Μη γνήσια υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας. Ρυθμίσεις οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων

 Μη γνήσια υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας.  Ρυθμίσεις οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων
Αριθμός Απόφασης 93/2017
(αριθμός έκθεσης κατάθεσης αίτησης Ε39/5-3-2014)

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΡΓΟΥΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ



ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Ειρηνοδίκη Ιπποκράτη Μιχαηλίδη, ο οποίος ορίσθηκε με την με αριθμό 295/2016 Πράξη του διευθύνοντος το Πρωτοδικείο Ναυπλίου Προέδρου Πρωτοδικών, και από την Γραμματέα Παναγιώτα Κασιδάκη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2017, για να δικάσει την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Ε39/5-3-2014 αίτηση με αντικείμενο την ρύθμιση οφειλών σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3869/2010, μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: ...., προσωρινά διαμένοντος στο Μπρίσκοφ (Brieskow) – Φίνκενχερντ (Finkenheerd) Γερμανίας, κατοίκου ʼργους, οδός ..., με Α.Φ.Μ. ..., που παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας του δικηγόρου Σωτηρίας Κωτσαντή (ΑΜ ΔΣΝ 515, Αριθμός Παραστ. Προείσπραξης ΔΣΝ 531/23-1-2017) καικατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΜΕΤΕΧΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΤΗ, οι οποίοι κατέστησαν διάδικοι μετά από την νόμιμη κλήτευσή τους (άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3869/2010 και 748 παρ. 3 ΚΠολΔ): 1) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «TΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Όθωνος, αρ. 8, νόμιμα εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας της δικηγόρου Σταματίνας Δρούζα (AM ΔΣΝ 356, Αριθμός Παραστ. Προείσπραξης ΔΣΝ 635/25-1-2017) και κατέθεσε προτάσεις, 2) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αιόλου, αρ. 86, νόμιμα εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. ..., η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Σταδίου, αρ. 40, νόμιμα εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. ..., η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και 4) του εγγυητή ..., κατοίκου ʼργους, οδός ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο αιτών κατέθεσε στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την από 4-3-2014 αίτησή του, με την οποία ζητούσε όσα αναφέρονται σε αυτήν, και έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης Ε39/5-3-2014. Δικάσιμος για την συζήτηση της αίτησης προσδιορίσθηκε στις 18-4-2016 και κατόπιν νόμιμης αναβολής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος, οπότε και εκφωνήθηκε με την σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται παραπάνω, και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου και στις έγγραφες προτάσεις τους.



ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ



Από τις με αριθμούς 3.299-300Γ΄/10-3-2014 εκθέσεις επιδόσεων της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών δικαστικής επιμελήτριας ... και την με αριθμό 1.076Γ΄/17-3-2014 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου δικαστικού επιμελητή ..., που προσκομίζει μετ’ επίκλησης οαιτών, προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμοεπιδόθηκε στις δεύτερη και τρίτη των καθ’ ων η αίτηση πιστώτριες και στον εγγυητή, …, νομότυπα και εντός της δεκαπενθήμερης προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010, όπως ισχύει. Από την ως άνω επίδοση οι δεύτερη και τρίτη των καθ’ ων η αίτηση πιστώτριες και ο εγγυητής, ..., κατέστησαν διάδικοι εκ του νόμου, διότι, όπως και στην περίπτωση της παρ. 3 του άρθρου 748 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι ο τρίτος από της κλήτευσής του καθίσταται διάδικος (ΟλΑΠ 974/1980, ΝοΒ 29, 294, ΕφΑθ 5847/1998, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS), καθίσταται διάδικος και ο υποχρεωτικά καλούμενος πιστωτής και ο εγγυητής και ο συνοφειλέτης υπό τους όρους και δυνάμει της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010. Κατά την διάταξη της παρ. 4 εδ. γ΄ του άρθρου 226 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην εκούσια δικαιοδοσία, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά από το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στην σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά την δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στην δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων κατά το άρθρο 226 παρ. 4, εδ. δ΄ ΚΠολΔ. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο, στην τακτική διαδικασία και σε όσες ειδικές διαδικασίες προβλέπεται αυτό, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για την νέα δικάσιμο. Η πλασματική αυτή κλήτευση έχει ως συνέπεια να μην απαιτείται νέα κλήτευση του απολειπομένου κατά την μετ` αναβολή δικάσιμο διαδίκου, εφόσον αυτός είτε είχε επισπεύσει ο ίδιος την συζήτηση είτε είχε κλητευθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα ή σε κάθε περίπτωση παραστάθηκε κανονικά στην δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε (ΑΠ 954/2012, ΑΠ 165/2012, ΑΠ 20/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS). Οι δεύτερη και τρίτη των καθ’ ων η αίτηση πιστώτριες και ο εγγυητής, ..., δεν εμφανίσθηκαν στην αναφερόμενη στηναρχή της παρούσας δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με την σειρά της από το οικείο πινάκιο, και συνεπώς πρέπει να δικασθούν ερήμην,καθόσον είχαν κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο στις 18-4-2016. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στην έρευνα της υπόθεσης, σαν να είχαν εμφανισθεί (άρθρο 754 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με την σελίδα 20 της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 4335/2015).

