Facebook : χρήση προσωπικών δεδομένων, χρειάζεται άμεση ή έμμεση συναίνεση ΜονΕφΛαρ 346/2015 αλλά και 175/2014 Εφετείο Αθηνών

Facebook : χρήση προσωπικών δεδομένων, χρειάζεται άμεση ή έμμεση συναίνεση

".... Τέλος, «ανεβάζοντας» οποιαδήποτε πληροφορία που μας αφορά σε μια υπηρεσία κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook, ουσιαστικά δημοσιεύουμε προσωπικά μας δεδομένα στο Διαδίκτυο. Τα δεδομένα αυτά είναι διαθέσιμα στους «φίλους» μας στο Facebook, στους «φίλους» των «φίλων» μας, ενώ ορισμένα είναι διαθέσιμα σε όλους τους χρήστες του Facebook. Στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχει ειδική νομοθεσία που προστατεύει τα άτομα από την ανεξέλεγκτη χρήση των προσωπικών τους δεδομένων. Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα είναι ο αρμόδιος φορέας για την εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας στην Ελλάδα (νόμοι 2472/1997 και 3471/2006). Ένας βασικός κανόνας που θέτουν οι παραπάνω νόμοι είναι ο εξής: για να χρησιμοποιήσει κάποιος τα προσωπικά μας δεδομένα για έναν συγκεκριμένο σκοπό πρέπει να έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή μας. Αυτό αποτελεί και τη συνήθη περίπτωση κατά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στο Διαδίκτυο και σημαίνει πρακτικά ότι πρέπει να έχουμε δηλώσει άμεσα ή έμμεσα ότι συναινούμε στην επεξεργασία, αφού προηγουμένως έχουμε ενημερωθεί ακριβώς για το ποιος είναι αυτός που θέλει να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα μας (ή αλλιώς ο «υπεύθυνος επεξεργασίας»), για ποιον λόγο θέλει να τα χρησιμοποιήσει, ποια στοιχεία μας θέλει να αποκτήσει και σε ποιους θα τα διαβιβάσει. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις (π.χ. η επεξεργασία των δεδομένων μας κάποιες φορές επιβάλλεται από νόμο ή αποτελεί έννομο συμφέρον του υπεύθυνου επεξεργασίας, οπότε και επιτρέπεται να γίνεται χωρίς τη συγκατάθεσή μας). Οι εξαιρέσεις αυτές ορίζονται ρητά στους νόμους για την προστασία των προσωπικών δεδομένων."

Αφού διαβαστεί αυτή η απόφαση δείτε και  την 175/2014 Εφετείο Αθηνών
Α' ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ 


Δείτε επίσης την 3071/2014 κάντε κλικ στην εικόνα :

ΜονΕφΛαρ 346/2015

1. Με την κρινόμενη από 10-10-2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. 87/15-10-2014) έφεση πλήττεται η υπ` αριθ. 959/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. και 681 Β΄ ΚΠολΔ και έκανε, εκτός των άλλων, δεκτή εν μέρει την αγωγή διατροφής της εφεσίβλητης και των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, καθώς και της παραχώρησης της συζυγικής στέγης στην εφεσίβλητη. Η ένδικη έφεση του εκκαλούντος Δ. Γ., εναντίον της εφεσίβλητης Θ. Γ., έχει ασκηθεί νομότυπα, με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου (άρθρο 495επ.,511επ. ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, γεγονός που δεν αμφισβητείται, αλλά και ουδείς των διαδίκων επικαλείται, ούτε και από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ από της δημοσιεύσεως αυτής, την 25-9-2014, δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρ. 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Η έφεση, με την οποία πλήττεται η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τις περί διατροφής διατάξεις της, καθώς και της παραχώρησης της συζυγικής στέγης στην εφεσίβλητη και η οποία στρέφεται κατά της αυτής (εφεσίβλητης),ατομικά και ως νόμιμης εκπροσώπου των ανηλίκων τέκνων της, των οποίων την επιμέλεια ασκεί, είναι, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 511, 513 παρ.1β,516 παρ. 1 και 517 του ΚΠολΔ, τυπικά παραδεκτή (ΚΠολΔ 532) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 και 674 παρ.2 ΚΠολΔ), από το Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρ. 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 παρ.2 του Ν.3994/2011).

