ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΕΙΞΗ «ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ» ΚΑΙ ΕΚΤΑΚΤΗ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ (Με αφορμή την ΜΠρΚιλκίς 331/ 2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)



ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ  ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΕΙΞΗ «ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ»  ΚΑΙ ΕΚΤΑΚΤΗ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ  (Με αφορμή την ΜΠρΚιλκίς 331/ 2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)

ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ
ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΕΙΞΗ «ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ»
ΚΑΙ ΕΚΤΑΚΤΗ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ
(Με αφορμή την ΜΠρΚιλκίς 331/ 2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)



Γιάννης Κ. Ψαρομήλιγκος

Δικηγόρος Σύρου



Μεταξύ των ριζικών τροποποιήσεων που επέφερε ο Ν. 4164/ 2013 στο κτηματολογικό δικονομικό μας δίκαιο, εξέχουσα θέση κατέχει εκείνη της αντικατάστασης των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 2664/ 1998, στο πλαίσιο της οποίας, μεταξύ άλλων, προστέθηκε στην περ. α΄ της εν λόγω παραγράφου υποπερίπτωση ββ΄, σύμφωνα με την οποία «κατ’ εξαίρεση όσων ορίζονται στην περίπτωση α΄, όταν πρόκειται για διόρθωση αρχικής εγγραφής επί γεωτεμαχίου με την ένδειξη “αγνώστου ιδιοκτήτη” κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9 και ο δικαιούχος επικαλείται ως τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, ασκείται η αγωγή της παραγράφου 2 που απευθύνεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου» [1].
Κατόπιν δε της εν λόγω νομοθετικής παρέμβασης και contra τόσο στο γράμμα της, από το οποίο ευχερώς προκύπτει ότι οι σχετικές διατάξεις καλούνται σε εφαρμογή αποκλειστικά και μόνον όταν ο δικαιούχος του εγγραπτέου στα κτηματολογικά βιβλία δικαιώματος (πρόσωπο που δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκη με τον αιτούντα) έχει ως άμεσο «τίτλο» (τρόπο) κτήσης του επίδικου δικαιώματός του την έκτακτη χρησικτησία, όσο και στο πνεύμα της, που θέλει την εισαγόμενη με τις διατάξεις αυτές ρύθμιση «εξαιρετική», συνεχώς κερδίζει έδαφος, τόσο στη νομολογία όσο και στη θεωρία, η άποψη ότι, όταν «οι αιτούντες επικαλούνται ως τίτλο κτήσης είτε την κληρονομική διαδοχή των δικαιοπαρόχων τους, ο δικαιοκτητικός τίτλος των οποίων ήταν η έκτακτη χρησικτησία, είτε την έκτακτη χρησικτησία των ιδίων (αιτούντων), τότε υποχρεωτικά η υπόθεση υπάγεται στην αμφισβητούμενη διαδικασία και όχι στην εκουσία δικαιοδοσία» (ΜΠρΘεσ 2964/ 2014, δημοσιευμένη το πρώτον, κατά τα κύρια σημεία της, σε Μαγδαληνής Χ. Τσιλιγγερίδου, Ένδικη προστασία για ακίνητο φερόμενο ως «άγνωστου» ιδιοκτήτη, 2015, σελ. 203 επ.).
Έτσι, όχι πολύ καιρό αργότερα, με την ερμηνευτική αυτή εκδοχή συντάχθηκε και η ΜΠρΘεσ 8074/ 2016 (ΕλλΔνη 2017, σελ. 268 επ.), η οποία, χαρακτηρίζοντας «τυχαίο γεγονός» τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου σε σχέση με εκείνον της έναρξης ισχύος του Κτηματολογίου, επανέλαβε ότι «στις περιπτώσεις όμως που ο κληρονόμος ως δικαιούχος του εγγραπτέου δικαιώματος επικαλείται ως τίτλο κτήσης την κληρονομική διαδοχή από πρόσωπο που απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, δηλαδή το δικαίωμα του συναρτάται απόλυτα από την κτήση κυριότητας από τον δικαιοπάροχό του με έκτακτη χρησικτησία, χωρίς ο ίδιος ο κληρονόμος να μπορεί να επικαλεσθεί κτήση κυριότητας στο πρόσωπό του ανεξάρτητη από την ύπαρξη κυριότητας στο πρόσωπο του κληρονομούμενου [2], κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου πρέπει να ασκηθεί η κατά την τακτική διαδικασία αγωγή του άρθρου 6 § 2 ν. 2664/ 1998 και όχι η κατά την εκουσία δικαιοδοσία αίτηση του άρθρου 6 § 3 ν. 2664/ 1998. Παραδοχή διαφορετικής άποψης θα επέτρεπε στο τυχαίο γεγονός ότι ο θάνατος του αποκτώντος με έκτακτη χρησικτησία την κυριότητα ακινήτου προηγήθηκε της έναρξης ισχύος του Κτηματολογίου να ακυρώσει τη βούληση του νομοθέτη, η οποία σαφέστατα είναι το εγγραπτέο δικαίωμα κυριότητας που θεμελιώνεται σε έκτακτη χρησικτησία να εκδικάζεται κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία».