Κατά το άρθρο 3 εδ. α΄ του ν. 3869/2010 «αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 είναι το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κατοικία του, άλλως τη συνήθη διαμονή του». Πρόκειται για μη γνήσια υπόθεσηεκουσίας δικαιοδοσίας, ήτοι για ιδιωτική διαφορά διαπλαστικού και όχι αναγνωριστικού χαρακτήρα, στην οποία εμφανίζεται το στοιχείο της αντιδικίας και την οποία ο νομοθέτης για λόγους σκοπιμότητας παραπέμπει προς εκδίκαση στην εκούσια δικαιοδοσία. Έτσι, υπάγεται μεν στις ρυθμίσεις των άρθρων 739 επ. ΚΠολΔ, ωστόσο η ύπαρξη του στοιχείου της αντιδικίας εξαρτά την περαιτέρω εξέλιξή της από την βούληση των διαδίκων. Κατά το άρθρο 741 ΚΠολΔ το άρθρο 46 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και στις υποθέσεις του ν. 3869/2010. Η αυτεπάγγελτη έρευνα της υλικής και τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου, και μάλιστα σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και στον ʼρειο Πάγο, επιβάλλεται από τον ουσιαστικό λόγο ότι ητελευταία αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και αφορά στην δημόσια τάξη, πρέπει δε να προηγείται από την έρευνα οποιασδήποτε δικονομικής και ουσιαστικής ένστασης, όπως και από την έρευνα της νομιμότητας της αίτησης (ΑΠ 1573/2013, ΑΠ 1164/2013, ΑΠ 1163/2013, ΑΠ 1408/2012, ΑΠ 1331/2008, ΑΠ 1392/1987, ΕφΑθ 9203/1986, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS). Αν το δικαστήριο διαπιστώσει την πιο πάνω έλλειψη, δεν μπορεί να προχωρήσει στην εξέταση του παραδεκτού της άσκησής της, αλλά πρέπει να προβεί κατά το άρθρο 46 εδ. α΄ ΚΠολΔ στην παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο (ΑΠ 1392/1987, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2016, άρθρο 3, αρ. 4, σελ. 99 και τις εκεί αναφερόμενες στην με αριθμό 6 υποσημείωση νομολογιακές παραπομπές, Βενιέρης - Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, έκδοση 2016, αρ. 439, σελ. 215). Η παραπεμπτική απόφαση είναι οριστική. Η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του δικαστηρίου που δικάζει από τον καθ’ ου η αίτηση δεν αποτελεί ένστασηυπό δικονομική ή ουσιαστική έννοια, γιατί ο αιτών βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων για την έρευνα της αρμοδιότητας του δικαστηρίου, αποτελεί οιονεί αρνητική απάντηση διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (Νίκας, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμηνείαΚΠολΔ, έκδοση 2000, τόμος I, άρθρο 46, αρ. 3, σελ. 106). Κατά το άρθρο 740 παρ. 2 ΚΠολΔ «στις υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 739 δεν επιτρέπεται παρέκταση της αρμοδιότητας». Η απαγόρευση αυτή αναφέρεται όχι μόνο στις ευθέως ρυθμιζόμενες στον ΚΠολΔ υποθέσεις, αλλά και σε όσες παραπέμπονται στην εκούσια δικαιοδοσία δυνάμει ειδικών νόμων, δικαιολογείται δε από τον έντονα προσωπικό χαρακτήρα τους (Αρβανιτάκης, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδοση 2000, τόμος ΙI, άρθρο 740, αρ. 7, σελ. 1474 και τις εκεί αναφερόμενες νομολογιακές παραπομπές). Για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να επεκταθεί η απαγόρευση παρέκτασης και στις μη γνήσιες προσωπικού χαρακτήρα υποθέσεις της εκουσίαςδικαιοδοσίας, ενώ αντίθετα δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί η παρέκταση για όσες μη γνήσιες υποθέσεις έχουν αμιγώς περιουσιακό αντικείμενο (Αρβανιτάκης, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδοση 2000, τόμος ΙI, άρθρο 740, αρ. 7, σελ. 1474). Ωστόσο οι υποθέσεις του ν. 3869/2010 δεν ανήκουν στις αμιγώς περιουσιακού αντικειμένου μη γνήσιες υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας. Συνεπώς το δικαστήριο αυτεπάγγελτα κρίνει για την αλήθεια των περιστατικών που στηρίζουν την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δικάζει και την αρμοδιότητα εκείνου που θα παραπεμφθεί η υπόθεση κατ’ ελεύθερη απόδειξη κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 8 ΚΠολΔ, βάσει της οποίας δεν υποχρεούται να διατάξει τακτικήαπόδειξη ούτε να περιορισθεί στα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 339 ΚΠολΔ ούτε δεσμεύεται ως προς τον τρόπο της χρησιμοποίησης ή εκτίμησήςτους. Στην περίπτωση όμως που δεν υφίσταται άλλο δικαστήριο στην Ελλάδα, στο οποίο να παραπεμφθεί η υπόθεση, τίθεται ζήτημα κατά πόσο δύναται ο αιτών να υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3869/2010. Τέτοιο ζήτημα γεννάται, όταν ο αιτών είχε κατά το παρελθόν, όταν και δημιούργησε τα χρέη, κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ελλάδα και στην συνέχεια μετακομίσει στην αλλοδαπή και θελήσει να υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3869/2010. Ενόψει των ανωτέρω δεν θα μπορούσε στην περίπτωση αυτή, εφόσον δεν έχει κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ελλάδα, να υποβάλει αίτηση του ν. 3869/2010, καθόσον δεν υπάρχει τοπικά αρμόδιο δικαστήριο να την δικάσει στερούμενος έτσι την συνταγματικά κατοχυρωμένη κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος παροχή έννομης προστασίας. Ο αιτών δηλαδή, αν και είναι Έλληνας υπήκοος, δεν έχει τοπικά αρμόδιο δικαστήριο να τον δικάσει, παρόλο που τα χρέη συνάφθηκαν στην Ελλάδα, όπου και είχε την κατοικία ή την συνήθη διαμονή του και τα πιστωτικά ιδρύματα την έδρα τους. Ενδεχομένως θα μπορούσε να προσφύγει σε δικαστήριο του τόπου κατοικίας του στην αλλοδαπή, πράγμα που είναι αμφίβολο κατά πόσο δύναται να συμβεί και που, ακόμη και αν μπορούσε να συμβεί, δεν θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των πιστωτών, που θα καλούνταν να εμφανισθούν ενώπιον αλλοδαπού δικαστηρίου. ʼλλωστε κατά το άρθρο 3 ΚΠολΔ οι Έλληνες υπάγονται στην δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων. Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτό ως κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο το δικαστήριο, όπου ο αιτών είχε πριν από την μετακόμισή του στην αλλοδαπή την κατοικία ή την συνήθη διαμονή του, καθώς η αντίθετη λύση εμμένουσα στο γράμμα του άρθρου 3 του ν. 3869/2010 είναι αποκρουστέα, καθόσον θα οδηγούσε στην άρνηση παροχής έννομης προστασίας στον οφειλέτη (ΕιρΚαλαμ 102/20105, αδημ., Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2016, άρθρο 3, αρ. 4 επ., σελ. 99 επ.). Κατά την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1, εδ. α΄ του ν. 3869/2010, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του κεφ. Α΄ της υποπαρ. Α4 της παρ. Α του μέρους Β΄ του ν. 4336/2015, «Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή». Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι στις διατάξεις του ν. 3869/2010 υπάγονται φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα. Ποια πρόσωπα έχουν τέτοια ικανότητα ορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3588/2007, κατά το οποίο πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 του ΕμπΝ, έμπορος είναι ο κατά σύνηθες επάγγελμα ασκών εμπορικές πράξεις. Οι έμποροι συνεπώς, για τους οποίους μάλιστα βάσει του άρθρου 8 παρ. 2 του Διατάγματος περί αρμοδιότητας των Εμποροδικείων ισχύει το τεκμήριο της εμπορικότητας, σύμφωνα με το οποίο όλες οι συναλλαγές που γίνονται από τον έμπορο τεκμαίρεται ότι γίνονται χάριν της εμπορίας του, αποκλείονται από την εφαρμογή του νόμου. Έτσι, υπάγονται στην ρύθμιση του νόμου τα πρόσωπα που δεν ασκούν αυτοτελή οικονομική δραστηριότητα που να τους προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου, όπως επίσης και πρόσωπα, που ήταν έμποροι, έπαυσαν όμως την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα, χωρίς κατά τον κρίσιμο χρόνο της παύσης της εμπορικής τους δραστηριότητας να έχουν παύσει τις πληρωμές τους, ενώ αντίθετα σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 3588/2007 δεν υπάγονται στην ρύθμιση του νόμου τα πρόσωπα, τα οποία κατά τον χρόνο παύσης των πληρωμών είχαν την εμπορική ιδιότητα (ΕιρΑθ 213/2013, ΕιρΘ 6372/2011, ΕιρΜεγαρ 8/2013, αδημ., Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2016, άρθρο 1, αρ. 3 επ., σελ. 36 επ., Βενιέρης - Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, έκδοση 2016, παρ. 193 επ., σελ. 98 επ., Κιουπτσίδου - Στρατουδάκη, Η απόφαση διευθέτησης οφειλών κατά το νόμο 3869/2010, Αρμ 2010 - Ανάτυπο, σελ. 1476 επ.). Η αγορά αγαθών προς μεταπώληση καθιστά ένα πρόσωπο έμπορο (Βενιέρης - Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, έκδοση 2016, παρ. 207, σελ. 106 και τις αναφερόμενες στην με αριθμό 349 υποσημείωση νομολογιακές παραπομπές). Επίσης, λεκτέον ότι οι χαρακτηριζόμενοι ως μικρέμποροι δεν έχουν την εμπορική ιδιότητα και δεν υφίστανται τις αρνητικές συνέπειές της, δηλαδή αυτοί για τους οποίους το κέρδος από την άσκηση εμπορικών πράξεων αποτελεί αμοιβή του σωματικού τους μόχθου και όχι κερδοσκοπικών συνδυασμών, όπως ο ψιλικατζής, υπαίθριοι πωλητές, τεχνίτες κ.λπ. (Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με βάση τον Ν. 3869/2010, έκδοση 2016, άρθρο 1, αρ. 5 επ., σελ. 37 επ., Βενιέρης - Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, έκδοση 2016, αρ. 231 επ., σελ. 123 επ., Κατσιρούμπας, Εισήγηση στην Εθνική Σχολή Δικαστών - Πρόγραμμα επιμόρφωσης Ειρηνοδικών, Θεσσαλονίκη 8 και 9-12-2010, σελ. 3). Παρά την έλλειψη ρητής διάταξης στον νόμο, με την οποία εξαιρούνται του χαρακτηρισμού τους ως εμπόρων οι μικρέμποροι, εντούτοις γίνεται δεκτό ότι αυτοί υπάγονται στον ν. 3869/2010, όσων δηλαδή η κατά σύνηθες επάγγελμα άσκηση εμπορικών πράξεων συνδέεται προεχόντως και κατά κύριο λόγο με την σωματική τους καταπόνηση και το κέρδος που αποκομίζουν από αυτές αποτελεί αμοιβή της προσωπικής τους εργασίας και όχι κερδοσκοπικών συνδυασμών (ΑΠ 947/1995, ΑΠ 463/1991, ΕφΑθ11433/1995, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS). Ενδεικτικά δε στοιχεία της ύπαρξης της ιδιότητας του μικρεμπόρου αποτελούν η έλλειψη διάθεσης οργανωμένης επιχείρησης, η μη απασχόληση εργατικού προσωπικού, η έλλειψη διάθεσης μηχανημάτων ή άλλων εγκαταστάσεων, ο χαμηλός τζίρος. Τον χαρακτηρισμό του αιτούντος ως μικρεμπόρου πρέπει να τον επικαλεσθεί και να τον αποδείξει ο ίδιος (ΕιρΧαν 101/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, Βενιέρης - Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, έκδοση 2016, αρ. 231, σελ. 123). Τέλος, στο φορολογικό δίκαιο η έννοια του εμπόρου είναι ευρύτερη της έννοιας του εμπόρου κατά το εμπορικό δίκαιο. Αυτό, γιατί ανεξάρτητα από την νομική φύση των επιχειρούμενων πράξεων και την απόκτηση ή όχι κατά το εμπορικό δίκαιο της ιδιότητας του εμπόρου αρκεί ο φορολογούμενος να έχει έσοδα από την συστηματική άσκηση οποιουδήποτε κερδοσκοπικού επαγγέλματος. Έτσι για το φορολογικό δίκαιο επιχείρηση είναι η επαγγελματική άσκηση ορισμένης δραστηριότητας (ΓνωμΟλΝΣΚ 90/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS). Κατά την σαφή διατύπωση της προρρηθείσας διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1, εδ. α΄ του ν. 3869/2010, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του κεφ. Α΄ τηςυποπαρ. Α4 της παρ. Α του μέρους Β΄ του ν. 4336/2015, ο δόλος αναφέρεται στην δημιουργία κατάστασης μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Στην έννοια του δόλου εμπίπτει κατά το άρθρο 330 ΑΚ τόσο ο άμεσος, όσο και ο ενδεχόμενος δόλος. Με άμεσο δόλο ενεργεί εκείνος που θέλει και επιδιώκει την περιαγωγή κάποιου αποτελέσματος, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά προβλέπει ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και δεν αφίσταται αυτής, ενώ με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει ως δυνατό κάποιο αποτέλεσμα και το αποδέχεται, χωρίς να πράττει κάτι, για να το αποφύγει (ΟλΑΠ 4/2010, ΑΠ 677/2010, ΑΠ 97/2007, OlΑΠ 8/2005, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΜΠρΝαυπλ 264/2015,αδημ.). Η δολιότητα που προβλέπει ο νόμος αναφέρεται