2. Ειδικότερα αντικείμενο της πρωτοβάθμιας δίκης αποτέλεσαν: α) η υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 154/2-5-2011 αγωγή με ενάγουσα την Θ. Γ. ατομικά και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων της (ήδη εφεσίβλητη) και εναγόμενο τον Δ. Γ. (ήδη εκκαλούντα) και β) η υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 174/2011 αγωγή με ενάγοντα τον Δ. Γ. και εναγομένη την Θ. Γ.. Με την με στοιχείο α΄ αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας η παραπάνω ενάγουσα ζήτησε: 1) να ανατεθεί οριστικά σ΄ αυτήν η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της Μ. και Ε. Γ., που απέκτησε από το γάμο της με τον εναγόμενο σύζυγό της, με τον οποίο βρίσκεται σε διάσταση, 2) να διαταχθεί η μετοίκηση του εναγομένου από την επί της οδού Δ. Λ. οικογενειακή στέγη και να απαγορευτεί η είσοδός ου σ’ αυτή με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης ενός έτους για κάθε παράβαση του διατακτικού της απόφασης και 3) να επιδικασθεί διατροφή σε χρήμα, ποσού 1.000 ευρώ μηνιαίως για λογαριασμό καθενός εκ των ως άνω ανήλικων τέκνων της, τα οποία διαμένουν μαζί της, επειδή αδυνατούν να εξασφαλίσουν τη διατροφή τους από δικούς τους πόρους και ποσού 1.500 ευρώ μηνιαίως ατομικά στην ίδια, η οποία από εύλογη αιτία διέκοψε την έγγαμη συμβίωσή της με τον εναγόμενο, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης μέχρι την εξόφληση και για το χρονικό διάστημα από την 12-12-2010 (ημερομηνία επίδοσης αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων) έως 31-12-2013. Με την με στοιχείο β΄ αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, ο παραπάνω εναγόμενος-ενάγων ζήτησε να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με τα ανήλικα τέκνα του. Με την εκκαλούμενη απόφαση διατάχθηκε η συνεκδίκαση των εν λόγω αγωγών και στη συνέχεια, αφού κρίθηκαν νόμιμες, έγιναν δεκτές ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμες (η υπ’αριθμ.εκθ.καταθ.154/2011 έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως προς το κεφάλαιο της διατροφής της ενάγουσας συζύγου και των ανηλίκων, με αποδοχή ως βάσιμης κατ’ ουσίαν εν μέρει της ενστάσεως συνεισφοράς στη διατροφή τους και της μητέρας τους, που υπέβαλε ο εναγόμενος ως αρνητικό ισχυρισμό στην αγωγή) και α) ανατέθηκε αποκλειστικά η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων στην ενάγουσα μητέρα, β) παραχωρήθηκε η χρήση της συζυγικής κατοικίας στην ενάγουσα, γ) υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει διατροφή σε χρήμα, στην ενάγουσα, ατομικά το ποσό των 350 ευρώ και με την ιδιότητά της ως ασκούσας την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους, ποσό 600 ευρώ μηνιαίως για λογαριασμό καθενός από τα ανήλικα, προκαταβαλλόμενης την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής και για μία τριετία, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την εξόφληση και δ) ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου-ενάγοντος πατέρα με τα ανήλικα τέκνα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος της με στοιχ. α΄ αγωγής (ήδη εκκαλών) με την ένδικη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της ενάγουσας-εφεσίβλητης ατομικά και υπό την ιδιότητά της ως νόμιμης εκπροσώπου των ανηλίκων τέκνων ζητώντας, για τους αναφερόμενους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνισή της, μόνο κατά τα κεφάλαιά της που αφορούν την παραχώρηση της χρήσης της συζυγικής οικίας στην ενάγουσα και την επιδίκαση διατροφής, στην ίδια ατομικά και για λογαριασμό των ανηλίκων, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της, κατά τα αντίστοιχα κεφάλαια, άλλως να γίνει δεκτή εν μέρει. Με βάση το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως οριοθετείται από τους λόγους έφεσης που διατυπώνονται (άρθρο 522 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 442/2002 ΕλλΔνη. 44.469), το αντικείμενο της παρούσας δευτεροβάθμιας δίκης εντοπίζεται και περιορίζεται στα αντίστοιχα με στοιχ. β΄και γ΄ κεφάλαια αυτής (παραχώρηση χρήσης της συζυγικής στέγης και διατροφής), έννοια με την οποία και ερευνάται στη συνέχεια.

3. Η αξίωση του συζύγου για παραχώρηση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης(ΑΚ 1393) είναι ενοχική, αγώγιμη και εκτελεστή αξίωση και κατά την ορθότερη άποψη, ανεξάρτητη από την αξίωση της διατροφής (Σπυριδάκης σ. 104, Γαζής το νέο οικογενειακό δίκαιο - τα προβλήματασ. 27, Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ι,σ.325, Βαθρακοκοίλης, αρθ.1393 αρ.12,σ.275). Γιά την παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης, ο δικαστής μπορεί να ορίσει παροχή ή ανταλλάγματα προς τον άλλο σύζυγο, από τον οποίο αφαιρείται η χρήση του ακινήτου, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του καθενός (οικονομικές, επαγγελματικές, διαμονή κοινών τέκνων κλπ.). Το αντάλλαγμα δηλαδή θα αποτελεί περιεχόμενο της ρήτρας της επιείκειας, με βάση την οποία θα κρίνει ο δικαστής και όχι ως μέρος της διατροφής. Αν ο δικαιούχος της χρήσεως είναι και δικαιούχος διατροφής, μπορεί να μειωθεί η διατροφή που οφείλεται λόγω της παραχωρήσεως της χρήσεως. Αυτό συνιστά μια συνεκτίμηση του γεγονότος της παραχωρήσεως της οικογενειακής στέγης κατά τον καθορισμό του ύψους της διατροφής και όχι έναν συμψηφισμό της ΑΚ 440 (Παπαδόπουλος Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, εκδ. 2001,τ.