα των φυσικών προσώπων, διαδίκων, μαρτύρων κ.ά., με εξαίρεση των στοιχείων των μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου και των πληρεξουσίων δικηγόρων.
Στην υποχρέωση ανωνυμοποίησης δεν υπάγεται η αναφορά του αριθμού πρωτοκόλλου εγγράφων της Διοίκησης τα οποία μνημονεύονται στη δικαστική απόφαση ή πράξη, εφόσον από μόνη την αναφορά του εγγράφου δεν προκύπτουν αμέσως τα στοιχεία του φυσικού προσώπου στο οποίο αυτό αναφέρεται. Εξάλλου τυχόν αίτηση πρόσβασης στο αναφερόμενο έγγραφο προς τη Διοίκηση θα κριθεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 2690/99 και τις διατάξεις του Ν. 2472/97.
Στο μέτρο που μέσω της διαδικτυακής πύλης του ΣτΕ θα είναι δυνατή η πληροφόρηση για την πορεία των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον του δικαστηρίου θα πρέπει να διασφαλισθεί ότι πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα που αφορούν φυσικά πρόσωπα που εμπλέκονται στη διαδικασία έχουν μόνο οι διάδικοι ή / και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους. Θα πρέπει να ληφθούν όλα τα απαραίτητα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 2472/97. Η ασφάλεια των δεδομένων αφορά ιδίως στην εμπιστευτικότητα, ακεραιότητα και διαθεσιμότητα των δεδομένων. Θα πρέπει συνεπώς να ληφθούν μέτρα ώστε η πρόσβαση να είναι ελεγχόμενη, δηλαδή η πρόσβαση να επιτρέπεται μόνο σε εξουσιοδοτημένα πρόσωπα με τη χρήση κωδικών πρόσβασης και επίσης να καταγράφεται ώστε να είναι δυνατός ο μεταγενέστερος έλεγχος της πρόσβασης. Οι κωδικοί πρόσβασης θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από ικανό βαθμό ασφάλειας ώστε να μην είναι ευχερής η αναπαραγωγή τους από μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα. Ως προς την ακεραιότητα των δεδομένων θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε να μην είναι δυνατή η αλλοίωση των δεδομένων από μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα (μη εξουσιοδοτημένο μπορεί εν προκειμένω να θεωρηθεί και το πρόσωπο που έχει δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφορία, όχι όμως τροποποίησής της). 
Ενόψει των έργων ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και ηλεκτρονικής δικαιοσύνης που βρίσκονται σε φάση σχεδιασμού ή υλοποίησης η Αρχή κρίνει ότι τα προηγούμενα ισχύουν ομοίως για όλα τα δικαστήρια της χώρας. 

          Ο Πρόεδρος               Η Γραμματέας 

Δημήτριος Γουργουράκης            Γεωργία Παλαιολόγου   

Πηγή : dpa

Σχόλια