στην αδυναμία πληρωμής και όχι στον τρόπο περιέλευσης του οφειλέτη σε αδυναμία. Δολιότητα υφίσταται, όταν ο οφειλέτης με την εν γένει συμπεριφορά του είτε αρχική (κατά την ανάληψη του χρέους) είτε επιγενόμενη (μετά από την ανάληψη του χρέους) συμβάλλει αποφασιστικά στην πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του (Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2016, άρθρο 1, αρ. 32, 35 επ., σελ. 49 επ.). Ωστόσο ο δανειολήπτης δεν έχει την δυνατότητα να υποχρεώσει τον πιστωτή του να αποδεχθεί την πρότασή του περί σύναψης δανείου. Οι δε εν γένει πιστωτές (τράπεζες εν προκειμένω) ούτως ή άλλως ελέγχουν την πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη μέσω εκκαθαριστικού σημειώματος ή βεβαίωσης αποδοχών, ενώ μπορούν επιπλέον να διαπιστώσουν και τυχόν λοιπές δανειακές υποχρεώσεις του (σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα) ή την εν γένει οικονομική του συμπεριφορά μέσω του συστήματος Τειρεσίας. Αν επομένως το πιστωτικό ίδρυμα αγνοήσει τις καταχωρήσεις και τα στοιχεία που καθιστούν τον αιτούντα αφερέγγυο και γενικά παραμελήσει την έρευνα της πιστοληπτικής ικανότητας του οφειλέτη, όπως επιβάλλουν οι αρχές του υπεύθυνου δανεισμού που έχουν θεσμοθετηθεί και νομοθετικά με το άρθρο 8 της ΚΥΑ Ζ1-699 των Υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς της Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης κ.λπ.» (ΦΕΚ 917/2010, τ. Β΄), φέρει ευθύνη για την επισφάλεια αυτή (ΕιρΑθ 102/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ΕιρΝικ 4/2014, ΕιρΞυλοκ 40/2014,ΕιρΑλμωπ 143/2013, ΕιρΚρωπ 22/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS), άποψη την οποία ενστερνίζεται το παρόν Δικαστήριο (βλ. όμως και αντίθετη άποψη σε Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με βάση τον Ν. 3869/2010, έκδοση 2016, άρθρο 1, αρ. 32επ., σελ. 49 επ. και τις εκεί αναφερόμενες νομολογιακές παραπομπές). Κατά συνέπεια, δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη, που εν συνεχεία αδυνατεί να πληρώσει, καθώς το γεγονός της μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών επέρχεται άσχετα με το αν αυτή υπήρχε κατά την ανάληψη των χρεών ή επήλθε μεταγενέστερα (ΑΠ 1226/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS). Δολιότητα αρχική θα μπορούσε να νοηθεί μόνο, αν ο δανειολήπτης εξαπάτησε τους υπαλλήλους του πιστωτικού ιδρύματος προσκομίζοντας πλαστά στοιχεία ή αποκρύπτοντας υποχρεώσεις του, που δεν έχουν καταχωρηθεί στις βάσεις δεδομένων που αξιοποιούν οι τράπεζες για την οικονομική συμπεριφορά των πελατών τους. Δόλια αδυναμία πληρωμών συντρέχει, όταν ο οφειλέτης εν γνώσει του χειροτερεύει την οικονομική του θέση με τρόπο που δεν συνάδει με την περιουσία του, το εισόδημα του και την γενικότερη θέση του, ειδικότερα δε όταν ο τελευταίος δεν φροντίζει για την διατήρηση του ενεργητικού της περιουσίας του (π.χ. συνάπτοντας καταδολιευτικές δικαιοπραξίες) και την σωστή διαχείριση του ή όταν προβαίνει σε απερίσκεπτη απώλεια ή και κατασπατάληση εισοδήματος ή περιουσιακών στοιχείων [π.χ. χάνει περιουσία σε τυχερά παιχνίδια και σε χαρτοπαιξία (ΜΠρΘ 26/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΕιρΘ 6546/2011, αδημ.) ή κάνει άσωτη ζωή (ΜΠρΘ 26/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS)], με αποτέλεσμα να μειώνει την υπάρχουσα δυνητική ροή ρευστότητας που διαθέτει (Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με βάση τον Ν. 3869/2010, έκδοση 2016, αρ. 38 επ., σελ. 53 επ., Βενιέρης - Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, έκδοση 2016, αρ. 321, σελ. 163). Είναι δόλια η περιέλευση σε αδυναμία πληρωμών, αν ο οφειλέτης μικρό διάστημα πριν από την κατάθεση της αίτησης έκανε αγορά κάποιου πράγματος με σημαντική αξία ή επιβάρυνε την περιουσία του ή ανέλαβε δάνεια τρίτων ή εξόφλησε χρέη τρίτων (Βενιέρης - Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, έκδοση 2016, αρ. 321, σελ. 163 και τις αναφερόμενες στις με αριθμούς 851 –856 υποσημειώσεις νομολογιακές παραπομπές). Το βάρος απόδειξης του δόλου φέρει ο δανειστής, ο οποίος βρίσκεται στην δυσχερή θέση να πρέπει να αποδείξει καταστάσεις του εσωτερικού κόσμου του οφειλέτη. Βέβαια οι δανειστές διευκολύνονται από την έμμεση ή «διά τεκμηρίων» απόδειξη και συγκεκριμένα από το ότι η εκ μέρους του οφειλέτη αποδεικνυόμενη γνώση της κρίσιμης περιουσιακής του κατάστασης περιέχει έμμεση απόδειξη της πρόθεσης του οφειλέτη να βλάψει τους δανειστές του (ΕφΑθ 4995/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΜΠρΝαυπλ 264/2015, αδημ.). Η εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε την βλάβη των δανειστών ούτε την προτίμηση εκπλήρωσης αυτής έναντι των νομικών υποχρεώσεων του οφειλέτη (ΕφΘ 447/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΜΠρΝαυπλ 264/2015, αδημ, ΕιρΑθ 490/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS). Στο σημείο αυτό λεκτέον ότι η ένταξη και της εγγύησης ως χρέους στην διαδικασία του ν. 3869/2010 είναι απαραίτητη τόσο για την προστασία των πιστωτών, όσο και του οφειλέτη στα πλαίσια της συλλογικής διευθέτησης της κατάστασης του οφειλέτη. Ο οφειλέτης προστατεύεται από την ένταξη της εγγύησης ανεξάρτητα από το αν ο πρωτοφειλέτης καταβάλλει, καθώς το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3869/2010, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του κεφ. Α΄ της υποπαρ. Α4 της παρ. Α του μέρους Β΄ του ν. 4336/2015, αναφέρεται σε άπαξ απαλλαγή. Αν ο οφειλέτης δεν εντάξει και αυτήν την απαίτηση στην διαδικασία και ο πρωτοφειλέτης κάποια στιγμή σταματήσει την ικανοποίηση του πιστωτή, ο τελευταίος θα κινήσει την διαδικασία ικανοποίησής του κατά του εγγυητή, χωρίς ο εγγυητής να μπορεί να εντάξει πλέον την εγγύηση σε κάποια διαδικασία. Η παραπάνω δυνατότητα ένταξης και της εγγύησης αποτελεί δικαστική προστασία που εμπίπτει στην περίπτωση του άρθρου 69 περ. ε΄ ΚΠολΔ.