Ωστόσο, όπως και από άλλη θέση έχω υποστηρίξει [3], φρονώ ότι η προσέγγιση αυτή των επίμαχων διατάξεων δεν μπορεί να τύχει επιδοκιμασίας. Ειδικότερα, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ως δικαιούχος (ή φορέας) εμπραγμάτου (και συνεπώς εγγραπτέου) στα κτηματολογικά βιβλία δικαιώματος δεν μπορεί παρά να είναι πρόσωπο που βρίσκεται στη ζωή κατά την έναρξη ισχύος του Εθνικού Κτηματολογίου στην κτηματογραφηθείσα περιοχή [4- 5]. Συναφώς δε, έχει προ πολλού κρατήσει απολύτως η άποψη ότι, σε περίπτωση που η κληρονομική διαδοχή και ο σχετικός τίτλος κτήσης δεν έχουν σημειωθεί στο οικείο κτηματολογικό φύλλο, η διατύπωση του αιτήματος για τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και την εγγραφή του αληθούς δικαιούχου του δικαιώματος στο εν λόγω φύλλο, κατά τον χρόνο των πρώτων εγγραφών, έχει άμεση σχέση και συναρτάται με τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και συγκεκριμένα με το εάν αυτός έλαβε χώρα πριν ή μετά την έναρξη λειτουργίας του οικείου κτηματολογικού γραφείου. Και τούτο, επειδή η κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή έχει την ιδιαιτερότητα ότι, ανεξάρτητα από το χρόνο σύνταξης του σχετικού εγγράφου για την αποδοχή κληρονομίας, αυτή ανατρέχει πάντοτε στον χρόνο επαγωγής (ex tunc), που είναι ο θάνατος του κληρονομουμένου, κατά τα άρθρα 1193, 1195, 1198, 1199 και 1845 Α.Κ., άσχετα με το χρόνο μεταγραφής ή εγγραφής του σχετικού εγγράφου αποδοχής κληρονομίας.
Συνεπώς, αν ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, δηλαδή ο αποβιώσας κατά το χρόνο έναρξης αυτού ήταν εν ζωή, τότε δικαιούχος του εγγραπτέου δικαιώματος είναι ο κληρονομούμενος και με το οικείο δικόγραφο θα ζητείται η αναγραφή των στοιχείων του κληρονομουμένου στο κτηματολογικό φύλλο, οπότε, αν η αιτία κτήσης του τελευταίου είναι η έκτακτη χρησικτησία, σαφώς πρέπει να ασκηθεί η αγωγή της παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν. 2664/ 1998. Αντίθετα, αν ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε πριν από την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, τότε δικαιούχοι του εγγραπτέου δικαιώματος είναι οι κληρονόμοι αυτού, δεδομένου ότι δεν νοείται να είναι φορέας εμπραγμάτων δικαιωμάτων πρόσωπο το οποίο δεν υπάρχει, οπότε και θα πρέπει να ζητηθεί από το δικαστήριο η αναγραφή στο κτηματολογικό φύλλο των κληρονόμων του αποβιώσαντος, με αιτία κτήσης την κληρονομία και τίτλο κτήσης το σχετικό δημόσιο έγγραφο αποδοχής της [6], δηλαδή τίτλος και αιτία κτήσης που σαφώς εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής των εδώ εξεταζόμενων διατάξεων, τόσο κατά το γράμμα όσο και κατά το πνεύμα τους, μη κωλυομένης, ως εκ τούτου, της άσκησης της αίτησης της παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου.
