Μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail). Αποδεικτική ισχύς αυτού. Προϋποθέσεις με τις οποίες το μήνυμα αυτό εξομοιώνεται με ιδιωτικό έγγραφο. Εκτύπωση μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Αποδεικτική ισχύς αυτού.


Για να γίνει κατανοητό ποια η αποδεικτική ισχύ του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, του γνωστού μας e-mail, επέλεξα δύο αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων. Οι αποφάσεις αυτές αναλύουν τι ισχύει στο ελληνικό δίκαιο για τα μηνύματα ηλεκτρονικών ταχυδρομείων και πως αυτά υπάγονται  στους κανόνες των άρθρων 443 και 444 ΚΠολΔ  ήτοι  στην έννοια των ιδιωτικών εγγράφων.Η πρώτη απόφαση είναι η ΔΠλΜΠρΑθ 1932/2011 την οποία και παραθέτω αυτούσια εδώ, η δεύτερη είναι η 5845/2013 ΕΙΡΑΘ για την οποία  θα παραθέσω την περίληψή της αλλά και τον σύνδεσμο όπου μπορείτε να την διαβάσετε αναλυτικά. 

*το άρθρο αυτό θα ανανεώνεται με καινούργιες αποφάσεις*

5845/2013 ΕΙΡ ΑΘ : Περίληψη 
(ΔΕΕ 2013/985) Έκδοση διαταγής πληρωμής για απαίτηση από ηλεκτρονικό μήνυμα (e mail) αναγνώρισης χρέους. Ηλεκτρονικό έγγραφο. Έννοια. Κρίσιμο στοιχείο για την υπαγωγή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στους κανόνες των άρθ. 443 και 444 ΚΠολΔ. Ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό από τον ίδιο τον χρήστη και η δήλωσή της σε κάθε αποστελλόμενο ηλεκτρονικό μήνυμα συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του και η μηχανική του απεικόνιση σε έντυπο εμπίπτει στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου με αποδεικτική δύναμη εις βάρος του εκδότη του. Στις συμβάσεις οι οποίες καταρτίζονται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και στις οποίες εφαρμόζεται το ελληνικό δίκαιο η απόδειξη της δηλώσεως βουλήσεως των συμβαλλομένων είναι δυνατόν να συντελεσθεί μέσω επικυρωμένων από πληρεξούσιο δικηγόρο αντιγράφων των περιεχόμενων στο σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή, μηνυμάτων των συμβαλλομένων. Συμφωνητικά μεταξύ των επιτιδευματιών ή τρίτων. Η παράλειψη της υποχρέωσης προς θεώρηση των συμφωνητικών αυτών στην αρμόδια ΔΟΥ δεν θίγει το κύρος αυτών μεταξύ των συμβαλλομένων αλλά μόνο έναντι της φορολογικής αρχής. Το δικαστήριο δέχεται την αίτηση.
σύνδεσμος πηγής : ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

ΔΠλΜΠρΑθ 1932/2011


Δικαστή: Φ. Bόσσos, Πρωτοδίκης Δικηγόροι: Α. Koύρτης

Ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο των εγγραφών δεδομένων στον μαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, οι οποίες, αφού γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, αποτυπώνονται με βάση τις εντολές του προγράμματος κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο είτε στην οθόνη του μηχανήματος είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή του. Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν συγκεντρώνει μεν τα στοιχεία του παραδοσιακού εγγράφου κατά τον ΚΠολΔ, λόγω κυρίως της έλλειψης του στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωση του σε υλικό που παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά δεν αποτελεί αντικείμενο αυτοψίας, όπως κατά μία άποψη υποστηρίζεται, αλλά πρόκειται για μια ενδιάμεση μορφή, την οποία ο νομοθέτης ορθώς εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά έγγραφα, ενόψει της εγγύτητας προς αυτά (βλ. Κουσούλη, Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, 1992,138/142).