Με την υπό κρίση αίτηση ο αιτών επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών του προς τις καθ’ ων η αίτηση πιστώτριές του ζητά να επικυρωθεί το περιλαμβανόμενο στην αίτηση σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή νατροποποιηθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του ν. 3869/2010 με την συγκατάθεση των καθ’ ων η αίτηση πιστωτριών του, ώστε να αποκτήσει ισχύδικαστικού συμβιβασμού, επικουρικά δε σε περίπτωση μη επίτευξης δικαστικού συμβιβασμού να διαταχθεί η ρύθμιση των χρεών του κατά το προτεινόμενο από αυτόν σχέδιο, ώστε να επέλθει η απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών του έναντι των καθ’ ων η αίτησηπιστωτριών του, που περιλαμβάνονται στην υποβληθείσα από αυτόν κατάσταση, να εξαιρεθεί από την εκποίηση της περιουσίας του η δυνητική κύρια κατοικία του, όπως και έτερη αναφερόμενη στην αίτηση οριζόντια ιδιοκτησία του και το αυτοκίνητό του, να αναγνωρισθεί ότι με την τήρηση των όρων της ρύθμισης θα απαλλαγεί από τα χρέη του και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Έχουσα το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αίτηση, στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010, όπως ίσχυε στην προκείμενη περίπτωση κατά τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 5 του κεφ. Α΄ της υποπαρ. Α.4 της παρ. Α΄ του μέρους Β΄ του ν. 4336/2015, ήτοι: 1) μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων οφειλών του αιτούντος - φυσικού προσώπου, 2) κατάσταση της περιουσίας και των εισοδημάτων του ίδιου και της συζύγου του, 3) κατάσταση των πιστωτριών του και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, 4) σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του και 5) αίτημα ρύθμισης αυτών με σκοπό την προβλεπόμενη από τον νόμο απαλλαγή του (Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2016, άρθρο 4, αρ. 203 επ., σελ. 181 επ., Κιουπτσίδου -Στρατουδάκη, Η απόφαση διευθέτησης οφειλών κατά το νόμο 3869/2010, Αρμ 2010 - Ανάτυπο, σελ. 1477), είναι ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της πρώτης των καθ’ ων η αίτηση πιστώτριας, επειδή τα ελλιπή πραγματικά στοιχεία της αίτησης τυγχάνουν αντικείμενοαπόδειξης και ανταπόδειξης κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της αίτησης και ειδικότερα των όρων της υπαγωγής του αιτούντος στηνρύθμιση του ν. 3869/2010, καθόσον, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 744, 745 και 751 ΚΠολΔ, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας τηςεκουσίας δικαιοδοσίας ως μέσο προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων επιβάλλει την ενεργή συμμετοχή του δικαστή στην συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης και επιτρέπει την δυνατότητα συμπλήρωσης με τις προτάσεις των αναφερομένων στο άρθρο 747 παρ. 2 ΚΠολΔ πραγματικών στοιχείων της αίτησης (ΑΠ 1131/1987, ΝοΒ 36, σελ. 1601, ΕφΑθ 2188/2008, ΕφΑθ 4462/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με βάση τον Ν. 3869/2010, έκδοση 2016, άρθρο 4, αρ. 202 επ., σελ. 1180 επ., Αρβανιτάκης, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος ΙΙ, έκδοση 2000, άρθρο 747, αρ. 7, σελ. 1485 –1486 με τις εκεί αναφερόμενες νομολογιακές παραπομπές). Ο δε ισχυρισμός της πρώτης των καθ’ ων η αίτηση πιστώτριας ότι η υπό κρίση αίτησηπάσχει από αοριστία για τον λόγο ότι ο αιτών δεν προσδιορίζει τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η μόνιμη αδυναμία πληρωμής, και τα απρόβλεπτα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτήν, δεν αναφέρει τις αυξημένες οικονομικές ανάγκες, που τον οδήγησαν σε υπερχρέωση, ούτε αναφέρει το ύψος των εισοδημάτων του κατά τον χρόνο λήψης των δανείων ούτε τον χρόνο λήψης εκάστης των οφειλών ούτε τους λόγους, για τους οποίους προέβη στον δανεισμό, τυγχάνει απορριπτέος, καθώς για την πληρότητα της αίτησης σχετικά με την μονιμότητα της αδυναμίας πληρωμής δεν προκύπτει από τις διατάξεις του νόμου η αναγκαιότητα της αναφοράς των αιτιών της (ΜΠρΗρακλ 205/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2016, άρθρο 4, αρ. 215, σελ. 185 - 186, Βενιέρης - Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, έκδοση 2016, αρ. 519, σελ. 254 με τις αναφερόμενες στην με αριθμό 1330 υποσημείωση νομολογιακές παραπομπές), ενώ σχετικά με τον ισχυρισμό της μη αναφοράς εκ μέρους του αιτούντος του χρόνου λήψης των οφειλών λεκτέον είναι ότι δεν προκύπτει εκ του νόμου ότι ο χρόνος και οι λόγοι ανάληψης του χρέους αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της αίτησης (ΜΠρΗρακλ 205/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2016, αρ. 220 - 221, σελ. 188, Βενιέρης - Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, έκδοση 2016, αρ. 254, σελ. 254 με τις αναφερόμενες στην με αριθμό 1325 υποσημείωση νομολογιακές παραπομπές). Ο δε ισχυρισμός της πρώτης των καθ’ ων η αίτηση πιστώτριας ότι η υπό κρίση αίτηση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, επειδή δεν αναφέρονται σε αυτήν ούτε ποιο χρηματικό ποσό και μέχρι πότε κατέβαλε ο αιτών ως δόση ούτε ο χρόνος, κατά τον οποίο περιήλθε σε αδυναμία πληρωμών (ΕιρΝαυπλ 103/2015, ΕιρΝικ 43/2012, ΕιρΕλευσ 12/2012, αδημ.), τυγχάνει επίσης απορριπτέος, καθόσον κατά τα ανωτέρω προδιαμειφθέντα ουδόλως απαιτείται η αναφορά στην αίτηση όλων αυτών των στοιχείων. Aρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 του ν. 3869/2010 και 741 επ.ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό της διαπιστώθηκε ότι δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση του αιτούντος για ρύθμιση των χρεών του στο παρόν Δικαστήριο ή σε άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή του για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατά το άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 3869/2010 (βλ. την με αριθμό πρωτοκόλλου 40/23-1-2017 βεβαίωση της Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου και την με αριθμό πρωτοκόλλου 580/14-3-2017 βεβαίωση της Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Παραδεκτά δε εισάγεται προς συζήτηση μετά από: α) την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των μετεχουσών πιστωτριών και του εγγυητή, ... (βλ. τις με αριθμούς 3.298-300Γ΄/10-3-2014 εκθέσεις επιδόσεων της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών δικαστικής επιμελήτριας ... και την με αριθμό 1.076Γ΄/17-3-2014 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου δικαστικού επιμελητή ...) και β) την αποτυχία του δικαστικού συμβιβασμού, δοθέντος ότι δεν έχει γίνει δεκτό το σχέδιο διευθέτησης οφειλών από τις καθ’ ων η αίτηση πιστώτριές του, καθώς η παράλειψη απάντησης εκ μέρους τους θεωρείταιως αρνητική απάντηση (Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με βάση τον Ν. 3869/2010, έκδοση 2016, αρ. 54, σελ. 214 – 215), ενώ η πρώτη των καθ’ ων η αίτηση πιστώτρια το αρνήθηκε ρητά (βλ. τις έγγραφες παρατηρήσεις – απόψεις της). Η υπό κρίση αίτηση είναινόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 8 και 9 του ν. 3869/2010, όπως ίσχυαν μετά από την τροποποίησή τους με τον ν. 4161/2013 στην προκείμενη περίπτωση κατά τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 14, παρ. 11 του δεύτερου κεφαλαίου του ν. 4346/2015 και του άρθρου 2 παρ. 5 του κεφ. Α΄ της υποπαρ. Α.4 της παρ. Α΄ του μέρους Β΄ του ν. 4336/2015, καθόσον με βάση τα εκτιθέμενα σε αυτήν περιστατικά συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του αιτούντος στην ρύθμιση του ν. 3869/2010, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, τα χρέη του δεν περιλαμβάνονται στα εξαιρούμενα της ρύθμισης και έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπροθέσμων οφειλών του, πλην του αιτήματος να επικυρωθεί το υποβαλλόμενο σχέδιο διευθέτησης οφειλών κατά το άρθρο 7 του ν. 3869/2010, αφού η επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης, όπως υποβλήθηκε ή τροποποιήθηκε από τους διάδικους, δεν αποτελεί αντικείμενο της αίτησης του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας των διαδίκων, σε περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης, αφού διαπιστώσει την κατά τα άνω επίτευξη συμβιβασμού, με απόφασή του επικυρώνει το σχέδιο, το οποίο από την επικύρωσή του αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Επίσης, μη νόμιμο είναι το αίτημα να αναγνωρισθεί ότι ο αιτών με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, που θα διαταχθεί από το δικαστήριο, θα απαλλαγεί από το υπόλοιπο των οφειλών του, διότι ασκείται πρόωρα και χωρίς να πληρούνται οι προς τούτο προϋποθέσεις. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 3869/2010 το αίτημα απαλλαγής από κάθε υπόλοιπο οφειλής αποτελεί αντικείμενο μεταγενέστερης αίτησης του οφειλέτη, η οποία υποβάλλεται στο δικαστήριο μετά από την κανονική εκτέλεση από αυτόν όλων των υποχρεώσεων, που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται επί της αίτησης του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010. ʼλλωστε, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 69 ΚΠολΔ,ώστε να θεωρηθεί ότι η πρόωρη δικαστική προστασία ζητείται επιτρεπτά. Τέλος, μη νόμιμο είναι το αίτημα εξαίρεσης από την ρευστοποίηση της υπόλοιπης ακίνητης περιουσίας του αιτούντος πλην της δυνητικής κύριας κατοικίας του κατά το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3869/2010, καθόσον εξαίρεση από την εκποίηση σύμφωνα με το άρθρο αυτό μπορεί να ζητήσει ο αιτών μόνο για την (δυνητική) κύρια κατοικία του και για κανένα άλλο περιουσιακό του στοιχείο. Κατά τα λοιπά, επομένως, εφόσον δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ του αιτούντος και των καθ’ ων η αίτηση πιστωτριώνκαι αφού έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και προσκομίζεται το γραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής (Αριθμός Παραστ. Προείσπραξης ΔΣΝ 531/23-1-2017), η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Η πρώτη των καθ’ ων η αίτηση πιστώτρια με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας της δικηγόρου, καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, και με τις νόμιμα και εμπρόθεσμα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις της αρνήθηκε αιτιολογημένα την υπό κρίση αίτηση, ζήτησε την απόρριψή της ως νόμω και ουσία αβάσιμης και προέβαλε τις ακόλουθες ενστάσεις, τις οποίες περιληπτικά ανέπτυξε προφορικά και καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου και τις οποίες αναπτύσσει στις έγγραφες προτάσεις της, ήτοι την ένσταση αοριστίας, η οποία κατά τα προαναφερθέντα τυγχάνει απορριπτέα, και την ένσταση δόλιας περιέλευσης σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών για τον λόγο ότι ο αιτών ανέλαβε χρέη που δεν μπορούσε ήδη να αποπληρώσει κατά την ανάληψή τους. Ο ισχυρισμός της ότι ο αιτών αρχικά εκ δόλου περιήλθε σε αδυναμία πληρωμής, διότι ανέλαβε την υποχρέωση από την επίδικη δανειακή σύμβαση, χωρίς να έχει την σχετική οικονομική δυνατότητα και με απώτερο σκοπό την διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους των χρεών του, είναι κατά τα προδιαμειφθέντα στην μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της παρούσας απορριπτέος ως αόριστος, καθόσον δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την ανάληψη δανειακής υποχρέωσης, της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής, αλλά απαιτείται επιπρόσθετα η από τον δανειολήπτη πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας στους πιστωτές. Δεν εξειδικεύονται όμως εν προκειμένω οι συγκεκριμένες ενέργειες, με τις οποίες ο αιτών απέκρυψε από την καθ’ ης η αίτηση πιστώτριά της την οικονομική του κατάσταση, δεδομένου ότι εν γένει οι πιστωτές (τράπεζα εν προκειμένω) ούτως ή άλλως ελέγχουν την πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη μέσω εκκαθαριστικού σημειώματος ή βεβαίωσης αποδοχών, ενώ μπορούν επιπλέον να διαπιστώσουν και τυχόν λοιπές δανειακές υποχρεώσεις του (σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα) ή την εν γένει οικονομική του συμπεριφορά μέσω του συστήματος Τειρεσίας. Επίσης, προέβαλε την ένσταση κατά τόπον αναρμοδιότητας, η οποία κατά ταπροδιαμειφθέντα στην μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της παρούσας τυγχάνει απορριπτέα, καθόσον ο αιτών είχε πριν από την μετακόμισή του στην Γερμανία την συνήθη διαμονή του στο ʼργος. Η δε προβληθείσα προφορικά στο ακροατήριο, αλλά και με τις προτάσεις τηςπρώτης των καθ’ ων η αίτηση πιστώτριας ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθόσον τα περιστατικά αυτά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να θεμελιώσουν την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ. ʼλλωστε, η επιδίωξη για ρύθμιση(ενδεχόμενα και με μηδενικές καταβολές, εφόσον υφίστανται οι προϋποθέσεις που θέτει ο ν. 3869/2010), δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, καθόσον η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν έρχεται σε αντίθεση με την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Αντίθετα, κρίνεται ότι είναι απόλυτα σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα του νόμου και δεν ασκείται άσκοπα, αλλά σύμφωνα με τον σκοπό των διατάξεων του ν. 3869/2010 και σύμφωνα με τους παγιωμένους ηθικούς κανόνες, που χαρακτηρίζουν την συμπεριφορά του μέσου συνετού ανθρώπου. Η απαγόρευση της άσκησης του δικαιώματος, που ορίζει το άρθρο 281 ΑΚ, με τους όρους που αυτό προβλέπει, είναι παραδεκτή μόνο για δικαίωμα, το οποίο απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού νόμου και όχι από διατάξεις δικονομικές (ΑΠ 1006/1999, ΑΠ 683/1999, ΑΠ 392/1997,ΕφΠειρ 357/2005, ΕφΛαρ 474/2005, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS). Τέλος, ζήτησε να καταδικασθεί ο αιτών στην δικαστική της δαπάνη, αίτημα μη νόμιμο βάσει του άρθρου 8 παρ. 6, εδ. β΄ του ν. 3869/2010.