Προφανώς, δε, πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο ότι την αμέσως προαναφερθείσα και προ πολλού παγιωμένη θέση της θεωρίας και της νομολογίας, αναφορικά με την επιρροή του χρόνου θανάτου του κληρονομουμένου στην ακρίβεια των κτηματολογικών εγγραφών και στην πρέπουσα μεταχείριση της διόρθωσης τυχόν σχετικού σφάλματός τους, αναμφίβολα την γνώριζε άριστα ο νομοθέτης του Ν. 4164/ 2013 και συνεπώς, αν πράγματι είχε τη βούληση να υπαχθούν όλες εν γένει οι δυνάμενες να επηρεασθούν από το γεγονός αυτό υποθέσεις στην τακτική διαδικασία, αδιακρίτως δηλαδή του χρόνου θανάτου του κληρονομουμένου χρησιδεσπόσαντος (ή, πιο συγκεκριμένα, ανεξαρτήτως του εάν τούτος επήλθε πριν ή μετά την έναρξη της ισχύος του Κτηματολογίου), σίγουρα μπορούσε να εκφρασθεί, τόσο κατά το γράμμα όσο και κατά το πνεύμα του, με τρόπο που θα απέκλειε ρητά τυχόν αντίθετο ενδεχόμενο, κάτι όμως που ουδόλως έπραξε, ακριβώς επειδή η βούλησή του δεν ήταν αυτή.
Εξάλλου, πέραν του κατά πόσον είναι πειστική μια επιχειρηματολογία που αποδίδει τον χαρακτηρισμό του «τυχαίου» σε ένα γεγονός που παγίως κανοναρχεί την ερμηνευτική προσέγγιση άλλων στασιαζόμενων ζητημάτων, η κυριότερη αδυναμία της ανωτέρω ερμηνευτικής εκδοχής αποκαλύπτεται στις αμέσως επόμενες των προπαρατεθεισών σκέψεις της ΜΠρΘεσ 8074/ 2016, με τις οποίες, προκειμένου προφανώς να μην θεωρηθεί de facto υποδεέστερης αξιοπιστίας ο δια κληρονομικής διαδοχής τρόπος παράγωγης κτήσης από άλλους, διευρύνεται ακόμη περισσότερο το πεδίο εφαρμογής των επίμαχων διατάξεων, κατά τρόπο ώστε τελικά να καταλαμβάνεται απ’ αυτό κάθε αιτία παράγωγης κτήσης, υποστηριζόμενου τοιουτοτρόπως ότι «τα αυτά ισχύουν και στην περίπτωση που ο καθ’ οιονδήποτε τρόπο μεταβιβάσας δικαιοπάροχος του αιτούντος θεμελιώνει το δικαίωμα κυριότητάς του σε έκτακτη χρησικτησία, δηλαδή ο αιτών αιτιάται ότι έχει αποκτήσει κυριότητα με παράγωγο τρόπο από μεταβιβάσαντα που επικαλείται ως τίτλο την έκτακτη χρησικτησία». Κοντολογίς δηλαδή, η συνεπής εφαρμογή της επίμαχης ερμηνευτικής εκδοχής οδηγεί σε ακραία contra legem ερμηνεία, αφού ουσιαστικά απαιτεί όχι μόνον ο δικαιούχος αλλά ακόμη και ο άμεσος (ή, ίσως, και έτι απώτερος;) δικαιοπάροχός του να μην φέρουν το «στίγμα» της έκτακτης χρησικτησίας στην αιτία κτήσης τους.
