Άρθρο Κωνσταντίνας Ι. Αποστολοπούλου Δικηγόρου Πατρών - H πλημμελής εγκατάσταση πράγματος υπό το νέο δίκαιο της σύμβασης πώλησης

 

Άρθρο Κωνσταντίνας Ι. Αποστολοπούλου Δικηγόρου Πατρών  - H πλημμελής εγκατάσταση πράγματος υπό το νέο δίκαιο της σύμβασης πώλησης


    Κωνσταντίνα Ι. Αποστολοπούλου

Δικηγόρος, Α.Μ. Δ.Σ.Π. :1337

Αλ. Υψηλάντου, αριθμ. 216-Πάτρα

Τηλ. 2610.272-415, 6974705617

H πλημμελής εγκατάσταση πράγματος υπό το νέο δίκαιο της σύμβασης πώλησης.

-Ερμηνευτική προσέγγιση των διατάξεων της πώλησης μετά τις αλλαγές του ν. 3043/2002 επί συμβάσεων πώλησης και δη επί μικτων συμβάσεων κατά  τις οποίες ο πωλητής αναλαμβάνει και την υποχρέωση τοποθέτησης πλην της μεταβίβασης των πωληθέντων.

- Δικαίωμα διεκδίκησης περαιτέρω ζημίας κατ΄ άρθρο 540, 543 Α.Κ. στην περίπτωση έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας του πράγματος

-Εξομοίωση των περιπτώσεων πλημμελούς εγκατάστασης με έλλειψη ανταπόκρισης στη σύμβασης  (με αφορμή την με αριθμό 49/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου)

 

I) Κατά τη διάταξη του άρθρου 524 Α.Κ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 1παρ. 1 του ν. 3043/2002 ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα. Πραγματικό ελάττωμα συνιστά η ατέλεια του πράγματος, που αφορά στην ιδιοσυστασία ή την κατάσταση του κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή και η οποία έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα αυτού (ΟλΑΠ 29/1990 ΕΕΝ 1990. 445, ΑΠ 1544/2008 ΝοΒ 2009. 434, ΕφΑΘ 6910/2007 ΕλλΔνη 2008. 618, ΕφΑΘ 2464/2005 ΔΕΕ 2005. 1321, Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος I, σ. 226 και 243). Ιδιότητα του πράγματος θεωρείται όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία, από το είδος και τη διάρκεια της, επιδρά, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος. Εξάλλου, ως συνομολογημένη νοείται μία ιδιότητα, όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών ότι το πράγμα έχει την συγκεκριμένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από τον αγοραστή και την οποία ο πωλητής εγγυάται αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψη της (ΑΠ 243/2009, ΕφΠατρ 673/2008 ΑχΝομ 2009. 128, ΕφΑΘ 6910/2007 ΕλλΔνη 2008. 618, ΕφΔωδ 93/2007 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΑΘ 2464/2005 ΔΕΕ 2005. 1321, ΕφΘεσ 1985/2003 Αρμ 2005. 206, ΠΠρΒολ 115/2010 Αρμ 2010.1500, Κορνηλάκης, ό.π., σ. 240, Γεωργιάδης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος I, σ. 87 αρ. 39, πρβλ. και ΕφΑΘ 6493/1999 ΕλλΔνη 2000. 188).