Α’, σελ.334,ΑΠ 1630/2002 ΕλλΔνη 2003.775, ΕφΠατρ 432/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6856/2007 ΕλλΔνη 2009.257, ΕφΑθ 1073/2006 ΕλλΔνη 2007,609, ΕφΑθ 9153/2005 ΝοΒ 2006.697). Ο εναγόμενος δεν έχει ουσιαστικές ενστάσεις, ούτε και την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος (ΑΚ 281), διότι τα πραγματικά γεγονότα, που θα θεμελίωναν την ένσταση αυτή θα ανέτρεπαν το βάθρο, στο οποίο στηρίζεται η παραχώρηση, δηλαδή την επιεική κρίση και επομένως τα περιστατικά αυτά θα συνιστούσαν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (Παπαδόπουλος, ο.π., σελ.344). Εξάλλου, οικογενειακή στέγη είναι ο χώρος στον οποίο οι σύζυγοι και τα τέκνα έχουν την κύρια διαμονή τους. Ο χώρος τον οποίο οι σύζυγοι χρησιμοποιούν για τις στεγαστικές τους ανάγκες και στον οποίο αναπτύσσεται η συζυγική τους δραστηριότητα (Παπαδόπουλος, ο.π., σελ.331). Αν γίνεται μικτή χρήση του ακινήτου θα ερευνηθεί η προέχουσα χρήση του (Γεωργιάδης-Σταθόπουλος ΑΚ, άρθρο 1393,παρ.23 επ.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 του ΑΚ προκύπτει, ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωσή τους, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμα και αν τούτο έχει περιουσία, εφόσον όμως τα εισοδήματα από αυτήν, ή το προϊόν της εργασίας του, ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρησή του έξοδα και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη εκπαίδευσης και την κατάσταση της υγείας τού δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου. Εξάλλου, η κατά τα άνω υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους, βαρύνει αυτούς, κατά το άρθρο 1489 εδ. 2 ΑΚ, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Ο εναγόμενος, συνεπώς, γονέας, προς καταβολή ολόκληρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ' ένσταση, κατ' άρθρο 262 ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε, με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα. Αλλά σε περίπτωση μη υποβολής της σχετικής αυτής ένστασης, δεν δύναται το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την οικονομική δυνατότητα του άλλου γονέα και να κανονίσει, ανάλογα με τις δυνάμεις τού κάθε γονέα, το επιδικαστέο σε βάρος τού εναγομένου ποσό της διατροφής. Συνακόλουθα προς όλα τα παραπάνω, για το, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, ορισμένο της αγωγής διατροφής σε χρήμα ανήλικου τέκνου, λόγω διάστασης ή λύσης του γάμου των γονέων του, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής, η συγγενική σχέση ενάγοντος - εναγομένου, η έλλειψη εισοδημάτων του ανηλίκου και η αδυναμία του να εργαστεί, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγόμενου γονέα του, οι ανάγκες του που είναι προσδιοριστικές του ύψους της διατροφής, η οποία πρέπει να του καταβληθεί και το αιτούμενο, για όλες αυτές τις ανάγκες του, συνολικό ύψος της δαπάνης που αποτελεί την, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ανάλογη διατροφή του, χωρίς να απαιτείται ο προσδιορισμός στο δικόγραφο της αγωγής με ακρίβεια και του απαραίτητου, για την κάλυψη κάθε επιμέρους ανάγκης του, που προκύπτει από τις συνθήκες της ζωής του, χρηματικού ποσού, καθώς και των εισοδημάτων και της οικονομικής δυνατότητας και του άλλου γονέα και των συγκεκριμένων δαπανών που βαρύνουν καθέναν από τους γονείς (ΑΠ 204/2010,ΑΠ 416/2007 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390 και 1391 ΑΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξιώσεως του ενός από τους συζύγους για καταβολή σ' αυτόν διατροφής σε χρήμα από τον άλλο, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, πρέπει να αναφέρεται κατά το άρθρο 216 §1 ΚΠολΔ, ότι οι διάδικοι είναι μεταξύ τους σύζυγοι, ότι ο ενάγων διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία και ότι οι βιοτικές του ανάγκες, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης, δικαιολογούν τον προσδιορισμό της διατροφής στο ζητούμενο με την αγωγή αυτή χρηματικό ποσό. Δεν απαιτείται, όμως, να διαλαμβάνεται στην αγωγή για να είναι ορισμένη, ούτε στην απόφαση, η αποτίμηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, αφού η υποχρέωση για τη συνεισφορά αυτή υπάρχει όσο διατηρείται η έγγαμη συμβίωση ενώ όταν αυτή διακοπεί, αντικαθίσταται με τη χρηματική διατροφή, που προσδιορίζεται από τη σύγκριση των εκατέρωθεν οικονομικών δυνατοτήτων. Οι οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων που προσδιορίζουν την αναλογία της συνεισφοράς καθενός απ' αυτούς στη διατροφή αυτή δεν αποτελούν στοιχείο της αγωγής, αλλ' ενδέχεται να αποτελέσουν τη βάση σχετικής ενστάσεως του εναγομένου (ΑΠ 132/2003 ΝοΒ 2003.1635). Τέλος, «ανεβάζοντας» οποιαδήποτε πληροφορία που μας αφορά σε μια υπηρεσία κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook, ουσιαστικά δημοσιεύουμε προσωπικά μας δεδομένα στο Διαδίκτυο. Τα δεδομένα αυτά είναι διαθέσιμα στους «φίλους» μας στο Facebook, στους «φίλους» των «φίλων» μας, ενώ ορισμένα είναι διαθέσιμα σε όλους τους χρήστες του Facebook. Στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχει ειδική νομοθεσία που προστατεύει τα άτομα από την ανεξέλεγκτη χρήση των προσωπικών τους δεδομένων. Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα είναι ο αρμόδιος φορέας για την εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας στην Ελλάδα (νόμοι 2472/1997 και 3471/2006). Ένας βασικός κανόνας που θέτουν οι παραπάνω νόμοι είναι ο εξής: για να χρησιμοποιήσει κάποιος τα προσωπικά μας δεδομένα για έναν συγκεκριμένο σκοπό πρέπει να έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή μας. Αυτό αποτελεί και τη συνήθη περίπτωση κατά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στο Διαδίκτυο και σημαίνει πρακτικά ότι πρέπει να έχουμε δηλώσει άμεσα ή έμμεσα ότι συναινούμε στην επεξεργασία, αφού προηγουμένως έχουμε ενημερωθεί ακριβώς για το ποιος είναι αυτός που θέλει να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα μας (ή αλλιώς ο «υπεύθυνος επεξεργασίας»), για ποιον λόγο θέλει να τα χρησιμοποιήσει, ποια στοιχεία μας θέλει να αποκτήσει και σε ποιους θα τα διαβιβάσει. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις (π.χ. η επεξεργασία των δεδομένων μας κάποιες φορές επιβάλλεται από νόμο ή αποτελεί έννομο συμφέρον του υπεύθυνου επεξεργασίας, οπότε και επιτρέπεται να γίνεται χωρίς τη συγκατάθεσή μας). Οι εξαιρέσεις αυτές ορίζονται ρητά στους νόμους για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

4. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού, εκτιμώμενες καθ' εαυτές, κατά το λόγο της γνώσεως εκάστου μάρτυρος και σε συνδυασμό μεταξύ τους και με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία και μέσα, (οι υπ’ αριθμ. …/19-11-2013 και …/20-11-2013 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων του εκκαλούντος ενώπιον του συμβολαιογράφου Φ.Β. δεν προσκομίζονται ούτε γίνεται επίκλησή τους), επίσης από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νομίμως και με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρ 529 παρ 1 α του ΚΠολΔ), είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΚΠολΔ 336§3, 339 και 395), στα οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται και οι αποφάσεις σχετικών πολιτικών δικών μεταξύ των διαδίκων (ΑΠ 1286/2003 ΕλΔνη 2005,406, ΕφΘεσ 1026/2006 Αρμ 2007,146), μη λαμβανομένων υπόψη των προσκομισθεισών μετ' επικλήσεως από τον εκκαλούντα-εναγόμενο αποτυπωμένων σε έγγραφο συνομιλιών της εφεσίβλητης-ενάγουσας στο διαδίκτυο με τρίτους και αναρτήσεών της στο μέσον κοινωνικής δικτύωσης facebook, διότι δεν υπάρχει συναίνεσή της για την επεξεργασία τους και ως εκ τούτου πρόκειται για απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα (πρβλ. ΑΠ 996/2010, ΑΠ 981/2009, ΕφΘεσ 389/2002 ΤΝΠ Νόμος), επιπλέον από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (ΚΠολΔ 336§4), αποδεικνύονται τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά:

Οι διάδικοι τέλεσαν θρησκευτικό γάμο στις 28.8.1999 στην Κ. και εγκαταστάθηκαν σε ιδιόκτητη οικία του εκκαλούντος συζύγου στη Κ., από τον γάμο τους δε αυτό απέκτησαν δύο ανήλικα τέκνα, την Μ. που γεννήθηκε στις 9.8.2000 και την Ευαγγελία που γεννήθηκε στις 23.8.2002. Η έγγαμη σχέση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά και διεκόπη οριστικά στις 6-2-2011,μετά από περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας του εκκαλούντος σε βάρος της εφεσίβλητης, εξαιτίας του οποίου καταδικάστηκε με την 627/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Καρδίτσας, έκτοτε μένουν χωριστά, τα δε ανήλικα διαμένουν με την εφεσίβλητη μητέρα τους, στην οποία έχει ανατεθεί οριστικά η επιμέλειά τους με την 125/2014 εκκαλουμένη απόφαση, της οποίας η διάταξη περί επιμέλειας δεν εκκαλείται. Ειδικότερα, στις 6-2-2011, ο εκκαλών-εναγόμενος, αφού εξύβρισε τη εφεσίβλητη-ενάγουσα σύζυγό του και χειροδίκησε σε βάρος της, την κλείδωσε εν συνεχεία μαζί με τα ανήλικα τέκνα εντός της οικίας τους, ενώ ο ίδιος αποχώρησε επιστρέφοντας λίγη ώρα αργότερα. Η εφεσίβλητη-ενάγουσα, που υπέστη από την βίαιη συμπεριφορά του εκκαλούντος-εναγομένου κάκωση κεφαλής και αυχένα και νοσηλεύτηκε την ίδια ως άνω ημέρα στο Γενικό Νοσοκομείο Κ., υπέβαλε έγκληση, ο δε εκκαλών-εναγόμενος συνελήφθη στα πλαίσια του αυτοφώρου και καταδικάστηκε με την προαναφερόμενη υπ' αριθμ. 627/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας για την πράξη της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης (βλ. υπ' αριθμ. 