Παράλληλα, όμως, και στη σχετική φιλολογία, όπου οι περιπτώσεις του θέματος χαρακτηρίζονται ως περιπτώσεις «υποκρυπτόμενης ή καλυπτόμενης ή λανθάνουσας» χρησικτησίας, ήδη γίνεται δεκτό, έστω και με κάποιες επιφυλάξεις, ότι η εν λόγω ερμηνευτική εκδοχή, καίτοι αναγνωρίζεται πως «έχει το μειονέκτημα ότι στην ουσία υπερκερνά την κληρονομική διαδοχή και “εξισώνει” τον αιτούντα με την περίπτωση του αιτούντος που επικαλείται την έκτακτη χρησικτησία χωρίς κληρονομική διαδοχή», εντούτοις «πρέπει να επικροτηθεί ως προς το αποτέλεσμα, όχι επειδή το δικαίωμα του κληρονόμου είναι απολύτως συνδεδεμένο με την κτήση κυριότητας από τον δικαιοπάροχό του με έκτακτη χρησικτησία, αλλά επειδή αντίθετη άποψη μπορεί να καταστρατηγεί την υποχρεωτική υπαγωγή της έκτακτης χρησικτησίας στο άρθρο 6 § 2. Το δικαστήριο διείδε ότι όπως είναι επικίνδυνο να “εφευρίσκεται” ως λόγος κτήσης της κυριότητας η έκτακτη χρησικτησία, σχεδόν το ίδιο επικίνδυνο, είναι να συνδυάζεται με την κληρονομική διαδοχή, για να παρακάμπτεται ή μάλλον να αποφεύγεται η υπαγωγή της έκτακτης χρησικτησίας στο άρθρο 6 § 2» [7].
Ωστόσο, οι συλλογισμοί αυτοί δύσκολα κρύβουν μια μάλλον υπερβολική καχυποψία απέναντι όχι μόνο στον θεσμό της έκτακτης χρησικτησίας αλλά και σ’ αυτήν ακόμη την ίδια τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι υφίσταται πάντα η δυνατότητα του Ελληνικού Δημοσίου (ή και οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερόμενου) να παρέμβει στη σχετικώς ανοιγησόμενη δίκη ή, αν δεν έλαβε μέρος σ’ αυτήν, είτε να ασκήσει την αγωγή της παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν. 2664/ 1998 είτε να τριτανακόψει την τυχόν θίγουσα εγγραπτέο δικαίωμά του απόφαση [8- 9], σε κάθε δε περίπτωση αρμόζουν περισσότερο σε έλεγχο της ουσίας παρά του παραδεκτού του εκάστοτε δικογράφου, δηλαδή σε έλεγχο της ουσιαστικής βασιμότητας του τελευταίου, μετά τον οποίο, άλλωστε, αν ο Κτηματολογικός Δικαστής διαβλέψει τυχόν «εφεύρεση» ισχυρισμών περί έκτακτης χρησικτησίας, διατηρεί πάντα τη δυνατότητα να απορρίψει την επίδικη αίτηση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ιδίως μάλιστα σε περίπτωση άσκησης κύριας παρέμβασης, ακριβώς λόγω μη διαπίστωσης του επιδίκου δικαιώματος που επικαλείται ο αιτών [10]. Ταυτόχρονα, μάλιστα, φαίνεται να παραβλέπουν ή, τουλάχιστον, να υποτιμούν το ευρύτερο σύστημα πρωτοβουλίας και αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστή που ισχύει στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ακριβώς λόγω του χαρακτήρα της ως μέσου προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων, χαρακτήρας ο οποίος επιβάλλει την ενεργό συμμετοχή του δικαστή στη συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης [11], μειώνοντας δραστικά τον κίνδυνο ευδοκίμησης τέτοιου είδους «εφευρέσεων».