 Σύμφωνα με τα διδάγματα τη κοινής πείρας, για τη λειτουργία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) ως μέσου επικοινωνίας στο διαδίκτυο απαιτείται -εκτός της σύνδεσης με κάποιον διαμετακομιστή, ο οποίος παρέχει την υπηρεσία αυτή μέσω ειδικού λογισμικού που έχει εγκαταστήσει μόνιμα ο χρήστης στον υπολογιστή του- η χρήση ενός ειδικού κωδικού, βάσει του οποίου αναγνωρίζεται ο χρήστης στο σύστημα είτε ως αποστολέας είτε ως λήπτης ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Ο κωδικός αυτός αποτελεί την ηλεκτρονική διεύθυνση (e- mail) του χρήστη, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται κατά πρωτότυπο τρόπο από τον ίδιο με τη χρήση χαρακτήρων της επιλογής του, οι οποίοι συνδυάζονται με το σύμβολο, και με χαρακτήρες που θέτει ο διαμετακομιστής, κατά τέτοιον τρόπο ώστε ο συγκεκριμένος συνδυασμός χαρακτήρων να αφορά μόνον στον χρήστη που τον έχει ορίσει, χωρίς να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί νόμιμα από άλλον. 

Η απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα πάνω στο μήνυμα καθιστά αυτόν απολύτως συγκεκριμένο για τον παραλήπτη, με συνέπεια να μην είναι δυνατόν να επέλθει σύγχυση του με άλλον χρήστη του ίδιου συστήματος, ενώ η ταύτιση του με το περιεχόμενο του μηνύματος είναι άρρηκτη. Κρίσιμο στοιχείο για την υπαγωγή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στους κανόνες των άρθρων 443 και 444 ΚΠολΔ αποτελεί η κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του, διότι αυτό δεν είναι απλά ένα ηλεκτρονικό έγγραφο το οποίο υπάρχει αποθηκευμένο στο λογισμικό ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ή ένα έγγραφο του οποίου η απεικόνιση μεταφέρεται ενσύρματα ή ασύρματα (τηλεομοιοτυπία, τηλετύπημα). 

Η τεχνική αποστολής του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οδηγεί υποχρεωτικά στην ταύτιση μηνύματος και αποστολέα, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην είναι μεταβιβάσιμο το μήνυμα, αν δεν συνοδεύεται από την ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα και βεβαίως δεν έχει και συγκεκριμένο, υπαρκτό παραλήπτη. Αυτό έχει ως λογική συνέπεια ότι, κατά την αποστολή ενός μηνύματος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δήλωση βούλησης του αποστολέα ταυτίζεται με την ηλεκτρονική του διεύθυνση, αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, ώστε να καταστεί δυνατή τεχνικά η παραλαβή της από τον παραλήπτη και φυσικά είναι ήσσονος σημασίας η μορφή ή η διάταξη με την οποία απεικονίζεται μηχανικά στο έντυπο.


Επομένως, ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό από τον ίδιο το χρήστη και η δήλωση της σε κάθε αποστελλόμενο ηλεκτρονικό μήνυμα συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του και, κατ` αναλογία με τα οριζόμενα για το παραδοσιακό έγγραφο του άρθρου 443 ΚΠολΔ, η μηχανική του απεικόνιση σε έντυπο εμπίπτει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 444 περ. 3 ΚΠολΔ, στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου, με αποδεικτική δύναμη σε βάρος του εκδότη του (συνδυασμός των άρθρων 443, 444, 445 ΚΠολΔ), διότι αυτή ακριβώς η μοναδική για κάθε χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που έχει ορισθεί και εφαρμοσθεί από τον ίδιο τον αποστολέα, έχει τον χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής, έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας (βλ. ΔΠλΜΠρΑΘ 1327/2001, ΔΕΕ 2001. 377επ). 

Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξαρτήτως της Θέσης στην οποία εμφανίζεται η ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα σε σχέση με το κείμενο το οποίο συνοδεύει, κατά την εμφάνιση του στην οθόνη του υπολογιστή ή τη μηχανική του απεικόνιση σε χαρτί, και αυτό διότι θα πρέπει να ληφθεί υπ` όψιν ότι η πιστοποίηση του πρώτου προσώπου του αποστολέα και η δέσμευση του με τη δήλωση βούλησης που περιλαμβάνει το μήνυμα προκαλείται από τη συνολική οργάνωση της συγκεκριμένης διαδικασίας, με την έννοια ότι το οποιοδήποτε κείμενο ως ηλεκτρονικό σήμα συνδυάζεται μόνον με τη συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση σε ένα ενιαίο σύνολο, ανεξάρτητα με το με ποιες μορφές μπορεί αυτό να απεικονισθεί με μηχανικό τρόπο και η οποία ουσιωδώς διαφέρει από την παραδοσιακή έννοια του εγγράφου (βλ. ΔΠλΜΠρΑΘ 1327/2001, ΔΕΕ 2001. 377επ).

 Έτσι, το επικυρωμένο κατά τον νόμο αντίγραφο του απο-σταλέντος ηλεκτρονικού μηνύματος, το οποίο περιέχεται στον σκληρό δίσκο του παραλήπτη, αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η περιλαμβανόμενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον εκδότη-αποστολέα του σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθ. 445 του ΚΠολΔ (βλ. ΔΠλΜΠρΑΘ 1327/2001, ΔΕΕ 2001. 377, ΜΠρΑΘ 6302/2004, Αρμ 2005.239επ).

 Βέβαια, η λειτουργία του συστήματος κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα είναι δυνατόν να υποκρύπτει τον κίνδυνο, ότι η αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος έγινε από άλλο πρόσωπο από αυτό στο οποίο ανήκει η συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση, κάνοντας χρήση αυτής (με οποιονδήποτε τρόπο) χωρίς την έγκριση του. Η ελαττωματικότητα αυτή του μηνύματος που εστάλη, ευθέως παραπέμπει στις διατάξεις περί πλαστότητας του ΚΠολΔ (460επ), εγκαθιστώντας αναστροφή του βάρους απόδειξης στον επικαλούμενο αυτήν, για τον λόγο ότι η λειτουργία του συστήματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παρέχει εγγυήσεις για την πιστότητα της και η οποιαδήποτε παθολογία εμφανίζεται δεν προέρχεται από ελάττωμα του συστήματος αλλά από επέμβαση τρίτου σε αυτό, γεγονός το οποίο ανήκει στη σφαίρα επιρροής του φερόμενου ως αποστολέα. Με δεδομένα τα ανωτέρω περιορίζεται ουσιαστικά η ενέργεια της § 4 του άρθρου 457 ΚΠολΔ στο ζήτημα της ταυτότητας μεταξύ περιεχομένου του σκληρού δίσκου του ηλεκτρονικού υπολογιστή και μηχανικής απεικόνισης του (βλ. ΔΠλΜΠρΑΘ 1327/2001, ΔΕΕ 2001. 377επ, ΜΠρΑΘ 6302/2004, Αρμ 2005. 239επ).