Από την εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, και συγκεκριμένα της ένορκης κατάθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της μάρτυρα απόδειξης, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελών αποδεικτικών μέσων είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339, 395, 741 και 744 KΠολΔ), από τις ομολογίες που συνάγονται από το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων (άρθρα 261, 352 παρ. 1 και 353 ΚΠολΔ), μερικά δε εκ των οποίων μνημονεύονται ειδικότερα στην συνέχεια, χωρίς κανένα, ωστόσο, να παραλείπεται κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης, τις προτάσεις των διαδίκων, τις προφορικές εξηγήσεις των πληρεξουσίων τους δικηγόρων και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρα 336 παρ. 4 και 741 ΚΠολΔ), τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπάγγελτα, αλλά και από όλη γενικά την διαδικασία αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: O αιτών, κάτοικοςΜπρίσκοβ Φίνκενχερντ (Brieskow - Finkenheerd) Γερμανίας, 47 ετών σήμερα, είναι έγγαμος με την ... και έχει αποκτήσει τρία ανήλικα τέκνα, την ..., την ... και την ..., ηλίκιας 15, 13 και 7 ετών αντίστοιχα. Είναι ιδιωτικός υπάλληλος και αποκερδαίνει κατά την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης το ποσό των 900,00€ περίπου προερχόμενο από την εργασία του και το ποσό των 400,00€ από εκμίσθωση της δυνητικής κύριας κατοικίας του στηνΝίκαια Πειραιά, ενώ η σύζυγός του δεν αποκερδαίνει κανένα εισόδημα. Το έτος 2015 ο αιτών διέθετε ατομικό μηνιαίο εισόδημα 380,00€ προερχόμενοαπό την εκμίσθωση της ως άνω κατοικίας του, ενώ η σύζυγός του δεν διέθετε κανένα εισόδημα (βλ. πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρουφορολογικού έτους 2015), ενώ τα εισοδήματά του στην Γερμανία δεν αναφέρονται. Το έτος 2014 ο αιτών διέθετε ατομικό μηνιαίο εισόδημα 380,00€προερχόμενο από την εκμίσθωση της ως άνω κατοικίας του, ενώ η σύζυγός του δεν διέθετε κανένα εισόδημα (βλ. πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου φορολογικού έτους 2014), ενώ τα εισοδήματά του στην Γερμανία δεν αναφέρονται. Το έτος 2013 ο αιτών διέθετε ατομικό μηνιαίο εισόδημα 905,00€ προερχόμενο από την εργασία του στην Γερμανία και την εκμίσθωση της ως άνω κατοικίας του, ενώ η σύζυγός του δεν διέθετε κανένα εισόδημα (βλ. πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου οικονομικού έτους 2014). Το έτος 2012 ο αιτών διέθετε ατομικό μηνιαίο εισόδημα 380,00€προερχόμενο από την εκμίσθωση της ως άνω κατοικίας του, ενώ η σύζυγός του δεν διέθετε κανένα εισόδημα (βλ. εκκαθαριστικό σημείωμα οικονομικού έτους 2013), ενώ τα εισοδήματά του στην Γερμανία δεν αναφέρονται. Το έτος 2011 ο αιτών διέθετε ατομικό μηνιαίο εισόδημα 608,33€προερχόμενο από την εργασία του στην Γερμανία και την εκμίσθωση της ως άνω κατοικίας του, ενώ η σύζυγός του δεν διέθετε κανένα εισόδημα (βλ. εκκαθαριστικό σημείωμα οικονομικού έτους 2012). Το έτος 2010 ο αιτών διέθετε ατομικό μηνιαίο εισόδημα 878,99€ προερχόμενο από την εργασίατου και από την εκμίσθωση της ως άνω κατοικίας του, ενώ η σύζυγός του διέθετε ατομικό μηνιαίο εισόδημα 155,18€ προερχόμενο από επίδομαανεργίας (βλ. εκκαθαριστικό σημείωμα οικονομικού έτους 2011). Ο αιτών είναι κύριος μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας διαμερίσματος με τα στοιχεία Β1εμβαδού 70,13 τ.μ. δεύτερου ορόφου με ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου 204,43‰ κειμένης στην διασταύρωση των οδών ..., η οποίαείναι η δυνητική κύρια κατοικία του ίδιου και της οικογένειάς του, με ΚΑΕΚ ... και μίας έτερης οριζόντιας ιδιοκτησίας αποθήκης με το στοιχείο 2 εμβαδού 8,46 τ.μ. υπογείου ορόφου με ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου 2,00‰ κειμένης στην ίδια οικοδομή με ΚΑΕΚ ... Αποδείχθηκεπεραιτέρω ότι ο αιτών έχει ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές προς τις καθ’ ων η αίτηση πιστώτριές του, δεν έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν από την υποβολή της υπό κρίση αίτησης, καθότι οι καθ’ ων η αίτηση πιστώτριες δεν προβάλλουν ισχυρισμό ότι αυτές αναλήφθηκαν εντός τουτελευταίου έτους πριν από την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης, θεωρούνται με την κοινοποίηση της υπό κρίση αίτησης σε αυτές κατά πλάσμα του νόμου ληξιπρόθεσμες και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά τον χρόνο κοινοποίησης αυτής, με εξαίρεση τις αναφερόμενες με αριθμούς 1,– 3 και 5 στην ενσωματωμένη στην υπό κρίση αίτηση κατάσταση απαιτήσεις των πρώτης και τρίτης των καθ’ ων η αίτηση πιστωτριών, που είναιεξασφαλισμένες με προσημειώσεις υποθηκών, οι οποίες και συνεχίζουν να εκτοκίζονται μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης επί της υπό κρίσηαίτησης με επιτόκιο ενήμερης οφειλής (άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 3869/2010), των οποίων το ύψος δεν αμφισβητήθηκε. Πιστώτριες του αιτούντος είναι οικαθ’ ων η αίτηση πιστώτριες, προς τις οποίες δυνάμει των ανωτέρω έχει τις εξής αντίστοιχα οφειλές: 1) ως οφειλέτης προς την πρώτη των καθ’ ων ηαίτηση πιστώτρια «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.» από την με αριθμό ... σύμβαση στεγαστικού δανείου για ποσό 59.860,17€, από την με αριθμό... σύμβαση στεγαστικού δανείου για ποσό 48.761,73€, από την με αριθμό ... σύμβαση στεγαστικού δανείου για ποσό 23.287,72€ και από την με αριθμό ... σύμβαση παροχής πίστωσης για ποσό 73.550,89€, ήτοι συνολικά για ποσό 205.460,51€ 2) ως οφειλέτης προς την δεύτερη των καθ’ ων ηαίτηση πιστώτρια «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Α.Ε.» από την με αριθμό ... σύμβαση καταναλωτικού δανείου για ποσό 1.280,13€ και 3) ωςοφειλέτης προς την τρίτη των καθ’ ων η αίτηση πιστώτρια «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» από την με αριθμό 3418541 σύμβαση παροχής πίστωσης για ποσό20.139,76€, από την με αριθμό ... σύμβαση πιστωτικής κάρτας για ποσό 3.425,01€ και από την με αριθμό 00201201316105 σύμβαση πιστωτικής κάρτας για ποσό 1.314,90€, ήτοι συνολικά για ποσό 24.879,67€, και συνολικά προς άπασες τις καθ’ ων η αίτηση πιστώτριες για ποσό 231.620,31€. Οαιτών διατηρούσε κατάστημα παροχής γευμάτων - αναψυκτήριο στο ʼργος από τις 1-12-2008 ως τις 28-8-2010, όταν και διέκοψε την επιχειρηματική του δραστηριότητα, και προηγουμένως από τις 6-3-1998 είχε αντίστοιχη επιχείρηση στον Ρέντη Αττικής. Στην με αριθμό πρωτοκόλλου .../12-7-2013 βεβαίωση κατάστασης οφειλών της πρώτης των καθ’ ων η αίτηση πιστώτριας φαίνεται να οφείλει για τόκους για την με αριθμό ... σύμβαση στεγαστικού δανείου το ποσό των 7.803,98€ και για έξοδα το ποσό των 1.807,81€ στις 12-7-2013, για την με αριθμό ... σύμβαση στεγαστικούδανείου για τόκους το ποσό των 5.907,64€ και για έξοδα το ποσό των 1.724,07€ την ίδια ημερομηνία, για την με αριθμό ... σύμβαση στεγαστικούδανείου για τόκους το ποσό των 2.896,30€ και για έξοδα το ποσό των 1.741,67€ την ίδια ημερομηνία και για την με αριθμό ... σύμβαση παροχήςπίστωσης για τόκους το ποσό των 26.121,73€ και για έξοδα το ποσό των 104,55€ την ίδια ημερομηνία, στην από 5-7-2013 αναλυτική κατάστασηοφειλών της δεύτερης των καθ’ ων η αίτηση πιστώτριας φαίνεται να οφείλει για τόκους το ποσό των 126,81€ κατά την ημερομηνία αυτή και στηναναλυτική κατάσταση οφειλών της τρίτης των καθ’ ων η αίτηση πιστώτριας φαίνεται να οφείλει για την με αριθμό ... σύμβαση παροχής πίστωσης γιατόκους το ποσό των 192,03€, για την με αριθμό ... σύμβαση πιστωτικής κάρτας για τόκους το ποσό των 1.069,72€ και για έξοδα το ποσό των 55,62€και για την με αριθμό ... σύμβαση πιστωτικής κάρτας για τόκους το ποσό των 237,87€. Στην περιεχόμενη δε στα ταυτάριθμα με την παρούσα ένορκηκατάθεση της μάρτυρα απόδειξης σε ερώτηση για το μέχρι πότε πλήρωνε τις οφειλές του ο αιτών προς τις Τράπεζες αναφέρεται ότι «…2009 μέχρι καιπου έφυγε. Κάποιους μήνες λίγο προτού φύγει είχε προβλήματα. Δεν μπορούσε δηλαδή, δεν πήγαινε καλά η επιχείρηση που άνοιξε, ήταν πολύ μεγάλοτο ενοίκιο…». Παράλληλα είχε οφειλές προς τον Τ.Ε.Β.Ε. και την Δ.Ε.Η. κατά την διακοπή της επιχειρηματικής του δραστηριότητας (βλ. την περιεχόμενη στα ταυτάριθμα με την παρούσα ένορκη κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης «…Και αναγκάστηκε ύστερα από αυτά να μαζέψει τηνοικογένειά του και να φύγει να πάει Γερμανία, για να μπορέσει να ανταπεξέλθει, αφήνοντας βέβαια και χρέη εδώ, με το ενοίκιο μπορέσαμε σιγά σιγά, ΔΕΗ, ΤΕΒΕ. Ενοίκια, προμηθευτές και όλα αυτά. …Χρωστούσε κάποια χρήματα στο ΤΕΒΕ και έκανε κάποιες ρυθμίσεις…». Σημειωτέον ότι οι ληφθείσεςεπιχειρηματικές πιστώσεις εκ μέρους του αιτούντος κεφαλαίου τουλάχιστον 47.324,61€ προς την πρώτη των καθ’ ων η αίτηση πιστώτρια και19.947,73€ προς την τρίτη των καθ’ ων η αίτηση πιστώτρια δεν προσιδιάζουν σε μικρέμπορο, καθώς αποτελεί ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνουαρκετά μεγάλου ύψους, που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ενέχει κερδοσκοπικό συμφέρον. Το αν ο αιτών είχε χαμηλούς τζίρους, πράγμα που προκύπτει από το εκκαθαριστικό σημείωμα οικονομικού έτους 2011, δεν απασχολούσε προσωπικό, εργαζόταν ο ίδιος αποκλειστικά στην επιχείρησή του, καταπονούταν σωματικά και λάμβανε ως ανταμοιβή της σωματικής του καταπόνησης το κέρδος από την επιχείρησή του, η οποία ήταν οργανωμένη, δεν τον καθιστά μικρέμπορο, καθόσον λείπει το προρρηθέν στοιχείο της μη ανάληψης μεγάλου επιχειρηματικού κινδύνου εκ μέρους του. Επίσης κατά τα προρρηθέντα κατά την διακοπή της εμπορικής του επιχείρησης και την παύση της εμπορίας του είχε επέλθει ήδη παύση των πληρωμών του, συνακόλουθα κατά τα προδιαμειφθέντα στην μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της παρούσας ο αιτών δεν μπορεί να υπαχθεί λόγω της πτωχευτικής του ικανότητας στις διατάξεις του ν. 3869/2010, αλλά μπορεί να υπαχθεί σε αυτές του ν. 3588/2007 και για τον λόγο αυτό η υπό κρίση αίτηση τυγχάνει απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται, επειδή κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στα πλαίσια του ν. 3869/2010 δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 14 του ν. 3869/2010). Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6, εδ. β΄ του ν. 3869/2010.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των δεύτερης και τρίτης των καθ’ ων η αίτηση πιστωτριών και του εγγυητή, ..., και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.



ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη.



ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ʼργος, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι ούτε οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, συντεταγμένη σε πρωτότυπο και σε ηλεκτρονική μορφή από τον Ειρηνοδίκη, στις 2-5-2017.



Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
πηγή : dsanet

Σχόλια