Ήδη πλέον, αντίθετη στην επίμαχη ερμηνευτική εκδοχή βρίσκεται και η αποτελέσασα την αφορμή για τη σύνταξη του παρόντος σημειώματος υπ’ αριθμ. 331/ 2017 ΜΠρΚιλκίς (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η οποία, καίτοι η δικαιούχος εγγραπτέου δικαιώματος αιτούσα επικαλείτο ως τίτλο κτήσης της την κληρονομική διαδοχή προσώπου που είχε αποκτήσει το επίδικο ακίνητο με έκτακτη χρησικτησία, δέχθηκε την εισαγωγή της ένδικης διόρθωσης της ένδειξης «αγνώστου ιδιοκτήτη» κατά την εκούσια δικαιοδοσία, δυνάμει αίτησης των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρ. 6 του Ν. 2664/ 1998, την οποία τελικά έκανε δεκτή και ως ουσία βάσιμη. Και τούτο, μάλιστα, παρ’ ότι στη σχετικώς ανοιγείσα δίκη αποπειράθηκε να αντιδικήσει το Ελληνικό Δημόσιο, έστω και με αντιδικονομικό τρόπο [12]. Δυστυχώς, βέβαια, το δικάσαν Δικαστήριο δεν διέλαβε στις αιτιολογίες του σκέψεις επί της επίμαχης ερμηνευτικής διχοστασίας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αξιολογηθεί το κατά πόσον έλαβε υπ’ όψιν του τον όλο σχετικό προβληματισμό. Γεγονός, όμως, παραμένει ότι η απόφανσή του θέτει τα πράγματα στη σωστή βάση. Ευκταίο, δε, θα είναι, να αποτελέσει έναυσμα για τη μεταστροφή της νομολογίας επί του προκείμενου ζητήματος και τη συνακόλουθη εγκατάλειψη μιας ερμηνευτικής κατασκευής που, πάντα κατά την άποψη του υποφαινόμενου, δεν φαίνεται να διαθέτει επαρκές έρεισμα ούτε στο γράμμα ούτε στο πνεύμα του Νόμου.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση, η εν λόγω τροποποίηση υπαγορεύτηκε «για λόγους ασφάλειας της δικονομικής διαδικασίας και προάσπισης των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου, εξαιρετικά και µόνο για τις περιπτώσεις που πρόκειται για διόρθωση αρχικών εγγραφών επί γεωτεµαχίου µε την ένδειξη “ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ” και ο δικαιούχος επικαλείται ως τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία» (σελ. 5). Οι σκέψεις αυτές του νομοθέτη απηχούν αντίστοιχες μέρους της νομολογίας, που είχε υποστηρίξει, κατά το παρελθόν, ότι δεν μπορεί η έκτακτη χρησικτησία να αποτελέσει νόμιμη βάση της αίτησης της παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 2664/ 1998, άποψη που, παρ’ ότι τελικά δεν κράτησε, ήδη αποτελεί πλέον ισχύον δίκαιο, μετά την εν θέματι νομοθετική παρέμβαση [βλ. ιδίως Σταμάτη Ι. Κουμάνη, Η νεότερη νομολογία στο ζήτημα της αίτησης διόρθωσης ανακριβούς πρώτης εγγραφής (άρθρ. 6 παρ. 3 ν. 2664/ 1998) με νόμιμη βάση την έκτακτη χρησικτησία, Αρμ 2011, σελ. 354 επ.].
2. Προφανώς (;) υπό τις προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας, βάσει της οποίας η εν λόγω απόφαση διέταξε τελικά την αιτούμενη διόρθωση, καθώς η επίμαχη εξαίρεση από τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας αφορά μόνο την έκτακτη και όχι και την τακτική χρησικτησία (Γιώργος Μαγουλάς, Κτηματολογικές Εγγραφές, 2015, σελ. 49 κ.λπ.).
3. Ιωάννη Κ. Ψαρομήλιγκου, Ζητήματα διόρθωσης αρχικών κτηματολογικών εγγραφών (Περιπτωσιολογία- Παράρτημα κειμένων), Σεπτέμβριος 2017, σελ. 69 επ., όπου και- εν πολλοίς- βασίζονται οι αναπτύξεις του παρόντος σημειώματος.
4. Βλ. τελείως ενδεικτικά Γεωργίου Διαμαντόπουλου- Κωνσταντίας Εμμανουηλίδου, Ζητήματα Κτηματολογικού Δικονομικού Δικαίου, 2014, σελ. 11, Γιώργου Μαγουλά, ό.π., σελ. 112, Γιάννας Δ. Καρύμπαλη- Τσίπτσιου, Κτηματολόγιο και κληρονομική διαδοχή («ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ: Νομοθετική έκρηξη και νομολογιακή πραγματικότητα», ΕΝΟΒΕ, 2014, σελ. 33 επ.), Εμμανουήλ Γ. Ταμιωλάκη, Κληρονομική διαδοχή και διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Επανάληψη της συζήτησης αίτησης του άρθρου 6 § 3 ν. 2664/ 1998 (Παρατηρήσεις στην ΜΠρΠειρ 1198/ 2014, ΕλλΔνη 2017, σελ. 317) κ.λπ.