Περαιτέρω, άτυπες συμβάσεις, όπως είναι η αναγνώριση χρέους, μπορούν να καταρτισθούν μέσω ηλεκτρονικών εγγράφων και ειδικά μέσω του διαδικτύου με ανταλλαγή δηλώσεων βούλησης μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Με τη μέθοδο αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι συμβάλλονται εγκύρως, ακριβώς διότι δεν αμφισβητείται η ταυτότητα του αποστολέα και το περιεχόμενο της δήλωσης βούλησης του, έτσι όπως αυτή εξασφαλίζεται κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα με την αναφορά στο ηλεκτρονικό μήνυμα της ηλεκτρονικής διεύθυνσης του. Κατόπιν αυτών, στις συμβάσεις που καταρτίζονται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και στις οποίες εφαρμογή έχει το ελληνικό δίκαιο, η απόδειξη της δήλωσης βούλησης των συμβαλλομένων είναι δυνατόν να συντελεσθεί μέσω επικυρωμένων από πληρεξούσιο δικηγόρο αντιγράφων των περιεχομένων στο σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή μηνυμάτων των συμβαλλομένων (βλ. ΔΠλΜΠρΑΘ 1327/2001, ΔΕΕ 2001. 377επ, ΜΠρΑΘ 6302/2004, Αρμ 2005. 239επ).

Εξ άλλου, τέλος χαρτοσήμου επιβάλλεται επί των εγγράφως καταρτιζομένων στην Ελλάδα συναλλαγών και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στην αλλοδαπή συντασσομένων ή εκδιδομένων εγγράφων, όταν τα έγγραφα έχουν αντικείμενο κινητή ή ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στην Ελλάδα ή υποχρεώσεις εκτελεστές σε αυτήν και που συντάχθηκαν όχι ενώπιον ελληνικής αρχής (άρθρο 8 ΚΝΤΧ). Κατά συνέπεια, δεν υπόκεινται, κατά νόμο, σε τέλος χαρτοσήμου αφενός συμβάσεις, επομένως και συμβάσεις πώλησης, που συνάπτονται από ημεδαπή εταιρία, με την ιδιότητα του αγοραστή, στην αλλοδαπή και το τίμημα είναι καταβλητέο στην έδρα του πωλητή στην αλλοδαπή και αφετέρου η αναγνώριση οφειλής που αφορά σε τέτοιες συμβάσεις, αφού οι τελευταίες απαλλάσσονται του χαρτοσήμου, ενώ, επειδή καταχωρούνται στα βιβλία του αγοραστή στην ημεδαπή, εάν υφίστατο θέμα επιβολής χαρτοσήμου, τούτο, κατ` άρθρο 12 ν.δ. 3717/1957, εισπράττεται με την καταχώρηση τους στα βιβλία αυτά (βλ. ΔΠλΜΠρΑΘ 1327/2001, ΔΕΕ 2001. 377επ, ΔΠλΜΠρΑλεξ 46/2002, ΔΕΕ 2002. 1019επ, ΠΠρΛασιθ 124/1995, ΔΕΕ 1995. 1021).


Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 § 16 ν. 1882/1990 (Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής κ.λπ.), συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για οποιαδήποτε συναλλαγή θεωρούνται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από της ημερομηνίας καταρτίσεως και υπογραφής από την αρμόδια ΔΟΥ, άλλως είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα. Περαιτέρω, με το άρθρο 8 § 2 ν. 2386/1996 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην ως άνω παράγραφο, το οποίο ορίζει ότι κατ` εξαίρεση δεν θεωρούνται τα συμφωνητικά του προηγούμενου εδαφίου που καταρτίζονται από επιτηδευματίες ή τρίτους με το Δημόσιο κ.λπ.. Η διάταξη αυτή, στο πλαίσιο των μέτρων που ο προαναφερόμενος νόμος θεσπίζει για την περιστολή της φοροδιαφυγής, ενόψει δε και του υπότίτλου αυτής (διαδικασία υποβολής στοιχείων για τον προσδιορισμό του εισοδήματος των επιτηδευματιών), υποχρεώνει τους επιτηδευματίες, που συναλλάσσονται μεταξύ τους ή με τρίτους, να υποβάλλουν στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία (ΔΟΥ) για θεώρηση τα συμφωνητικά που αφορούν τέτοιες συναλλαγές, προκειμένου τα προερχόμενα από αυτές εισοδήματα, στον προσδιορισμό των οποίων αποβλέπει, να μη διαφεύγουν από την προβλεπόμενη γι` αυτά φορολογία με την κατασκευή εκ των υστέρων ανακριβών φορολογικών στοιχείων και συνακόλουθα να διαπιστώνεται η πραγματική φοροδοτική ικανότητα των επιτηδευματιών και να επιβάλλεται το προσήκον φορολογικό βάρος.

Ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού της, η ανωτέρω διάταξη του άρθ. 8 § 16 ν. 1882/1990 είναι φανερό ότι δεν εφαρμόζεται σε συμφωνητικά μεταξύ επιτηδευματιών ή μεταξύ επιτηδευματιών και τρίτων, όταν από αυτά δεν προκύπτουν εισοδήματα φορολογητέα στην ημεδαπή, ώστε τα συμφωνητικά αυτά να μη χρήζουν θεώρησης από τη ΔΟΥ (βλ. ΔΠλΜΠρΑΘ 1327/2001, ΔΕΕ 2001. 277επ). Αλλωστε, με την ανωτέρω διάταξη του άρθ. 8 § 16 ν. 1882/1990 δεν καθιερώνεται γενικώς το ανίσχυρο κάθε συμφωνητικού, εφόσον τούτο δεν έχει υποβληθεί εμπρόθεσμα προς θεώρηση στην αρμόδια ΔΟΥ, αλλά η δυσμενής αυτή συνέπεια ισχύει μόνον έναντι της φορολογικής αρχής, χωρίς η ακυρότητα να επεκτείνεται μεταξύ των συμβαλλομένων, δηλαδή η κύρωση της μη τήρησης της παραπάνω διατύπωσης δεν συνάπτεται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή της δικαιοσύνης και δεν σημαίνει ότι συμφωνητικά είναι ανεπίπτρεπτα και απαγορευμένα ως αποδεικτικά μέσα της απαιτήσεως μεταξύ των ήδη διαδίκων, για μόνο τον λόγο ότι δεν έχουν υποβληθεί εμπρόθεσμα στην αρμόδια ΔΟΥ για θεώρηση (βλ. ΑΠ 1968/2002, ΔΕΕ 2002. 334επ).

Η αιτούσα επιδιώκει να εκδοθεί διαταγή πληρωμής με βάση τα έγγραφα που αναφέρει και προσκομίζει, ήτοι:

