Το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης. Στοιχεία στοιχειοθέτησης υποκειμενικώς και αντικειμενικώς. Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Αίτηση αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως για ψευδή καταμήνυση, και συκοφαντική δυσφήμηση. Γίνεται δεκτός ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από το ότι δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Αριθμός 152/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές:
Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο
Αδαμόπουλο, Μαρία Βασιλάκη - Εισηγήτρια και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου,
Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο
Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του
Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως
Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Ε.
Π. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της
Χριστίνα Δημοπούλου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 3678/2012 αποφάσεως του
Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ι. Π., κάτοικο ..., που
δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την
ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η
αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που
αναφέρονται στην από 7 Ιουνίου 2012 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία
καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 852/2012.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο της
αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον
Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
Από το συνδυασμό των διατάξεων
των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με
οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον
γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση
μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην
περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος
γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών
μηνών", προκύπτει ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως προϋποθέτει
είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή
την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο
ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον.
Ως γεγονός δε, κατά την
έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του
εξωτερικού Κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις
αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή
συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις
και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια.
Για την υποκειμενική θεμελίωση του
εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη
ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος,
εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την
υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος.
Εξάλλου, από
τη διάταξη του άρθρου 229 παρ 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του
εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή
περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και
ψευδής και ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε από αυτόν με
σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται
η καταγγελία του ψευδομηνυτή.
Ειδικότερα για την πληρότητα της αιτιολογίας επί
καταδίκης για ψευδή καταμήνυση πρέπει να εκτίθενται στην απόφαση τα πραγματικά
περιστατικά που θεμελιώνουν την υποβολή της μήνυσης ή της αναφοράς ενώπιον της
αρχής, την καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη, την γνώση της αναλήθειας των
καταγγελλόμενων περιστατικών από το δράστη και τον σκοπό αυτού να προκληθεί
καταδίωξη του ψευδώς καταγγελλόμενου προσώπου.
Περαιτέρω, έλλειψη της
απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και
εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον, από
το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν
δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά
κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και
στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών
και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν
και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των
περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Επίσης, για
την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του
αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου
δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική
απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που
συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες
συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην
κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα
στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, κατά τα ανωτέρω,
επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει"
ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, και επί ψευδούς καταμηνύσεως ... η
γνώση της αναλήθειά της ποινικώς κολάσιμης πράξεως, άμεσος δηλαδή δόλος,
πρέπει, η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με
παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως
προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, το Τριμελές Εφετείο
(Πλημμελημάτων) Αθηνών, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική για την
αναιρεσείουσα κρίση του δέχθηκε ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση
όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, κατά λέξη, τα
εξής:" η κατηγορουμένη ετέλεσε τα ειδικότερα κατά τόπο και χρόνο
πραγματικά περιστατικά και αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσης.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχη
των πράξεων που της αποδίδονται με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84
παρ 2 ε , καθόσον αποδείχθηκε ότι είχε καλή συμπεριφορά για σχετικά μεγάλο
χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξης." Με τις παραδοχές αυτές η
προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του
Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι
περιορίζεται σε τυπική παραπομπή στο διατακτικό της ιδίας χωρίς να
διαλαμβάνονται στο αιτιολογικό αυτής με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά
περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την
αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία
κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα κατηγορούμενη. Ειδικότερα, με τις ως άνω
παραδοχές της, η προσβαλλομένη δεν αναφέρει ποια ήσαν τα γνωστά στην
αναιρεσείουσα αναληθή περιστατικά, ούτε διευκρινίζει πως γνώριζε την αναλήθεια
του περιεχομένου της από 14-4-2005 αναφοράς της προς τον Εισαγγελέα του Αρείου
Πάγου και της μηνύσεως της κατά της πολιτικώς ενάγουσας ενώπιον του εισαγγελέως
πλημμελειοδικών Αθηνών και, κατόπιν αξιολογήσεως τους, να διαλάβει πλήρη και
εμπεριστατωμένη αιτιολογία επί του υποκειμενικού στοιχείου του αμέσου δόλου των
ως άνω πράξεων, ο οποίος, όπως λέχθηκε ανωτέρω, πρέπει να αιτιολογείται
ειδικώς.
Συνεπώς, εφόσον δεν διέλαβε
τέτοια αιτιολογία, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγος της
αιτήσεως αναίρεσης, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και να παραπεμφθεί
η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο του οποίου η σύνθεση είναι
εφικτή από άλλους Δικαστές, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (519 ΚΠΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 3678/2012
απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Παραπέμπει στο αυτό δικαστήριο,
που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, την υπόθεση, για νέα συζήτηση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην
Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε
δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Ιανουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου