Η δικαστική απόφαση αποκτά νομική υπόσταση από τον χρόνο δημοσίευσης του σχεδίου και όχι από την καθαρογραφή της : 481/2015 ΑΠ

▶Από τις διατάξεις των άρθρων 300, 304 (όπως αυτό ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 του ν. 4055/2012) και 305 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η δημοσίευση της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση από το σχέδιο που συντάσσει, χρονολογεί και υπογράφει ο δικαστής που εκδίδει την απόφαση ή, σε περίπτωση πολυμελούς δικαστηρίου, από το σχέδιο που συντάσσει ο εισηγητής, χρονολογεί ο πρόεδρος και υπογράφουν αυτός και ο εισηγητής, επιφέρει την τελείωσή της, που συνεπάγεται τις έννομες συνέπειες της ύπαρξης της απόφασης. ↪Η καθαρογραφή της απόφασης από το σχέδιο και η υπογραφή του πρωτοτύπου από τον διευθύνοντα τη συζήτηση και τον γραμματέα κατά το άρθρο 306 ΚΠολΔ έχει προβλεφθεί για να διευκολύνεται η αναγνωρισιμότητα, η αναπαραγωγή και η ασφαλής κυκλοφορία αυτής, ενόψει του ότι με το πρωτότυπο όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την απόφαση εμφανίζονται ενιαίως υπό ομοιόμορφο τύπο, και όχι για να αποκτήσει νομική υπόσταση η απόφαση αυτή, η οποία θεωρείται συντελεσμένη με τη δημοσίευση του πιο πάνω σχεδίου. ⚫ Το πρωτότυπο, το οποίο αναπτύσσει το λειτουργικό του ρόλο για την εξυπηρέτηση κατ' εξοχήν των αναγκών της αναγκαστικής εκτέλεσης και την επέλευση άλλων προβλεπόμενων έννομων συνεπειών, συνδεόμενων αρρήκτως με την ύπαρξή του, δεν αυτονομείται από τη δημοσιευθείσα από το σχέδιο απόφαση, ώστε να είναι σε θέση να ανατρέψει ή να αλλοιώσει την τελευταία. Με τη θεώρηση, άλλωστε, του πρωτοτύπου από τον εισηγητή και την υπογραφή του σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 306 ΚΠολΔ, οπότε και συντελείται η δημιουργία του, βεβαιώνεται ουσιαστικά ότι το αιτιολογικό και το διατακτικό του δημοσιευμένου σχεδίου της απόφασης έχει μεταφερθεί πιστά και με ακρίβεια στο πρωτότυπο. Με την έννοια αυτή ο σύνδεσμος του πρωτοτύπου με το δημοσιευμένη από το σχέδιο απόφαση, στην οποία αποτυπώνονται στη γνήσια μορφή τους το αιτιολογικό και το διατακτικό της απόφασης κατά τον κρίσιμο χρόνο της δημοσίευσης, δηλαδή κατά τον κρίσιμο χρόνο της εξωτερίκευσης για πρώτη φορά της δικαστικής κρίσης, με την οποία (δημοσίευση) και αποκτά η απόφαση τη νομική της υπόσταση, δεν αποκόπτεται με την υπογραφή του πρωτοτύπου κατά το άρθρο 306 ΚΠολΔ. ➡ Έτσι, αν υφίσταται διαφορά και πολύ περισσότερο αντίθεση μεταξύ του πρωτοτύπου και του δημοσιευμένου σχεδίου υπερισχύει το τελευταίο, στο οποίο αποτυπώνεται στη γνήσια μορφή της η απόφαση. ✔ Επομένως, αν το πρωτότυπο περιέχει αιτιολογικό και διατακτικό αντίθετο από το αιτιολογικό και το διατακτικό του δημοσιευμένου σχεδίου, απόφαση δεκτική προσβολής με ένδικα μέσα, δηλαδή και με αναίρεση, είναι εκείνη που δημοσιεύθηκε από το σχέδιο και καταχωρίστηκε στα βιβλία δημοσιεύσεων και όχι το θεωρημένο και υπογεγραμμένο πρωτότυπο.