627/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας προσκομιζόμενη). Η προπεριγραφόμενη συμπεριφορά του εκκαλούντος-εναγομένου, ως προαναφέρθηκε, ήταν αυτή που οδήγησε στην οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων και όχι η συμπεριφορά της εφεσίβλητης-ενάγουσας και ειδικότερα η σύναψη από αυτήν εξωσυζυγικής σχέσης και η αδιαφορία που επεδείκνυε για το πρόσωπο του συζύγου της ή και των συγγενών του. Περί αυτού κατέθεσε σαφώς και ο μάρτυρας της εφεσίβλητης-ενάγουσας-πατέρας της («Διέσπασαν την συζυγική τους συμβίωση λόγω των απαιτήσεων του εναγομένου, των ξυλοδαρμών και των απειλών», «Ρώτησα το γαμπρό μου αν υπάρχει τρίτος άνθρωπος και μου είπε όχι και είμαι υπερήφανος γι’ αυτό»). Βέβαια, ο μάρτυρας του εκκαλούντος-εναγομένου στην κατάθεσή του επιχείρησε να εμφανίσει ως αιτία της διάστασης, στην σύναψη από αυτήν εξωσυζυγικής σχέσης, η αναφορά του όμως ήταν γενική («Πιστεύω ότι είχε κάποια άλλη σχέση, εξωσυζυγική με τρίτο πρόσωπο, πριν την διάσπαση του κοινού έγγαμου βίου τους. Το γνωρίζω από φωτογραφίες που είδα, αλλά και από το φιλικό τους περιβάλλον. Πιστεύω ότι ο κύριος λόγος που διασπάστηκε ο έγγαμος βίος τους ήταν αυτός»), ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοιο περιστατικό δεν αναφέρει ούτε ο ίδιος ο εκκαλών-εναγόμενος στις προτάσεις του επί της αγωγής). Επίσης, οι όποιες σχέσεις της εφεσίβλητης-ενάγουσας και του εκκαλούντος-εναγομένου με τρίτα άτομα δημιουργήθηκαν μετά την οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης και δεν αποτέλεσαν την αιτία αυτής. Συνεπώς, η εφεσίβλητη-ενάγουσα απέχει από την έγγαμη συμβίωση από εύλογη αιτία και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε ότι η ενάγουσα διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, δεν έσφαλε, γι’ αυτό και είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο σχετικός αντίθετος λόγος της εφέσεως. Ενόψει αυτών η ενάγουσα δικαιούται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, να αξιώσει από τον εναγόμενο σύζυγό της χρηματική διατροφή κατά μήνα προκαταβαλλόμενη και προσδιοριζόμενη σύμφωνα με τις ανάγκες της, όπως είχαν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, αφού συνεκτιμηθούν και οι διαφοροποιήσεις από τη χωριστή διαβίωσή της, υπό την προϋπόθεση ότι από τις εκατέρωθεν οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων και το συσχετισμό των οφειλομένων εκατέρωθεν συμβολών προκύπτει διαφορά υπέρ της ίδιας. Η αγωγή ως προς το αίτημα της διατροφής της συζύγου, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, είναι ικανοποιητικά ορισμένη και δεν ήταν απαραίτητο, κατά τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, να αναφέρεται και η δυνατότητα της ενάγουσας να ασκήσει κάποιο επάγγελμα, αφού οι οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων που προσδιορίζουν την αναλογία της συνεισφοράς καθενός απ' αυτούς στη διατροφή αυτή δεν αποτελούν στοιχείο της αγωγής, αλλ' ενδέχεται να αποτελέσουν τη βάση σχετικής ενστάσεως του εναγομένου. Μετά την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, η εφεσίβλητη-ενάγουσα, περί τον Ιανουάριο του έτους 2011, κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσε - μεταξύ άλλων αιτημάτων - να της ανατεθεί προσωρινά η επιμέλεια των ανήλικων τέκνων. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 75/2011 απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία ανατέθηκε η προσωρινή επιμέλεια των ανήλικων τέκνων στην εφεσίβλητη-ενάγουσα. Έκτοτε, αμφότερα τα παραπάνω ανήλικα τέκνα των διαδίκων διαμένουν με την μητέρα τους στην οικία που αποτελούσε τη συζυγική στέγη των διαδίκων, μετά και την μετοίκηση του εκκαλούντος-εναγομένου από τη συζυγική στέγη, που διατάχθηκε με την ίδια ως άνω απόφαση.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών-εναγόμενος, Δ.Γ. συμμετέχει σε δύο ομόρρυθμες εμπορικές εταιρείες που έχουν ως αντικείμενο την εκμετάλλευση γερανοφόρων οχημάτων. Συγκεκριμένα συμμετέχει: α) στην εταιρία με την επωνυμία « Δ & Γ. Γ.», στην κατοχή της οποίας και ανήκουν έξι οχήματα έργων (βλ. υπ’ αριθμ. πρωτ. .. έγγραφο της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων και β) στην εταιρία με την επωνυμία «Γ. & Σια», επιχειρήσεις οι οποίες, όπως ομολογεί εμμέσως πλην σαφώς ο εκκαλών-εναγόμενος, είναι κερδοφόρες και έχουν μεγάλες οικονομικές δυνατότητες, αλλά τα τελευταία χρόνια τα έσοδά του έχουν μειωθεί εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης. Επιπροσθέτως, ο εκκαλών-εναγόμενος τα τελευταία δύο έτη ασχολείται και με το εμπόριο καυσόξυλων, μεταφέροντας κυρίως από το εξωτερικό, με τα μηχανήματα που διαθέτει, καυσόξυλα, τα οποία και μεταπωλεί στην συνέχεια αναλαμβάνοντας μάλιστα ο ίδιος με τα μηχανήματα που διαθέτει την κατ’ οίκον μεταφορά και τοποθέτηση αυτών. Από τη συμμετοχή του σε αμφότερες τις παραπάνω οικονομικά εύρωστες ομόρρυθμες εμπορικές εταιρείες και από το εμπόριο καυσόξυλων, ο εκκαλών-εναγόμενος αποκερδαίνει μηνιαίως τουλάχιστον το καθαρό ποσό των 4.000 ευρώ. Ακόμα αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών-εναγόμενος, έχει στην κυριότητα του τα κάτωθι ακίνητα: 1) το εξ αδιαιρέτου ενός αγρού, συνολικής έκτασης 31.256 τ.μ., που βρίσκεται στο Μ. Κ., 2) ένα ακίνητο ( οικόπεδο), έκτασης 293,75 τ.μ., μετά της επ' αυτού οικίας στην Κ., 3) το υπό στοιχ. Κ10 κατάστημα, εμβαδού 108,39 τ.μ., στη θέση Κ. Π. Κ., 4) το 1/4 εξ αδιαιρέτου ενός αγρού, έκτασης 25.000 τ.μ. και 5) εξ ημίσεως με τον πατέρα αυτού, τα 795,30/1000 ενός αγρού στη θέση Π. Α. Θ., μετά του επ' αυτού ποιμνιοστασίου (βλ. το υπ' αριθμ. …/2010 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και το πιστοποιητικό ακίνητης περιουσίας της Υποθηκοφύλακα Κ.). Η ανωτέρω ακίνητη περιουσία του εκκαλούντος-εναγομένου δεν είναι προσοδοφόρα, μη επιβαλλόμενης της ενδεχόμενης εκποίησής της για την ικανοποίηση των επίδικων αξιώσεων διατροφής, λόγω του ύψους των λοιπών εισοδημάτων του και για να μην αποστερηθεί την ακίνητη περιουσία του, εξάλλου δεν προβάλλεται τέτοιος ισχυρισμός από την εφεσίβλητη-ενάγουσα. ’λλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή δεν αποδεικνύεται ότι έχει ο τελευταίος, ο οποίος και δεν βαρύνεται κατά νόμο με τη διατροφή τρίτων προσώπων, πλην των ανηλίκων τέκνων του, τα δε ΙΧΕ αυτοκίνητα της οικογένειας, ενόψει του ότι αποτελούν αναγκαία μέσα μεταφοράς, δεν είναι δυνατό να εκληφθούν ως δείγμα ευμάρειας και οικονομικής ανέσεως και δεν υπολογίζονται στα εισοδήματα με βάση την αγοραία αξία τους. Διαμένει, μετά και την μετοίκησή του από τη συζυγική οικία, σε διαμέρισμα που μισθώνει στην πόλη της Κ., για το οποίο καταβάλει μίσθωμα 250 ευρώ μηνιαίως, ενώ επιβαρύνεται και με τις δαπάνες θέρμανσης, φωτισμού και κοινοχρήστων. Επιπλέον ο εκκαλών-εναγόμενος καταβάλλει το μήνα για μηνιαίες δόσεις αποπληρωμής δανείου, που έχει λάβει από την Τράπεζα το ποσό των 1200 ευρώ περίπου, ποσό που δεν αφαιρείται από τις οικονομικές του δυνάμεις, αλλά απλώς συνεκτιμάται ως βιοτική του ανάγκη(ΑΠ 680/2010,ΑΠ 1388/2009,ΑΠ 471/2005 ΤΝΠ Νόμος). Εξ άλλου, η εφεσίβλητη-ενάγουσα, κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου της, διέθετε άδεια άσκησης του επαγγέλματος της κομμώτριας (ως άλλωστε δηλώθηκε το επάγγελμά της και στην ληξιαρχική πράξη γάμου), ωστόσο, κατ απαίτηση του εκκαλούντος-εναγομένου-συζύγου της και προκειμένου να αφοσιωθεί στην οικογένειά της, κατά την διάρκεια του γάμου της δεν ασχολήθηκε ποτέ με την κομμωτική (βλ. κατάθεση μάρτυρός της στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου). Η τυχόν δε ενασχόλησή της με την τέχνη της κομμωτικής, όλως ευκαιριακά και με άτομα του συγγενικού ή φιλικού περιβάλλοντος της, δεν μπορεί να προσδώσει συστηματική ενασχόληση με την κομμωτική τέχνη και πορισμό εισοδήματος από αυτή. Τα όσα κατέθεσε ο μάρτυρας του εκκαλούντος-εναγομένου, περί διαμόρφωσης του ισογείου χώρου της συζυγικής οικίας σε κομμωτήριο, δεν επιβεβαιώνονται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα, τουλάχιστον μετά και την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσή της με τον εκκαλούντα-εναγόμενο, απασχολείται στο κατάστημα - καθαριστήριο, που διατηρούν οι γονείς της στην πόλη της Κ., παρέχοντας εκεί εργασία, η σε χρήμα αποτίμηση της οποίας δεν υπολείπεται του ποσού των 700 ευρώ μηνιαίως. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας των τέκνων και δη της φοίτησης αυτών κατά τις πρωινές ώρες της ημέρας στο σχολείο και συγκεκριμένα της Μ. στο Γυμνάσιο, της δε Ε. στο Δημοτικό, σε συνδυασμό και με το νεαρό της ηλικίας της εφεσίβλητης-ενάγουσας, της άριστης κατάστασης της υγείας της και του ελεύθερου χρόνου που διαθέτει, η τελευταία είναι σε θέση πλέον να εργαστεί αποκομίζοντας κάποιο σταθερό μηνιαίο εισόδημα. Δεν προέκυψε, ότι η ενάγουσα κατέχει και την τέχνη της κοπτικής - ραπτικής, πολύ δε περισσότερο ότι αποκομίζει κάποιο σταθερό εισόδημα από αυτήν. Διαμένει με τα ανήλικα τέκνα, εντός της οικίας που αποτελούσε την οικογενειακή στέγη και ως εκ τούτου δεν βαρύνεται με την καταβολή ενοικίου, παρά μόνο με τις λειτουργικές δαπάνες της οικίας (θέρμανσης, φωτισμού). Εισοδήματα από άλλη πηγή ή άλλη περιουσία δεν αποδεικνύεται ότι έχει η ως άνω εφεσίβλητη-ενάγουσα.

Περαιτέρω, τα ανήλικα τέκνα δεν έχουν περιουσία και εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, λόγω δε της ανηλικότητάς τους και των αναγκών εκπαίδευσής τους δεν μπορούν να ασκήσουν βιοποριστική εργασία. Σημειώνεται ότι η έλλειψη εισοδημάτων και αδυναμία αυτοδιατροφής των ανηλίκων, στοιχείο απαραίτητο για το ορισμένο της αγωγής διατροφής, ναι μεν δεν διατυπώνεται ρητά στην αγωγή, πλην όμως προκύπτει από το σύνολο του περιεχομένου του αγωγικού δικογράφου. Η ανήλικη Ευαγγελία, είναι μαθήτρια της έκτης τάξης του δημοσίου Δημοτικού Σχολείου, ενώ η Μ., παρακολουθεί μαθήματα της δεύτερης τάξης του δημόσιου Γυμνασίου. Παράλληλα και τα δύο τέκνα παρακολουθούν μαθήματα ξένης γλώσσας σε ιδιωτικό φροντιστήριο, με ετήσια δίδακτρα 1.020 ευρώ για την Ε. και 1.055 Ευρώ για την Μ., δηλαδή 85 ευρώ και 87 ευρώ το μήνα αντιστοίχως (βλ. τις δύο βεβαιώσεις του Α.Τ. και τις υπ' αριθμ. .. αποδείξεις παροχής υπηρεσιών του Κέντρου ξένων Γλωσσών, που προσκομίζονται από την καθής). Επίσης τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων παρακολουθούν μαθήματα κολύμβησης στον Κολυμβητικό Σύλλογο Κ. με μηνιαία δίδακτρα 25 Ευρώ για το καθένα (βλ. τις από 21-11-2013 βεβαιώσεις του προέδρου του Κ.Ο.Κ., Ε.Τ.). Επιπροσθέτως τα ανήλικα παρακολουθούν μαθήματα χορού σε ιδιωτική σχολή, με μηνιαία δίδακτρα και για τα δύο, το ποσό των 30 ευρώ (βλ. την από 21-11-2013 βεβαίωση της Χ.Μ.). Επίσης, η Μ. Γ., εξασκείται και στον στίβο, καταβάλλοντας ετησίως συνδρομή ποσού 70 ευρώ (βλ. το υπ’ αριθμ. …/2013 γραμμάτιο είσπραξης). Τέλος και τα δύο ανήλικα είναι εγγεγραμμένα στην σχολή της Δημοτικής φιλαρμονικής, δεν αποδεικνύεται, όμως, ότι καταβάλλουν κάποιο ποσό, ως δίδακτρα, αλλά για την εκπαίδευση της Ε.Γ.. και την εξάσκηση της σε ειδικό μάθημα, απαιτείται η αγορά σαξόφωνου, κόστους περί τα 2.000 ευρώ, (βλ. προσφορά του μουσικού οίκου «Η.»), δαπάνη μη περιοδικά επαναλαμβανόμενη, που όμως θα συνυπολογιστεί στις συνολικές ανάγκες της εν λόγω ανήλικης. Τα ανήλικα τέκνα διαμένουν, όπως προαναφέρθηκε, μαζί με τη μητέρα τους στην ιδιόκτητη οικία του πατέρα τους και επομένως δεν βαρύνονται με δαπάνες στέγασης. Η μητέρα τους καλύπτει και τις συναφείς δαπάνες θέρμανσης, ύδρευσης, ηλεκτροφωτισμού και παρέχει σ’ αυτά τις προσωπικές υπηρεσίες της για την περιποίηση και φροντίδα τους. Οι ανάγκες ιατρικής περίθαλψής των ανηλίκων, καλύπτονται από τον ασφαλιστικό φορέα (Ο.Α.Ε.Ε.) του πατέρα τους. Σημειωτέον, ότι δεν αποδεικνύονται κάποιες ιδιαίτερες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης των ανηλίκων, οι όποιες δε επισκέψεις αυτών σε ιδιώτη ιατρό (οφθαλμίατρο και παιδίατρο, βλ. σχετικές αποδείξεις που προσκομίζονται από την εφεσίβλητη), δεν αποδεικνύεται ότι αποτελούν δαπάνες για κάποιο λόγο περιοδικά επαναλαμβανόμενες. Οι λοιπές ανάγκες συντήρησής τους δηλαδή για τροφή, ένδυση, ψυχαγωγία, αγορά λοιπών σχολικών ειδών και παραθερισμό, είναι οι συνήθεις που απαιτούνται για ανήλικα τέκνα της ιδίας με αυτά ηλικίας. Τις ανάγκες τους αυτές δεν μπορούν να τις καλύψουν με δικές τους δυνάμεις και επομένως έχουν αυτά δικαίωμα διατροφής σε χρήμα, κατά μήνα προκαταβαλλομένης, έναντι των γονέων τους, οι οποίοι ενέχονται ανάλογα με τις οικονομικές του δυνάμεις, για το επίδικο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τα άρθρα 1486 παρ.2 και 1489 παρ.2 ΑΚ. Με βάση τα ανωτέρω, λαμβανομένων υπόψη των εισοδημάτων και των δύο γονέων και των συνολικών διατροφικών αναγκών των ανηλίκων τέκνων τους, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής τους, με συνεκτίμηση και των συνθηκών ζωής και των δυνάμεων των γονέων τους, από τις οποίες αυτές συμπροσδιορίζονται, η απαιτούμενη ανάλογη διατροφή, τόσο για την Ευαγγελία όσο και για την Μ., αποδεικνύεται ότι ανέρχεται στο ποσό των 750 ευρώ για κάθε μία από τις ανήλικες, στο οποίο (ποσό) συνυπολογίζεται και η δαπάνη ηλεκτροφωτισμού, ύδρευσης, θέρμανσης, ΟΤΕ και η παροχή της προσωπικής εργασίας και των φροντίδων της μητέρας τους. Με το ποσό αυτό προκύπτει μπορούν να καλυφθούν όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση την ανατροφή και την εκπαίδευσή τους, ώστε να εξασφαλισθεί επίπεδο διαβίωσής τους ανταποκρινόμενο προς το επίπεδο που αρμόζει στην ηλικία τους, στις συνθήκες υπό τις οποίες έζησαν πριν από το χωρισμό των γονέων τους και προς το επίπεδο ζωής αυτών μετά από αυτόν. Περαιτέρω, ο εκκαλών-εναγόμενος, ενόψει του ότι με την αγωγή διώκεται η συμμετοχή αυτού στην ανάλογη διατροφή αυτών, βαρύνεται με μέρος της συνολικής διατροφής που απαιτείται γι’ αυτά, ποσού 500 ευρώ για κάθε ένα από τα ανήλικα τέκνα. Κατά το υπόλοιπο ποσό των 250 ευρώ μηνιαίως, που απαιτείται προς συμπλήρωση της ανάλογης διατροφής καθενός των τέκνων αντίστοιχα, πρέπει να συμμετέχει και η μητέρα τους με την προσφορά της προσωπικής της εργασίας και τα εισοδήματά της από την περιουσία της, ενώ συνυπολογίζεται και η χωρίς αντάλλαγμα παραχώρηση της συζυγικής στέγης, όπως θα αναφερθεί παρακάτω.

Περαιτέρω, η εφεσίβλητη-ενάγουσα, ενόψει του ότι διέκοψε την έγγαμη συμβίωση από εύλογη αιτία, δικαιούται να αξιώσει από τον εκκαλούντα-εναγόμενο διατροφή. Ειδικότερα, με βάση τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων, όπως αυτές καθορίζονται από τα εισοδήματα και την περιουσία τους προσοδοφόρα ή απρόσοδη, καθώς και από τις πρόσθετες υποχρεώσεις τους (του καταβαλλομένου κατά μήνα μισθώματος για κατοικία από τον εκκαλούντα-εναγόμενο), σε συσχετισμό των δυνάμεων του καθενός προς το άθροισμα των δυνάμεων και των δύο και με βάση τις διατροφικές ανάγκες της εφεσίβλητης-ενάγουσας, όπως αυτές διαμορφώθηκαν κατά την διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, ενώ συνυπολογίζεται και η χωρίς αντάλλαγμα παραχώρηση της συζυγικής στέγης, συνεκτιμωμένων και των νέων συνθηκών και αναγκών της εφεσίβλητης-ενάγουσας, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την διάσπαση της συμβίωσης και την χωριστή συγκατοίκηση, αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα δικαιούται να αξιώσει από τον εκκαλούντα-εναγόμενο διατροφή σε χρήμα ανερχόμενη στο ποσό των 300 το μήνα. Σημειώνεται ότι ο εκκαλών-εναγόμενος στα πλαίσια της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων ομολόγησε ότι συνεισέφερε συνολικά σε μετρητά το ποσό των 1.200+125=1.325 ευρώ μηνιαίως. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι η οικογένεια των διαδίκων διέμενε, μέχρι και την οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, σε διαμέρισμα του πρώτου ορόφου που βρίσκεται σε ιδιόκτητη του εναγομένου διώροφη οικία, που αποτελείται από δύο διαμερίσματα και συγκεκριμένα από γκαρσονιέρα του ισογείου ορόφου και από διαμέρισμα του πρώτου ορόφου αποτελούμενο από τρία υπνοδωμάτια, ενιαίο χώρο υποδοχής και μπάνιο (βλ. καταθέσεις μαρτύρων). Συνεπώς η οικογενειακή στέγη είναι το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου και όχι και η γκαρσονιέρα του ισογείου. Μετά τη ρήξη στις σχέσεις του ζεύγους, η εφεσίβλητη-ενάγουσα σύζυγος προσέφυγε με αίτησή της, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας, το οποίο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διέταξε, με την υπ' αριθμ.75/2011 απόφασή του, την εκ της συζυγικής κατοικίας μετοίκηση του εκκαλούντος-εναγομένου συζύγου που βρίσκεται στον πρώτο όροφο (βλ. απόφαση - α΄όροφος), στην οποία και διαμένει έκτοτε η ενάγουσα μαζί με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων. Ενόψει της μη ύπαρξης ιδιόκτητης οικίας της εφεσίβλητης-ενάγουσας, στην οποία μπορούν να στεγαστούν η ίδια και τα ανήλικα τέκνα, του γεγονότος ότι η συζυγική οικία χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια προς στέγαση της οικογένειας και ότι και μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης διέμεναν και διαμένουν στη συζυγική οικία η εφεσίβλητη-ενάγουσα και τα ανήλικα τέκνα και τέλος, του συμφέροντος των ανηλίκων, συνισταμένου στο ότι η τυχόν μεταστέγασή τους σε άλλη οικία και η αλλαγή του οικείου, πλέον σ' αυτά περιβάλλοντος της πατρικής οικίας, θα επιδράσει δυσμενώς στη ψυχοσωματική τους ανάπτυξη, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι λόγοι επιείκειας επιβάλλουν την παραχώρηση στην εφεσίβλητη-ενάγουσα και στα ανήλικα της αποκλειστικής χρήσης ολόκληρης της προαναφερθείσας οικογενειακής στέγης, χωρίς την καταβολή κάποιου ανταλλάγματος στον εκκαλούντα-εναγόμενο, δεδομένης και της οικονομικής κατάστασης της ενάγουσας και των ανηλίκων τέκνων, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος του τελευταίου (εναγομένου), περί καταβολής σε αυτόν ανταλλάγματος ίσου με την μισθωτική αξία του πρώτου ορόφου (δεκτού γενομένου ως προς το επικουρικό σκέλος του αιτήματος αυτού, ήτοι της συνεκτίμησης της χωρίς αντάλλαγμα παραχώρησης της οικογενειακής στέγης στον υπολογισμό της διατροφής, κατά τα ανωτέρω αναγραφόμενα), όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Σημειώνεται ότι στην αγωγή, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών-εναγόμενος με την έφεσή του, υπάρχει αίτημα για παραχώρηση της συζυγικής στέγης στην εφεσίβλητη-ενάγουσα, το οποίο διατυπώνεται ως αίτημα μετοίκησης του εκκαλούντος-εναγομένου από την συζυγική οικία, διότι η συγκατοίκησή τους είναι αδύνατη. Με την εκκαλουμένη απόφαση καθορίστηκε η υποχρέωση διατροφής του εκκαλούντος-εναγομένου πατέρα των ανηλίκων στο ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως για κάθε ένα από τα ανήλικα τέκνα και στο ποσό των 350 ευρώ μηνιαίως για την εφεσίβλητη-ενάγουσα σύζυγο ως συμμετοχή στα μεγαλύτερα εισοδήματα του εκκαλούντος συζύγου της. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι το σύνολο της απαιτούμενης ανάλογης διατροφής της ενάγουσας ατομικά και των ανηλίκων τέκνων, ανέρχεται μηνιαίως στο ποσό των 350 ευρώ για την ενάγουσα ατομικά και στο ποσό των 600 ευρώ για κάθε ανήλικο τέκνο και ότι η παραχώρηση της συζυγικής στέγης στην ενάγουσα αφορά όχι μόνον στο διαμέρισμα του α΄ ορόφου (το οποίο αποτελούσε αντικείμενο της δίκης), αλλά και στο διαμέρισμα του ισογείου και υποχρέωσε τον εναγόμενο ήδη εκκαλούντα να καταβάλει στην ενάγουσα, συνολικά το ποσό των 1.550 ευρώ το μήνα, κατά το χρονικό διάστημα της τριετίας από την επίδοση της αγωγής, κατά μερική παραδοχή της ενστάσεως συνεισφοράς που προέβαλε αυτός (εκκαλών-εναγόμενος) στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως αρνητικό ισχυρισμό και επαναφέρει με τον αντίστοιχο λόγο της εφέσεώς του, δεν εφάρμοσε ορθά τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, γι’ αυτό πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός κατ’ ουσίαν ο σχετικός λόγος της εφέσεως, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς τις εκκληθείσες διατάξεις της και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και εκδικασθεί η αγωγή, να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσία, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει, κατά το χρονικό διάστημα από την επίδοση αγωγής και μέχρι 31-12-2013, όπως ζήτησε η ενάγουσα (κατ’ εκτίμηση του αιτήματός της) και όχι για το διάστημα μίας τριετίας από την επίδοση της αγωγής (αντί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, όπως θα έπρεπε, αλλά δεν ασκεί έφεση η ενάγουσα και η εν λόγω διάταξη είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα-εναγόμενο) ως χρηματική διατροφή της ίδιας και των ανηλίκων τέκνων του το ποσό των 300 ευρώ για την ίδια και στο ποσό των 500 ευρώ για κάθε ένα από τα ανήλικα τέκνα, με τους νόμιμους τόκους από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσεως έως την εξόφλησή της. Επίσης πρέπει να παραχωρηθεί στην ενάγουσα η χρήση της συζυγικής στέγης, ήτοι του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, κατά το διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της συγγενικής τους σχέσης (ΚΠολΔ άρθρα 179, 183), καθώς ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Πρόεδρος:Βαρβάρα Πάπαρη
Δικηγόροι:Αγαθή Παράσογλου, Κων. Αδάμος

Σχόλια