5. Πάγια γίνεται δεκτό στη θεωρία και τη νομολογία, κατά την ερμηνευτική προσέγγιση διαφόρων ζητημάτων, ότι κρίσιμος χρόνος ύπαρξης του προσβαλλόμενου με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές εμπράγματου δικαιώματος είναι αυτός της έναρξης ισχύος του Κτηματολογίου σε μία περιοχή και όχι οποιοδήποτε άλλο γεγονός ή χρονικό σημείο. Βέβαια, σοβαρό ρήγμα στη γενική ισχύ της θέσης αυτής, και δη αναφορικά με τον υπολογισμό της συμπλήρωσης του χρόνου νομής του χρησιδεσπόζοντος, επέφερε η παρ. 2 του άρθρου 37 του Ν. 4315/ 2014 (προσθέτοντας στην παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 2664/ 1998 περίπτωση στ΄, κατά το πρώτο εδάφιο της οποίας, η συμπλήρωση του χρόνου της άνω νομής υπολογίζεται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής της παρ. 2 ή της αίτησης της παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 2664/ 1998), χωρίς όμως η εν λόγω νομοθετική παρέμβαση να κλονίζει το κύρος της (μάλλον το αντίθετο θα έλεγα) επί των λοιπών σχετικών ζητημάτων στα οποία βρίσκει εφαρμογή.
6. ΕφΑθ 5848/ 2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 8077/ 2016, ΕλλΔνη 2017, σελ. 271, ΜΠρΘεσ 12784/ 2015, ΕλλΔνη 2017, σελ. 256, ΜΠρΡόδου 455/ 2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΛαμίας 28/ 2012, ΝοΒ 2012, σελ. 1433 κ.λπ. Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα και η ΜΠρΠειρ 1198/ 2014, ΕλλΔνη 2017, σελ. 316 (με σύμφωνες παρατηρήσεις Εμμανουήλ Γ. Ταμιωλάκη), η οποία διέταξε επανάληψη της συζήτησης της ένδικης αίτησης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 254 του Κ.Πολ.Δ., προκειμένου οι αιτούντες να αποδεχθούν την οικεία κληρονομία και να καταχωρήσουν το σχετικό έγγραφο στα κτηματολογικά φύλλα των επιδίκων ακινήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7α του Ν. 2664/ 1998. Βλ. επίσης, μεταξύ πολλών άλλων, και Γιώργου Μαγουλά, ό.π., σελ. 109 επ. καθώς επίσης και Μαγδαληνής Χ. Τσιλιγγερίδου, Ένδικη προστασία για ακίνητο φερόμενο ως «άγνωστου» ιδιοκτήτη, 2015, σελ. 129 επ., όπου και πλήθος περαιτέρω παραπομπών στη σχετική νομολογία από αμφότερους.
7. Καλλιρρόη Παντελίδου, Χρησικτησία και κληρονομική διαδοχή, σελ. 240 επ. στον συλλογικό τόμο «Χρησικτησία και Εθνικό Κτηματολόγιο», 2017, όπου μνεία και των υπ’ αριθμ. 6312/ 2015 και 17460/ 2015 ΜΠρΘεσ (αδημ.). Προς την ίδια κατεύθυνση και η Κωνσταντία Εμμανουηλίδου, φρονώντας ότι «επειδή εν προκειμένω το ερευνητέο θέμα είναι κατά πόσο ο κληρονομούμενος απέκτησε την κυριότητα του γεωτεμαχίου με χρησικτησία, πρέπει να προκρίνεται η τακτική διαδικασία του άρθρου 6 § 2 του ν. 2664/ 1998 κατά του Ελληνικού Δημοσίου και η σχετική αίτηση κατά την εκουσία να απορρίπτεται ως απαράδεκτη» (Η δίκη της χρησικτησίας. Δικονομικό πλαίσιο και διαδικαστικά ζητήματα, στον συλλογικό τόμο «Χρησικτησία και Εθνικό Κτηματολόγιο», 2017, σελ. 302, υποσημ. 68). Τέλος, πολύ πρόσφατα, μάλλον αμφίθυμος ο Κωνσταντίνος Πλιάτσικας (Η διόρθωση ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, 2019, σελ. 147, υποσημ. 486).