ΙΙ)Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 535 ΑΚ, ο πωλητής δεν εκπληρώνει την υποχρέωση του για παράδοση πράγματος με; τις συνομολογημένες ιδιότητες και απαλλαγμένου από πραγματικά ελαττώματα, όταν το πράγμα δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση. Η παροχή πράγματος από τον πωλητή στον αγοραστή, χωρίς τις άνω ιδιότητες και με πραγματικά ελαττώματα, είναι θεμελιωτική της ευθύνης λόγω μη εκπληρώσεως, η οποία υπόκειται στην ειδική ρύθμιση του άρθρου 537 ΑΚ που βασικά ορίζει γνήσια αντικειμενική ευθύνη, εφαρμοζομένων των ειδικών διατάξεων των άρθρων 540 επ. ΑΚ και όχι των γενικών διατάξεων του ΑΚ. Εκ τούτων παρέπεται, ότι, υπό το ισχύον δίκαιο, σε περίπτωση παροχής πωληθέντος πράγματος ελαττωματικού ή χωρίς τις συνομολογημένες ιδιότητες, μετά τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή (άρθρο 522 ΑΚ), αποκλείεται η εφαρμογή των γενικών διατάξεων για τη μη (ή τη μη προσήκουσα) εκπλήρωση (άρθρα 335 επ., 362 επ., 374 επ. ΑΚ). Τούτο, διότι λείπει ακριβώς η βασική προϋπόθεση εφαρμογής τους, ήτοι η μη ή η μη προσήκουσα εκπλήρωση, καθόσον η παροχή ελαττωματικού πράγματος ή χωρίς τις συνομολογημένες ιδιότητες αποτελεί εκπλήρωση και ένεκα των ελαττωμάτων αυτού ή των ελλείψεων των συνομολογημένων ιδιοτήτων έχουν εφαρμογή πλέον οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 540 και 543 ΑΚ, μέσω των οποίων υλοποιείται η πρωτογενής εκ του άρθρου 534 ΑΚ αξίωση εκπλήρωσης. (ΑΠ 710/2017).

ΙΙΙ) Με τη νεοπαγή διάταξη του άρθρου 536 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της από το άρθρο 1 § 1 του ν.3043/2002, εξομοιώνονται περιπτώσεις πλημμελούς εγκατάστασης με έλλειψη ανταπόκρισης στη σύμβαση και ειδικότερα αν πρόκειται για πλημμελή εγκατάσταση από τον πωλητή ή για πλημμελείς οδηγίες εγκατάστασης του πωλητή και αν αυτή η εγκατάσταση ή οι οδηγίες συνιστούν μέρος της σύμβασης, της ιδιαιτερότητας της διατάξεως αυτής συνισταμένης στο ότι η πώληση πράγματος με περαιτέρω υποχρέωση του πωλητή για εγκατάσταση του πωληθέντος από τον ίδιο ή τους βοηθούς του, θεωρείται ως πώληση και η εγκατάσταση συνιστά κύρια ή παρακολουθηματική υποχρέωση του πωλητή. Ειδικότερα, όσον αφορά στην πλημμελή εγκατάσταση, καταλογίζεται στον πωλητή και όταν αυτή έγινε από τον αγοραστή, εφόσον η πλημμέλεια είναι αποτέλεσμα παράβασης της συμβατικής υποχρέωσης του πωλητή να δώσει είτε οδηγίες γενικά ή τις ορθές οδηγίες, δηλαδή τις απαιτούμενες αναφορικά με τις ιδιότητες ή τον τρόπο εγκατάστασης του πράγματος, όσον αφορά στο βάρος απόδειξης δε, ο αγοραστής βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ότι η πλημμέλεια της εγκατάστασης είναι αποτέλεσμα της παράλειψης του πωλητή να δώσει σε αυτόν οδηγίες γενικά ή τις ορθές οδηγίες ενώ, αντίθετα, ο πωλητής μπορεί να ανατρέψει την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι η πλημμέλεια της εγκατάστασης είναι αποτέλεσμα σφάλματος του αγοραστή ή των προσώπων που χρησιμοποίησε για την εγκατάσταση ή ότι η εγκατάσταση δεν είναι πλημμελής.

IV) Τέλος, κατά το άρθρο 543 του ΑΚ, όπως αυτό ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με το Ν 3043/2002, ορίζεται ότι: "Αν κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή, σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση παροχής, ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή".

Κατά την ως άνω διάταξη, στην περίπτωση της ελλείψεως συνομολογημένης ιδιότητας του πράγματος κατά τον χρόνο μεταστάσεως του κινδύνου στον αγοραστή ή της υπάρξεως πραγματικού ελαττώματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή, πέραν των προβλεπόμενων στο πρώτο εδάφιο, επιτρέπεται για πρώτη φορά ρητά η σώρευση της αξιώσεως αποζημιώσεως με τα άλλα δικαιώματα του αγοραστή, που αναφέρονται στο άρθρο 540 ΑΚ, στο μέτρο που η αξίωση αποζημιώσεως μπορεί να καλύψει συμπληρωματικά ζημίες που είναι απότοκοι της ελαττωματικότητας του πράγματος αλλά δεν αντικαταστάθηκαν με την άσκηση των αξιώσεων του άρθρου 540 ΑΚ. Ήτοι, σε περίπτωση κατά την οποία ο αγοραστής ελαττωματικού πράγματος ασκήσει ένα από τα δικαιώματα του άρθρου 540 ΑΚ (διόρθωση ή αντικατάσταση ή μείωση του τιμήματος ή υπαναχώρηση), δικαιούται, σωρευτικά με τα πιο πάνω δικαιώματα, να επιδιώξει την καταβολή σε αυτόν αποζημίωσης, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία, ήτοι τη ζημία που προκλήθηκε από το ελαττωματικό πράγμα και δεν μπορεί να καλυφθεί από την άσκηση των προηγουμένων δικαιωμάτων, όσο και το διαφυγόν κέρδος, ήτοι τα έσοδα που θα απολάμβανε ο αγοραστής, εάν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα λειτουργούσε κανονικά το πράγμα (Απ. Γεωργιάδη, ΕνοχΔ, Ειδ. Μέρος, τόμ. 1, έκδ. 2004, § 9 αριθ. 122 επ„ μελέτη ιδίου ΧρΙΔ 2004-5. 18 αριθ. 6 και 19 αριθ. 7). Από διατάξεις λοιπόν του παραπάνω άρθρου συνάγεται ότι εφόσον η προβλεπόμενη από αυτές αποζημίωση οφείλεται στο πλαίσιο της συμβατικής ευθύνης του πωλητή λόγω της ελαττωματικότητας του πράγματος (παράβαση κύριας συμβατικής υποχρέωσης), συνιστά περίπτωση θετικού διαφέροντος "για μια εκπλήρωση της σύμβασης" (543 εδ. α'), που αποσκοπεί, καλύπτοντας τόσο τις θετικές ζημίες όσο και το διαφυγόν κέρδος του αγοραστή, να τον φέρει (οικονομικά) στη θέση που θα βρισκόταν αν το πράγμα ανταποκρινόταν στη σύμβαση, δεν είχε δηλαδή το πραγματικό ελάττωμα ή αν έφερε τη συνομολογημένη ιδιότητα.

Ειδικότερα, στην περίπτωση κατά την οποία ο αγοραστής επιλέξει να κρατήσει το πράγμα, δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση:

 α) τόσο για τη θετική ζημία που επήλθε από την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας ή την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος και που συνίσταται στη διαφορά μεταξύ την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος και που συνίσταται στη διαφορά μεταξύ της αξίας που θα είχε το πωληθέν χωρίς την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας ή χωρίς το πραγματικό ελάττωμα και εκείνης που έχει ήδη το ελαττωματικό ή σε όσα δαπάνησε για την αποκατάσταση της έλλειψης και όχι στην πλήρη από την μη εκτέλεση της σύμβασης καθ' ολοκληρίαν οφειλόμενη αποζημίωση, όσο και για το διαφυγόν κέρδος εξαιτίας της έλλειψης της συνομολογημένης ιδιότητας ή της ύπαρξης του πραγματικού ελαττώματος,

 β) για τη λεγόμενη "περαιτέρω ζημία", δηλαδή τη ζημία σε άλλα, πέρα από το αντικείμενο της πώλησης ή σε αγαθά που απορρέουν από την προσωπικότητα (π.χ. στην υγεία του, στην κυριότητά του σε άλλα αντικείμενα κ.τ.λ.), η οποία, χωρίς να συνδέεται άμεσα με την "εκπλήρωση" της παροχής του πωλητή, οφείλεται εντούτοις έμμεσα και αυτή αιτιωδώς στην ελαττωματικότητα του πράγματος.

Πρόκειται, δηλαδή, για τις ζημίες που οφείλονται μεν αιτιωδώς στην ελαττωματικότητα του πράγματος, αλλά δεν εμπίπτουν σε εκείνες που καταλαμβάνονται από το στοιχείο α' ανωτέρω της παρούσας. (ΑΠ 1588/2018 ΝΟΜΟΣ, βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, τ, Γ, ημίτομος Α, έκδ. 2004, υπό το άρθρο 543, σ. 380, ΕφΘεσ 394/2009 ΤΝΠ- Νόμος). Εξάλλου, η απαίτηση του αγοραστού για το θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπληρώσεως, όπως αυτή καθιερώνεται από το άρθρο 543 ΑΚ, ως αναγκαία προϋπόθεση έχει την ύπαρξη εγγυητικής ευθύνης του πωλητού, με την οποία συνδέεται αναπόσπαστα. Ωστόσο, για να υπάρξει εγγυητική ευθύνη του πωλητού, προϋποτίθεται ότι παραδόθηκε το πράγμα και εκτελέσθηκε η σύμβαση, έστω και όχι προσηκόντως. Επομένως, αφού η απαίτηση για το διαφέρον των ως άνω άρθρων παρέχεται μέσα στα πλαίσια της εγγυητικής ευθύνης του πωλητού και σε επίταση αυτής, αλλιώς μέσα στα πλαίσια της μη προσήκουσας εκπληρώσεως της συμβάσεως, είναι βέβαιο ότι αυτή περιλαμβάνει μόνο την ζημία του αγοραστού, η οποία έχει άμεση σχέση με την έλλειψη του πράγματος και οφείλεται σε αυτήν, δηλαδή την ζημία, η οποία ευρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με την μη εκπλήρωση ή την πλημμελή εκπλήρωση της συμβάσεως πωλήσεως εκ μέρους του πωλητού. Για τον προσδιορισμό της, κατά λογική συνέπεια, πρέπει να αναχθούμε στην υποθετική θέση του αγοραστού, αν έλειπε το ζημιογόνο γεγονός (η μη εκπλήρωση ή η πλημμελής εκπλήρωση) και να υπολογίσουμε τι θα είχε ο αγοραστής, αν η σύμβαση εκπληρώνονταν προσηκόντως, ήτοι αν είχε συμβεί ένα θετικό γεγονός. Έτσι, ο αγοραστής θα δικαιούται να ζητήσει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 ΑΚ, και την ένεκα της μη εκπληρώσεως ή της πλημμελούς εκπληρώσεως θετική ζημία, αλλά και την αποθετική ζημία (διαφυγόν κέρδος) και, περαιτέρω, οποιαδήποτε ζημία υπέστη από την παράδοση σε αυτόν του ελλιπούς πράγματος, η οποία συνάπτεται αιτιωδώς με το ελάττωμα και θα είχε αποφευχθεί αν είχε εκπληρωθεί προσηκόντως η σύμβαση (βλ. ΑΠ 971/1977 ΝοΒ 26. 897, ΑΠ 253/1962 ΝοΒ 10.908, ΕφΑΘ 5837/87 Αρμ 32. 698, ΠΓΊρΑ 227/2014 ΝΟΜΟΣ, Καυκά, Ενοχικού Δίκαιον, έκδ. 7η, άρθρα 543, § 3 και 561, § 2, σ. 166,167 και 206, ΑΚ Γεωργιάδη/ Σταθόπουλου άρθρα 297, 298 αρ. 18 και 33, 543 ΑΚ αρ. 10,11, ΕφΑΘ 2465/2005).


 

 



 

Image by Ezequiel Octaviano from Pixabay

Σχόλια