Α) Το ακριβές αντίγραφο του αποσταλέντος από την καθ` ης προς την αιτούσα μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) με ημερομηνία 7.12.2009 και με νόμιμη μετάφραση από τα αγγλικά στα ελληνικά διά του οποίου η καθ` ης αναγνώρισε ότι όφειλε και υποσχέθηκε να καταβάλει στην αιτούσα το ποσόν των ευρώ 299.000 σε δώδεκα ανισόποσες δόσεις, κατά τα αναφερόμενα στο εν λόγω μήνυμα και στο ιστορικό της κρινομένης αιτήσεως, ως ακολούθως: στα τέλη Ιανουαρίου του έτους 2010 (ήτοι περί την 31.1) ποσό δεκαέξι χιλιάδων ευρώ (€ 16.000), στα τέλη Φεβρουαρίου του έτους 2010 (ήτοι περί την 28.2) ποσό δεκαέξι χιλιάδων ευρώ (€ 16.000), στα τέλη Μαρτίου του έτους 2010 (ήτοι περί την 31.3) ποσό δεκαέξι χιλιάδων ευρώ (€ 16.000), στα τέλη Απριλίου του έτους 2010 (ήτοι περί την 30.4) ποσό είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (€ 25.000), στα τέλη Μαίου του έτους 2010 (ήτοι περί την 31.5) ποσό τριάντα χιλιάδων ευρώ (€ 30.000), στα τέλη Ιουνίου του έτους 2010 (ήτοι περί την 30.6) ποσό τριάντα πέντε χιλιάδων ευρώ (€ 35.000), στα τέλη Ιουλίου του έτους 2010 (ήτοι περί την 31.7) ποσό τριάντα πέντε χιλιάδων ευρώ (€ 35.000), στα τέλη Αυγούστου του έτους 2010 (ήτοι περί την 31.8) ποσό τριάντα πέντε χιλιάδων ευρώ (€ 35.000), στα τέλη Σεπτεμβρίου του έτους 2010 (ήτοι περί την 30.9) ποσό τριάντα χιλιάδων ευρώ (€ 35.000), στα τέλη Οκτωβρίου του έτους 2010 (ήτοι περί την 31.10) ποσό τριάντα πέντε χιλιάδων ευρώ (€ 35.000), στα τέλη Νοεμβρίου του έτους 2010 (ήτοι περί την 30.11) ποσό δεκαέξι χιλιάδων ευρώ (€ 16.000) και στα τέλη Δεκεμβρίου έτους του 2010 (ήτοι περί την 31.12) ποσό δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (€ 15.000). Το μήνυμα αυτό αποτελεί αποτύπωση από τις εγγραφές δεδομένων στον σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή της καθ` ης, οι οποίες εγγραφές, αφού έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας με βάση τις εντολές του προγράμματος κατέστησαν αναγνώσιμες από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της αιτούσας και αποτυπώθηκαν σε έγγραφο μέσω του συνδεδεμένου σε αυτόν εκτυπωτή της. Συνεπώς το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα, δεδομένου ότι περιήλθε στην αιτούσα, εμπίπτει στην έννοια της μηχανικής απεικόνισης του άρθρου 444 αρ. 3 ΚΠολΔ και συνακόλουθα εξομοιούται με ιδιωτικό έγγραφο, παρόλο που δεν φέρει υπογραφή με τη κλασσική του όρου έννοια, το δε περιεχόμενο του αποτελεί πλήρη απόδειξη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 448 § 2 ΚΠολΔ (βλ. επίσης Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ αρ. 444 αριθ. 8, Τέντε, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ αρ. 444 αριθ. 5, ΕφΑΘ 807/2000, ΔΕΕ 2000. 522, βλ. για το ταυτόσημο ζήτημα της αποστολής μηνυμάτων μέσω telex: Μητσόπουλο/Κεραμέα, ΝοΒ 31. 329 και ΕφΠειρ 1455/1982, ΕΝαυτΔ 11. 1321 και για τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής βάσει μηχανικής απεικόνισης Ποδηματά, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ αρ. 623 αριθ. 35). Περαιτέρω, η αναγνώριση της οφειλής της καθ` ης προς την αιτούσα που έγινε διά του ανωτέρω από 7.12.2009 ηλεκτρονικού μηνύματος της καθ` ης δεν υπόκειται σε τέλη χαρτοσήμου, καθόσον αφορά σε συμβάσεις πωλήσεως (όπου μάλιστα το τίμημα είναι πληρωτέο στην αλλοδαπή) που δεν υπόκεινται σε τέτοια τέλη, ούτε απαιτείται το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα να θεωρηθεί από την αρμόδια ΔΟΥ, καθόσον δεν προκύπτουν από αυτό εισοδήματα που φορολογούνται στην ημεδαπή.