8. Για τις δικονομικές δυνατότητες του αληθούς δικαιούχου τόσο πριν όσο και μετά την έκδοση απόφασης επί αίτησης του άρθρου 6 § 3 του Ν. 2664/ 1998 βλ. ιδίως Μαγδαληνής Χ. Τσιλιγγερίδου, ό.π., σελ. 159 επ., όπου διεξοδική ανάλυση και τεκμηρίωση των εν λόγω δυνατοτήτων, υπογραμμιζόμενης πάντως της ριζικής διαφωνίας του υποφαινόμενου με μια, ευθέως αντιβαίνουσα στο νομοθετικό κείμενο, άποψη της συγγραφέως, δηλαδή ότι, στην περίπτωση που ο κυρίως παρεμβαίνων αντιποιείται το ουσιαστικό δικαίωμα του αιτούντος, η εκδοθησόμενη απόφαση θα παράγει δεδικασμένο, που θα δρα υποκειμενικώς και αντικειμενικώς, και ως εκ τούτου, σύμφωνα πάντα με την άποψη αυτή, κατά τελολογική συστολή της διάταξης του άρθρου 6 § 3 περ. α΄ του Ν. 2664/ 1998, η δυνατότητα προσφυγής στη συνέχεια στην τακτική διαδικασία με την άσκηση της αγωγής της παρ. 2 του ιδίου άρθρου θα καθίσταται άνευ αντικειμένου, λόγω του ήδη υπάρχοντος δεδικασμένου, και μάλλον θα έπρεπε να αποκλειστεί.
9. Για τη δυνατότητα (αλλά και τη σκοπιμότητα) σώρευσης τριτανακοπής του αληθούς δικαιούχου με αίτηση της παρ. 3 του άρθρ. 6 του Ν. 2664/ 1998 βλ. Μαγδαληνής Χ. Τσιλιγγερίδου, ό.π., σελ. 179- 180. Επίσης, για την, κατ’ ορθότερη άποψη, κατάφαση της ενεργητικής νομιμοποίησης του Ελληνικού Δημοσίου για υποβολή της εν λόγω αίτησης βλ. σχετικές παρατηρήσεις Κωνσταντίνου Πλιάτσικα, κάτωθι της ΜΠρΘεσ 7823/ 2015 (ΕλλΔνη 2017, σελ. 305 επ.).
10. Ως γνωστόν, σθεναρά υποστηρίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση αμφισβήτησης δικαιώματος σε δίκη του άρθρου 6 παρ. 3 του Ν. 2664/ 1998, η σχετική αίτηση πρέπει να απορρίπτεται κατ’ ουσίαν, «λόγω μη διαπιστώσεως του επιδίκου δικαιώματος που επικαλείται ο αιτών» (ΕφΠειρ 724/ 2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Βλ. και Μαγδαληνής Χ. Τσιλιγγερίδου, ό.π., σελ. 28. 
11. Κεραμέως/ Κονδύλη/ Νίκα (- Αρβανιτάκης), Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., τ. ΙΙ΄, 2000, υπό άρθρο 744 (σελ. 1479 επ.).
12. Λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορούσε να λάβει υπόψη του κανέναν ισχυρισμό του Ελληνικού Δημοσίου, ούτε καν αυτεπαγγέλτως. Ορθότερη, πάντως, φαίνεται στον γράφοντα η άποψη ότι ναι μεν ο τρίτος, αν δεν ασκήσει παρέμβαση, παραμένει τρίτος και δεν καθίσταται διάδικος, έστω και αν παραστάθηκε στη δίκη, ωστόσο οι ισχυρισμοί του μπορούν ενδεχομένως να ληφθούν υπόψη, στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης έρευνας του δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 744 Κ.Πολ.Δ. (Αρβανιτάκης σε Κεραμέως/ Κονδύλη/ Νίκα, ό.π., σελ. 1489- 1490, αρ. 8), άρθρο το οποίο, καθιερώνοντας στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το ανακριτικό σύστημα, παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και μη προταθέντων, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Γεώργιος Ν. Διαμαντόπουλος, Η δίκη των αντιρρήσεων ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή, 2015, σελ. 167- 168, αρ. 251, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη σχετική θεωρία και νομολογία).



Σχόλια