Δικηγόρος
Απόφαση 481 / 2015 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 481/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού και Χαράλαμπο Μαχαίρα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων-καλούντων: 1) Γ. Κ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Παναγιώτη Βρεττού, 2) Β. Κ. του Γ., 3) Ι. Κ. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Βρεττό και κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων-καθ'ων η κλήση: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΒΑΤΕΚ Α.Ε" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, 2) Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ" και συντετμημένα "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ" ως ειδικού διαδόχου της αρχικά αναιρεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΗ Α.Α.Ε", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Αθανασόπουλο και κατέθεσε προτάσεις.

Στο σημείο αυτό, ο πληρεξούσιος των ως άνω αναιρεσειόντων, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, δήλωσε, ότι οι αναιρεσείοντες παραιτούνται από το δικόγραφο της από 26/3/2012 κρινόμενης αίτησης για αναίρεση της 5213/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών ως προς την πρώτη των αναιρεσιβλήτων. 
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/12/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4636/2009 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 5213/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 26/3/2012 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1347/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε την συζήτηση απαράδεκτη. Την υπόθεση επανέφεραν προς συζήτηση οι αναιρεσείοντες με την από 8/11/2013 κλήση τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Μαχαίρας ανέγνωσε την από 24/12/2012 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Ιωάννη Χαμηλοθώρη, με την οποία εισηγήθηκε την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά παραδοχή των πρώτου, τρίτου και τέταρτου λόγων αναίρεσης και την απόρριψη του δεύτερου λόγου αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά της πρώτης των αναιρεσιβλήτων, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΒΑΤΕΚ ΑΕ" και της πρώην ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΙΣ Α.Α.Ε.", ήδη παρισταμένου του ΝΠΙΔ με την επωνυμία "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ" ως ειδικού διαδόχου αυτής και κατά της με αριθμό 5213/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών (ως αυτή είχε αποτυπωθεί αρχικά ως σχέδιο που δημοσιεύθηκε κατά τη δικάσιμο της 12.10.2011 σε δημόσια συνεδρίαση, κατά την οποία έλαβε τον αριθμό 5213/2011), ασκήθηκε η από 26-3-2012 αίτηση αναίρεσης και ορίστηκε ημερομηνία συζήτησης η 7-1-2013. Αύτη συζητήθηκε κατά την εν λόγω δικάσιμο, ερήμην της πρώτης των αναιρεσιβλήτων και αντιμωλία της δεύτερης τούτων ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΙΣ Α.Α.Ε.". 
Εκδόθηκε επ' αυτής, η 1347/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ως προς όλους τους διαδίκους. Με την από 8-11-2013 κλήση, οι αναιρεσείοντες δήλωσαν παραίτηση από το δικόγραφο της πιο πάνω από 26.3.2012 με αριθμό καταθέσεως 337/2012 αίτησης αναίρεσης, ως προς την πρώτη των αναιρεσιβλήτων, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΒΑΤΕΚ Α.Ε.", την οποία επανέλαβαν και στο ακροατήριο και ζητούν την συζήτηση της από 26-3-2012 (αρ.καταθ. 337/2012) αίτησης αναίρεσής τους κατά τα λοιπά. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθ. 5213/2011 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε την από 6-5-2010 έφεση κατά της υπ' αριθ. 4636/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αφού εξαφάνισε την απόφαση αυτή, απέρριψε ακολούθως την από 17-12-2007 (αρ. καταθ. 277731/12628/21-12-2007 αγωγή. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1 ΚΠολΔ) και πρέπει ως προς μεν την πρώτη των αναιρεσιβλήτων ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΒΑΤΕΚ ΑΕ" να κηρυχθεί κατά τα άρθρ. 294 - 297, 299, 573§1 ΚΠολΔ καταργημένη η συζήτησή της, αφού οι αναιρεσείοντες κατά τα ανωτέρω, παραιτήθηκαν έγκυρα με δήλωσή τους στο ακροατήριο από το δικόγραφο της αίτησης αυτής, ως προς δε το δεύτερο αναιρεσίβλητο (ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ) πρέπει να κριθεί παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 300, 304 (όπως αυτό ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 του ν. 4055/2012) και 305 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η δημοσίευση της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση από το σχέδιο που συντάσσει, χρονολογεί και υπογράφει ο δικαστής που εκδίδει την απόφαση ή, σε περίπτωση πολυμελούς δικαστηρίου, από το σχέδιο που συντάσσει ο εισηγητής, χρονολογεί ο πρόεδρος και υπογράφουν αυτός και ο εισηγητής, επιφέρει την τελείωσή της, που συνεπάγεται τις έννομες συνέπειες της ύπαρξης της απόφασης. Η καθαρογραφή της απόφασης από το σχέδιο και η υπογραφή του πρωτοτύπου από τον διευθύνοντα τη συζήτηση και τον γραμματέα κατά το άρθρο 306 ΚΠολΔ έχει προβλεφθεί για να διευκολύνεται η αναγνωρισιμότητα, η αναπαραγωγή και η ασφαλής κυκλοφορία αυτής, ενόψει του ότι με το πρωτότυπο όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την απόφαση εμφανίζονται ενιαίως υπό ομοιόμορφο τύπο, και όχι για να αποκτήσει νομική υπόσταση η απόφαση αυτή, η οποία θεωρείται συντελεσμένη με τη δημοσίευση του πιο πάνω σχεδίου. Το πρωτότυπο, το οποίο αναπτύσσει το λειτουργικό του ρόλο για την εξυπηρέτηση κατ' εξοχήν των αναγκών της αναγκαστικής εκτέλεσης και την επέλευση άλλων προβλεπόμενων έννομων συνεπειών, συνδεόμενων αρρήκτως με την ύπαρξή του, δεν αυτονομείται από τη δημοσιευθείσα από το σχέδιο απόφαση, ώστε να είναι σε θέση να ανατρέψει ή να αλλοιώσει την τελευταία. Με τη θεώρηση, άλλωστε, του πρωτοτύπου από τον εισηγητή και την υπογραφή του σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 306 ΚΠολΔ, οπότε και συντελείται η δημιουργία του, βεβαιώνεται ουσιαστικά ότι το αιτιολογικό και το διατακτικό του δημοσιευμένου σχεδίου της απόφασης έχει μεταφερθεί πιστά και με ακρίβεια στο πρωτότυπο. Με την έννοια αυτή ο σύνδεσμος του πρωτοτύπου με το δημοσιευμένη από το σχέδιο απόφαση, στην οποία αποτυπώνονται στη γνήσια μορφή τους το αιτιολογικό και το διατακτικό της απόφασης κατά τον κρίσιμο χρόνο της δημοσίευσης, δηλαδή κατά τον κρίσιμο χρόνο της εξωτερίκευσης για πρώτη φορά της δικαστικής κρίσης, με την οποία (δημοσίευση) και αποκτά η απόφαση τη νομική της υπόσταση, δεν αποκόπτεται με την υπογραφή του πρωτοτύπου κατά το άρθρο 306 ΚΠολΔ. Έτσι, αν υφίσταται διαφορά και πολύ περισσότερο αντίθεση μεταξύ του πρωτοτύπου και του δημοσιευμένου σχεδίου υπερισχύει το τελευταίο, στο οποίο αποτυπώνεται στη γνήσια μορφή της η απόφαση. Επομένως, αν το πρωτότυπο περιέχει αιτιολογικό και διατακτικό αντίθετο από το αιτιολογικό και το διατακτικό του δημοσιευμένου σχεδίου, απόφαση δεκτική προσβολής με ένδικα μέσα, δηλαδή και με αναίρεση, είναι εκείνη που δημοσιεύθηκε από το σχέδιο και καταχωρίστηκε στα βιβλία δημοσιεύσεων και όχι το θεωρημένο και υπογεγραμμένο πρωτότυπο. Η ερμηνευτική αυτή θέση προάγεται και από τη διάταξη του άρθρου 499 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία τα ένδικα μέσα μπορούν να ασκηθούν και πριν από την επίδοση της απόφασης, ακόμη και την ίδια ημέρα δημοσίευσης, δηλαδή, τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται, μπορούν να προσβάλουν τη δημοσιευμένη από το σχέδιο απόφαση και στο περιεχόμενο αυτής να αναφερθούν για τη στήριξη των λόγων του ασκούμενου ένδικου μέσου και δεν χρειάζεται να περιμένουν τη σύνταξη και υπογραφή του πρωτοτύπου. Το πρωτότυπο μιας απόφασης, που έρχεται σε αντίθεση με το δημοσιευμένο σχέδιο, στο βαθμό που δεν είναι δεκτικό διόρθωσης, μπορεί να αναγνωριστεί ως ανύπαρκτο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 313 ΚΠολΔ, εφόσον αποτυπώνει απόφαση με περιεχόμενο που ουδέποτε δημοσιεύθηκε.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ζητούν οι αναιρεσείοντες να αναιρεθεί η απόφαση 5213/2011 του Εφετείου Αθηνών, όπως αποτυπώνεται στο δημοσιευμένο σχέδιο απόφασης και όχι στο θεωρημένο και υπογεγραμμένο πρωτότυπο αυτής, επειδή το τελευταίο έχει εντελώς αντίθετο περιεχόμενο κατά το αιτιολογικό και το διατακτικό από εκείνο του δημοσιευμένου σχεδίου. Από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων αντιγράφων από το δημοσιευμένο σχέδιο και το πρωτότυπο της πιο πάνω απόφασης προκύπτει πράγματι ότι, σύμφωνα με το δημοσιευμένο σχέδιο, το οποίο φέρει χρονολογία διάσκεψης (14.7.2011) και δημοσίευσης (12.10.2011), αριθμό καταχώρισης στα βιβλία δημοσιεύσεων (5213), καθώς και τις υπογραφές της προέδρου και του εισηγητή, γίνεται τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η έφεση, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση 4636/2009 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και απορρίπτεται η αγωγή, αποτέλεσμα που βρίσκεται σε αρμονία με το αιτιολογικό του ίδιου σχεδίου, ενώ σύμφωνα με το πρωτότυπο, το οποίο φέρει επίσης τον ίδιο αριθμό απόφασης και την ίδια χρονολογία διάσκεψης και δημοσίευσης, απορρίπτεται κατ' ουσίαν η έφεση, με αιτιολογία η οποία εναρμονίζεται με το διατακτικό αυτό. Σύμφωνα με την προηγούμενη νομική σκέψη, ορθά προσβάλλεται η προαναφερόμενη απόφαση του Εφετείου, όπως αποτυπώνεται στο δημοσιευμένο σχέδιο, το οποίο υπερισχύει από το αντίθετου περιεχομένου πρωτότυπο και συνακόλουθα είναι παραδεκτή η άσκηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Κατά το άρθρο 250 αριθ. 15 ΑΚ σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των τόκων, κατά δε το άρθρο 251 ΑΚ η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Περαιτέρω κατά το άρθρο 253 ΑΚ η παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 ΑΚ αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα προηγούμενα άρθρα. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 ΑΚ, κατά την οποία, κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή, εάν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξίωσης για θετική ή αποθετική ζημία από αδικοπραξία, η οποία υπόκειται κατ' αρχήν στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ.1 ΑΚ, ή στη διετή παραγραφή του άρθρου 7 του Ν. ΓΠΝ/1911, από την τελεσιδικία αρχίζει εικοσαετής παραγραφή. Η νέα, όμως, αυτή (εικοσαετής) παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του άρθρου 268 ΑΚ, την ύπαρξη αξίωσης, που δεν έχει ήδη υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξίωσης, δεν επιφέρει αναβίωση της αξίωσης και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε χωρίς διακοπή κατά το άρθρο 261 ΑΚ (Ολ. Α.Π. 24/2003, ΑΠ 2039/2013, 2/2010, 377/2009, ΑΠ 996/2007, Α.Π. 642/2007, ΑΠ 1492/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, δέχθηκε το Εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τα εξής: "Κατά τη διάταξη του άρθρου 250 αριθ. 15 του ΑΚ, στη βραχυπρόθεσμη πενταετή παραγραφή υπόκεινται, πλην άλλων, και οι αξιώσεις των τόκων. Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 274 του ίδιου Κώδικα, όταν παραγραφεί η κύρια αξίωση συμπαραγράφονται και οι παρεπόμενες από αυτήν αξιώσεις και αν ακόμη δεν συμπληρώθηκε η παραγραφή που ισχύει γι' αυτές. Στις παρεπόμενες αξιώσεις περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και η αξίωση περί τόκων, δεδομένου ότι η γένεσή της προϋποθέτει κύρια αξίωση. Για την εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 250 αριθ. 15 ΑΚ περί πενταετούς παραγραφής της αξίωσης των τόκων απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη της σχετικής προθεσμίας (πενταετίας) είναι να έχει ασκηθεί η σχετική αγωγή περί τόκων ταυτόχρονα με την αγωγή για την κύρια απαίτηση. Επομένως, στην περίπτωση που με την αρχική αγωγή δεν ζητήθηκαν τόκοι, στη συνέχεια δε με νεότερη αυτοτελή αγωγή επιδιώκεται η επιδίκαση ήδη δεδουλευμένων τόκων από την πρώτη αγωγή, δεν δύναται να τύχει εφαρμογής η ως άνω διάταξη του άρθρου 250 αριθ. 15 ΑΚ περί πενταετούς παραγραφής, αλλά ισχύουν οι διατάξεις περί παραγραφής της κύριας αξίωσης. Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία για την κύρια απαίτηση υφίσταται παραγραφή συντομότερη της πενταετίας που προβλέπεται για την αξίωση τόκων, ο λόγος της παράκαμψης της ταχύτερης (συντομότερης) εκκαθάρισης των σχετικών έννομων σχέσεων και εφαρμογής της πενταετούς παραγραφής υφίσταται μόνο εφόσον έχει ασκηθεί σχετική αγωγή περί τόκων ταυτόχρονα με την κύρια απαίτηση, ενώ στην αντίθετη περίπτωση υπερισχύει το συμφέρον της έννομης τάξης για ταχύτερη (συντομότερη της πενταετίας) εκκαθάριση των σχέσεων. Στην ένδικη υπόθεση αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι (ήδη αναιρεσείοντες) είχαν ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου την από 16.12.2002 αγωγή τους, εκτός των άλλων, και κατά των εναγομένων- εκκαλουσών εταιριών (ήδη ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ πλέον), που αφορούσε αξιώσεις σε βάρος τους από αυτοκινητικό ατύχημα, το οποίο έλαβε χώρα στις 29-3-2002 και είχε ως συνέπεια το θάνατο του συγγενούς τους Ν. Κ. (τέκνου του πρώτου και αδελφού των λοιπών). Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε η οριστική απόφαση 96/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου και μετά από άσκηση εφέσεων η απόφαση 31/2007 του Εφετείου Αιγαίου, με τη οποία αναγνωρίστηκε ότι οι εναγόμενες εταιρίες (ήδη αναιρεσίβλητες) είναι υποχρεωμένες, εις ολόκληρον η καθεμιά, να καταβάλουν στον πρώτο από τους ενάγοντες το ποσό των 100.000 ευρώ και σε καθεμιά από τις λοιπές το ποσό των 20.000 ευρώ. Με την αγωγή εκείνη δεν ζητήθηκαν τόκοι υπερημερίας και μετά ταύτα οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι με την παρούσα αυτοτελή αγωγή τους, λόγω της επικαλούμενης υπερημερίας των εναγομένων-εκκαλουσών, επιδιώκουν την επιδίκαση των δεδουλευμένων τόκων για τη πιο πάνω κύρια απαίτησή τους από την άσκηση της προηγούμενης αγωγής τους μέχρι τις 3.4.2007. Οι εναγόμενες-εκκαλούσες εταιρίες προέβαλαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρουν με τον πρώτο λόγο έφεσης την ένσταση παραγραφής της ένδικης απαίτησης τόκων. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι η κύρια αξίωση των εναγόντων-εφεσιβλήτων έχει υποπέσει στη βραχυπρόθεσμη παραγραφή των άρθρων 10 παρ. 2 του ν. 489/1976, όπως έχει κωδικοποιηθεί με το π.δ. 237/1986 και 7 του ν. ΓΠΝ/1911, λόγω παρόδου δύο ετών μέχρι και την άσκηση της παρούσας αγωγής τους στις 27.12.2007 από το χρόνο που επικαλούνται ότι έχει γεννηθεί η πιο πάνω αξίωσή τους στις 24.12.2002 για την εταιρία ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΗ ΑΑΕ, που ενάγεται με την ιδιότητά της, ως ασφαλίστριας του ενδίκου αυτοκινήτου, και στις 8.1.2003 για την εταιρία ΒΑΤΕΚ ΑΕ, που ενάγεται ως ιδιοκτήτρια του ζημιογόνου αυτοκινήτου και ευθύνεται μόνο κατά τις διατάξεις του ν. ΓΠΝ.1911. Με το ως άνω περιεχόμενο και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, η ένσταση αυτή των εναγομένων-εκκαλουσών είναι βάσιμη, καθόσον η ως άνω αξίωση των εναγόντων-εφεσιβλήτων έχει υποπέσει σε παραγραφή. Τούτο δε, διότι στη προκειμένη περίπτωση της επιδίωξης με αυτοτελή (νεότερη) αγωγή των τόκων η σχετική αξίωση δεν υπόκειται στην ως άνω κατά το άρθρο 250 αριθ. 15 ΑΚ πενταετή παραγραφή, αλλά ισχύουν οι διατάξεις περί παραγραφής της κύριας αξίωσης. Ειδικότερα, ως προς την εκκαλούσα-εναγομένη εταιρία ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΗ ΑΑΕ, η οποία ενήχθη, λόγω της ιδιότητάς της, ως ασφαλίστριας του ζημιογόνου αυτοκινήτου, η αξίωση των εναγόντων-εφεσιβλήτων περί τόκων έχει υποπέσει στη βραχυπρόθεσμη διετή παραγραφή του άρθρου 10 παρ. 2 του ν. 489/1976, όπως έχει κωδικοποιηθεί με το π.δ. 237/1986. λόγω παρόδου δύο ετών μέχρι την άσκηση της παρούσας αγωγής τους στις 27.12.2007 από το χρόνο που γεννήθηκε η πιο πάνω αξίωσή τους στις 24.12.2002". Η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 268 ΑΚ, προϋποθέτει ότι μέχρι την επέλευση της τελεσιδικίας δεν παραγράφηκαν οι επίδικες αξιώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση δεν ασκήθηκε με την κύρια αγωγή η αξίωση τόκων. Επομένως δεν εφαρμόζεται η γενική διάταξη του άρθρου 250 ΑΚ για πενταετή παραγραφή των τόκων, αλλά η διετής παραγραφή, αφού η τελεσιδικία επήλθε το έτος 2007 με την έκδοση της απόφασης του Εφετείου Αιγαίου 31/2007, όταν είχαν ήδη παραγραφεί οι αξιώσεις των τόκων. Έτσι όμως που έκρινε το Εφετείο, το οποίο δέχθηκε ότι η παρεπόμενη αξίωση των τόκων, μολονότι η κύρια αξίωση βεβαιώθηκε τελεσιδίκως και άρα υπήχθη πλέον στην εικοσαετή παραγραφή (268 ΑΚ), υπόκειται στην προβλεπόμενη βραχύτερη (διετή) παραγραφή της κύριας αξίωσης, που συμπληρώθηκε στις 24-12-2004 πριν δηλαδή την επέλευση της τελεσιδικίας της υπ'αριθμ. 31/2007 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου, διότι ασκήθηκε αυτοτελώς μετά την άσκηση της αγωγής για την κύρια αξίωση, και όχι στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αριθ. 15 του ΑΚ, δεν ερμήνευσε εσφαλμένα την τελευταία αυτή διάταξη ουσιαστικού δικαίου, ούτε εκείνη του άρθρου 268 ΑΚ τις οποίες ορθώς και δεν εφάρμοσε στην ένδικη υπόθεση, με συνέπεια, να δεχθεί ότι η επίμαχη αξίωση των τόκων υπέκυψε στην προβλεπόμενη διετή παραγραφή, να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και να απορρίψει τη σχετική αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επομένως είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσβάλλεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη μη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 250 αριθ. 15 και 268 του ΑΚ. Μετά ταύτα, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναίρεσης με τους οποίους προσάπτονται από τους αναιρεσείοντες πλημμέλειες στην προσβαλλομένη απόφαση με την αιτίαση ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια α) του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, διότι διέλαβε με επάλληλη αιτιολογία στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι, ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, η επιδίωξη εκ μέρους των ίδιων, ως εναγόντων, της ικανοποίησης της κύριας αξίωσής τους, χωρίς την υποβολή τότε και αιτήματος για την καταβολή τόκων, θεωρείται σιωπηρή παραίτηση αυτών από την επίδικη αξίωση των τόκων, β) του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, με το οποίο προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο διέλαβε στη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της στηριζόμενης στο άρθρο 454 ΑΚ ένστασης άφεσης χρέους, και γ) του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με το οποίο προσάπτουν στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα για εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 454 ΑΚ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Κηρύσσει καταργημένη τη δίκη ως προς την πρώτη των αναιρεσιβλήτων ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΒΑΤΕΚ ΑΕ".
Απορρίπτει την από 26.03.2012 αναίρεση των αναιρεσειόντων, Γ. Κ., Β. Κ. και Ι. Κ. κατά της υπ' αριθ. 5213/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δυο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. 
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 1 Δεκεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 


Σχόλια