Β) Την εξώδικο της με ημερομηνία 4.8.2010, η οποία επιδόθηκε στη καθ` ης δυνάμει της με αριθμό .../4.8.2010 έκθεσης επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γ. Φ., διά της οποίας η αιτούσα ζήτησε από την καθ` ης να της καταβάλει (εντός 5 ημερών από της επιδόσεως της εν λόγω εξωδίκου) το συνολικό ποσό των ευρώ εκατόν σαράντα χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα οκτώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (€ 140.478,84), πλέον νομίμων τόκων, το οποίο αντιστοιχούσε στις μη αποπληρωθείσες δόσεις του ως άνω συμφωνηθέντος διακανονισμού, ήτοι σε (ανεξόφλητο) υπόλοιπο της δόσεως του μηνός Μαρτίου 2010 ποσού ευρώ 15.478,84 και σε ανεξόφλητο υπόλοιπο των δόσεων των μηνών Απριλίου 2010, Μαίου 2010, Ιουνίου 2010 και Ιουλίου 2010 ποσού ευρώ 25.000, 30.000, 35.000 και 35.000 αντίστοιχα (15.478,84 + 25.000 + 30.000 + 35.000 + 35.000 = 140.478,84), με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία κάθε δόση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή (ήτοι για το υπόλοιπο της δόσεως του μηνός Μαρτίου 2010 εξ ευρώ 15.478,84 από την 1/4/2010, για τη δόση του μηνός Απριλίου 2010 εξ ευρώ 25.000 από την 3/5/2010, για τη δόση του μηνός Μαίου 2010 εξ ευρώ 30.000 από την 1.6.2010, για τη δόση του μηνός Ιουνίου 2010 εξ ευρώ 35,000 από την 1.7.2010 και για τη δόση του μηνός Ιουλίου 2010 από την 2.8.2010) μέχρις εξοφλήσεως. Όμως η παραπάνω πενθήμερη προθεσμία παρήλθε άπρακτη και η καθ` ης ουδέν ποσόν κατέβαλε στην αιτούσα.

Γ) Τα ακριβή αντίγραφα των κάτωθι τιμολογίων (νομίμως μεταφρασμένα από τα αγγλικά στα ελληνικά) που εξέδωσε η αιτούσα για τις αγορές των εμπορευμάτων που πραγματοποίησε από αυτήν η καθ` ης κατά τα έτη 2008 και 2009 και δη την 11.11.2008, 26.11.2008, 3.12.2008, 9.12.2008, 9.12.2008,9.12.2008, 9.12.2008, 6.1.2009, 7.1.2009, 19.1.2009, 1.1.2009,21.1.2009, 28.1.2009, 28.1.2009,10.2.2009, 17.2.2009, 3.3.2009, 4.3.2009, 9.3.2009, 17.3.2009, 17.3.2009, 25.3.2009, 2.4.2009, 1.5.2009, 27.5.2009, 15.6.2009,15.6.2009,15.6.2009,16.6.2009, 23.6.2009, 1.7.2009, 24.7.2009, 24.7.2009, 28.7.2009, 29.7.2009 και 29.7.2009 το τίμημα των οποίων αναγνώρισε η καθ` ης διά του ως άνω από 7.12.2009 ηλεκτρονικού της μηνύματος (e- mail):

Δ) Τα ΦΕΚΤΑΕ και ΕΠΕ με αριθμούς φύλλων .../1996 και .../2006 από τα οποία προκύπτει πως ο αποστολέας του άνω ηλεκτρονικού μηνύματος Κ. Μ. τυγχάνει διαχειριστής της καθ` ης από συστάσεως της (και ως εκ τούτου δεσμεύει αυτήν με την ηλεκτρονική υπογραφή του) καθώς επίσης και ότι νόμιμα εξακολουθεί υφισταμένη η καθ` ης κατόπιν παρατάσεως της διάρκειας της έως τη 2.4.2036.

Κατ` ακολουθία όλων των ανωτέρω, η κρινομένη αίτηση, στηριζόμενη στα άρθρα 623επ ΚΠολΔ, νόμιμα και αρμόδια καθ` ύλην και κατά τόπο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, είναι δε νόμιμη, παραδεκτή και ορισμένη και αποδεικνύεται ως βάσιμη κατ` ουσίαν από τα παραπάνω προσκομιζόμενα έγγραφα. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή και κατ` ουσίαν όπως ορίζεται στο διατακτικό, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ποσοστά υπέρ ΤΝ και ΤΠΔΑ και γραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής, όπως προκύπτει από τα διπλότυπα.

Α.Σ.




Σχόλια