ΓνδτΕισΑΠ 1/2005 Διοικητικά έγγραφα - Ευλογο ενδιαφέρον - Ιδιωτικά έγγραφα - Ειδικό έννομο συμφέρον - Δικαίωμα λήψης γνώσης ιδιωτικών εγγράφων -.

Δικαίωμα ενδιαφερομένου που έχει «εύλογο ενδιαφέρον» να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων και έννοια των τελευταίων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται και εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν ή λήφθηκαν υπόψη για τη διαμόρφωση γνώμης ή κρίσης διοικητικού οργάνου ή για τον καθορισμό της διοικητικής δράσης. Προϋποθέσεις άσκησης δικαιώματος λήψεως γνώσης των ιδιωτικών εγγράφων, εφόσον υπάρχει «ειδικό έννομο συμφέρον». Η σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου να λάβει γνώση εγγράφων πρέπει να είναι σαφής και ορισμένη, δηλαδή να προσδιορίζεται το «εύλογο ενδιαφέρον» ή το «ειδικό έννομο συμφέρον» και να είναι δυνατόν να προσδιοριστούν τα αιτούμενα έγγραφα. Αν όμως η αίτησή του είναι αόριστη, πρέπει να ενημερώνεται από την υπηρεσία και να τίθενται υπόψη του οι σχετικοί φάκελοι από τους οποίους θα επιλέξει να μελετήσει ή να λάβει αντίγραφα των εγγράφων που τον ενδιαφέρουν. Σε περίπτωση άρνησης της υπηρεσίας δικαιούται να προσφύγει στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος δικαιούται να παραγγείλει τις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους στον έχοντα δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εφόσον δεν πρόκειται για απόρρητα αναγνωρισμένα από το νόμο. Αν η εισαγγελική παραγγελία είναι αιτιολογημένη, η δημόσια διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί, άλλως είναι ενδεχόμενο να αναζητηθούν ευθύνες για απείθεια ή παράβαση καθήκοντος. Οι εισαγγελικές παραγγελίες είναι δεσμευτικές ακόμη και αν  στα ζητούμενα έγγραφα περιλαμβάνονται ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Ο δε χαρακτηρισμός ενός εγγράφου ως «εμπιστευτικού» δεν αρκεί για να καταστήσει την αίτηση του ενδιαφερομένου μη νόμιμη, εφόσον δεν προστατεύεται απόρρητο νομοθετημένο.

KEIMENO

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ
ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
                                                Αθήνα 26-1-2005
                                                ΑριθΠρωτ. 3946/04/Γνωμ.1

                          Προς
        Τον κ. Πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας


   Σχετ. Το με αριθμό 14521/30-11-2004 ;έγγραφό του.

   Επί των ερωτημάτων που έχετε θέσει με το παραπάνω έγγραφό σας, σας γνωρίζω τα εξής:

   Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, συνίσταται στη διατύπωση της γνώμης του γενικώς και αφηρημένως ως προς την αμφιλεγόμενη έννοια διατάξεων νόμων οιασδήποτε φύσεως που αφορούν ευρύτατες κατηγορίες προσώπων, αφού μόνον τότε πρόκειται περί θέματος που παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον (Βλ. ΓνωμΕισ. Α.Π. 1002/1995 και 2771/1994). Με βάση τη θέση αυτή δεν υπάρχει δυνατότητα να εκφράσουμε δια γνωμοδοτήσεως την άποψη μας επί του 6ου ερωτήματός σας, δεδομένου ότι πρόκειται για μεμονωμένο ζήτημα, που δημιουργήθηκε, μετά την αναφερόμενη στο έγγραφό σας απόφαση της Επιτροπής Ερευνών του Πανεπιστημίου σας και αφορά μόνον το Πανεπιστήμιο σας.
   Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 2690 της 5/9-3-1999, "κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του ανωτέρω Ν. 2690/1999, "όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεσή του, η οποία εκκρεμεί σ' αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές". Το ανωτέρω δικαίωμα, το οποίο ασκείται με μελέτη του εγγράφου στο κατάστημα της υπηρεσίας ή με χορήγηση αντιγράφου, εκτός αν η αναπαραγωγή τούτου μπορεί να βλάψει το πρωτότυπο, δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις, η άσκησή του δε γίνεται με την επιφύλαξη της υπάρξεως τυχόν δικαιωμάτων πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας (άρθρο 5 παρ. 3,4 και 5 Ν. 2690/1999).
   Κατά τη διάταξη εξ άλλου του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφ. β' του Ν. 1756/1988, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών δικαιούται να παραγγέλει τις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου των οργανισμών κοινής ωφελείας και όλων γενικά επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 261 ΚΠΔ, πρόκειται δηλαδή για έγγραφα που αφορούν διπλωματικό ή στρατιωτικό μυστικό που ανάγεται στην ασφάλεια του Κράτους ή μυστικό που σχετίζεται με το λειτούργημα του υποχρέου ή το επάγγελμά του και δηλωθεί τούτο εγγράφως. Στον περιορισμό αυτό δεν υπόκεινται μόνο τα έγγραφα του άρθρου 261 ΚΠΔ, αλλά και τα αναφερόμενα σε άλλους νόμους που απαγορεύουν τη χορήγηση αυτών (βλ. ΓνΕισ. ΑΠ 17/1997, ΓνΝΣΚ 94/2001).
   Από τις διατάξεις αυτές και με τις σ' αυτές αναφερόμενες προϋποθέσεις, προκύπτει ότι κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων, ο νομοθέτης δε καθιέρωσε ως μόνη προϋπόθεση την ύπαρξη "ευλόγου ενδιαφέροντος" πρός τούτο. Περαιτέρω στο άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 2690/99, προσδιορίζεται ρητώς η έννοια των διοικητικών εγγράφων, που είναι "όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες". Ομως ως διοικητικά έγγραφα, κατά την έννοια, αλλά και το σκοπό του νόμου, θα πρέπει να θεωρούνται και εκείνα που δεν προέρχονται μεν από δημόσιες υπηρεσίες, χρησιμοποιήθηκαν, όμως ή λήφθηκαν υπόψη για τον καθορισμό της διοικητικής δράσης ή τη διαμόρφωση γνώμης ή κρίσης διοικητικού οργάνου (βλ. ΓνΕισ. ΑΠ 2/2003, ΓνωμΝΣΚ 243/2000). Η ύπαρξη κάθε φορά του "ευλόγου ενδιαφέροντος", προκειμένου για "διοικητικά έγγραφα, ή "ειδικού εννόμου συμφέροντος" προκειμένου για "ιδιωτικά έγγραφα", πρέπει να προσδιορίζεται στη σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου. Παράλληλα η άσκηση του δικαιώματος αυτού εκ μέρους των πολιτών, δεν είναι νοητό να καταλήξει σε τροχοπέδη συνέχισης της λειτουργίας της αρμόδιας δημόσιας υπηρεσίας. Συνεπώς η σχετική αίτηση θα πρέπει να φέρει κάποια χαρακτηριστικά, που δεν θα την καθιστούν καταχρηστική. Θα πρέπει δηλαδή στη σχετική αίτηση να προσδιορίζονται με σαφήνεια τα έγγραφα, γιατί το αίτημα χορηγήσεως αντιγράφων εκ των αρχείων της δημόσιας υπηρεσίας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί αν είναι αόριστο, αν δηλαδή τα έγγραφα, των οποίων ζητούνται αντίγραφα, δεν προσδιορίζονται ατομικά ή βάσει συγκεκριμένου κριτηρίου ικανού να τα κατατάξει σε ορισμένη κατηγορία ή ομάδα και εκ παραλλήλου οι φάκελλοι εντός των ευρίσκονται ή φυλάσσονται, είναι ογκώδης με πλήθος εγγράφων, πιθανότατα αδιαφόρων για τον αιτούντα, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να βρεθούν από τη Διοίκηση χωρίς πολύωρη αναζήτηση. Στις περιπτώσεις όμως αυτές θα πρέπει να ενημερώνεται ο αιτών περί της αοριστίας της αίτησης και να τίθενται υπόψη του οι σχετικοί φάκελλοι από τους οποίους αυτός θα επιλέξει να μελετήσει ή να λάβει αντίγραφα των εγγράφων που τον ενδιαφέρουν (βλ. ΓνΝΣΚ 621/2002, 324/2002, 140/2001 και 49/2001), εφ' όσον βεβαίως σ' αυτούς δεν περιλαμβάνονται και έγγραφα, των οποίων δεν επιτρέπεται να λάβει γνώση οποιοσδήποτε τρίτος. Τόσον η ύπαρξη του "ευλόγου ενδιαφέροντος" ή του "ειδικού εννόμου συμφέροντος" και το ορισμένο ή ασαφές ή καταχρηστικό της σχετικής αίτησης, θα κρίνεται κάθε φορά από τον αρμόδιο υπεύθυνο κάθε δημόσιας υπηρεσίας. Σε περίπτωση άρνησης χορήγησης των αντιγράφων, ο αιτών έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, προκειμένου ο τελευταίος να ασκήσει το εκ του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. β' του Ν. 1756/1988 δικαίωμα. Η σχετική παραγγελία του Εισαγγελέα, έχει τον χαρακτήρα δικαστικής διάταξης και ως εκ τούτου πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να μην αποτελεί απλό διαβιβαστικό της σχετικής αίτησης, χωρίς την ρητή έκφραση γνώμης του συντάκτη της (βλ. Εγκύκλιο Εισ ΑΠ 5/1998, ΓνωμΝΣΚ 94/2001). Εάν η Εισαγγελική παραγγελία αυτά τα χαρακτηριστικά, η δημόσια διοίκηση υποχρεούται να συμμορφωθεί, σε περίπτωση δε τυχόν άρνησης είναι ενδεχόμενον να αναζητηθούν ποινικές ευθύνες για απείθεια (άρθρ. 169 ΠΚ) ή παράβαση καθήκοντος (άρθρο 259ΠΚ).
   Τέλος έχει γίνει δεκτό ότι οι Εισαγγελικές παραγγελίες είναι δεσμευτικές για την υπηρεσία για τη χορήγηση αντιγράφων, έστω και αν στα τελευταία περιλαμβάνονται ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του Ν. 2472/1997, δεδομένου ότι κατά την προαναφερθείσα παράγραφο 3 του άρθρου 5 Ν. 2690/1999, το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα παύει να υφίσταται και στην περίπτωση, κατά την οποία παραβλάπτεται απόρρητο, τιθέμενο υπό ειδικών διατάξεων, όπως π.χ. το φορολογικό απόρρητο (άρθρ. 85 Ν. 2238/1994), ενώ τέτοιο απόρρητο δεν φαίνεται να τίθεται από τις διατάξεις του Ν. 2472/1997. 'Αλλωστε ο Ν. 2690/1999 είναι μεταγενέστερος του Ν. 2472/1997 και επομένως αν ο νομοθέτης ήθελε να θεσπίσει απόρρητος προς την πρόσβαση στα έγγραφα, αμέσως συνδεόμενο με το αντικείμενο του Ν. 2472/1997, θα το ώριζε ρητώς κατά τη θέσπιση του Ν. 2690/1999 (βλ. ΓνΝΣΚ94/2001).
   Μετά τα παραπάνω και σε σχέση με τα ειδικότερα ερωτήματά σας, οι απαντήσεις είναι πρόδηλες.
   Προκειμένου για "δημόσια έγγραφα", αρκεί η επίκληση και ύπαρξη "ευλόγου ενδιαφέροντος", για τα "ιδιωτικά έγγραφα" απαιτείται η επίκληση και ύπαρξη "ειδικού εννόμου συμφέροντος". Και στη μια και στην άλλη περίπτωση το ζήτημα θα κριθεί από τον υπεύθυνο και στη συγκεκριμένη περίπτωση από σας και τελικώς από τον αρμόδιο κατά τόπο Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Η σχετική αίτηση πρέπει να είναι σαφής και ορισμένη, να προσδιορίζει δηλαδή όχι μόνον το "εύλογο ενδιαφέρον" ή το "ειδικό έννομο συμφέρον", αλλά και τα συγκεκριμένα έγγραφα, αντίγραφα των οποίων ζητούνται. Ο χαρακτηρισμός ενός εγγράφου ως "εμπιστευτικού", αν δεν συντρέχει άλλη περίπτωση που καθιστά μη νόμιμη την αίτηση για πρόσβαση τρίτου σ' αυτό, δεν αρκεί για την μη ικανοποίηση του αιτήματος για τη χορήγηση αντιγράφου που, ενώ σε σχέση με τα αναφερόμενα στο 3ο ερώτημα έγγραφα, θα πρέπει κάθε φορά να αξιολογείται αν σ' αυτά υπάρχουν στοιχεία που προστατεύονται από διατάξεις που καθιερώνουν απόρρητο, όπως π.χ. φορολογικά στοιχεία ή έγγραφα που ενσωματώνουν δικαιώματα πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας, ή αφορούν την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου.
πηγή : dsanet

Σχόλια