Πληρεξουσιότητα μεταθανάτιας ενέργειας - ΑΠ 1401/2019

Πληρεξουσιότητα μεταθανάτιας ενέργειας - ΑΠ 1401/2019

Πηγή : Απόφαση 1401 / 2019    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1401/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα



ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Αγγελική Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη, Χρήστο Τζανερρίκο και Γεώργιο Χριστοδούλου - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Κ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Αλεξόπουλο και δεν κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Χ. χήρας Β. Έ., το γένος Α. Κ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Τυχάλα και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/1/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6180/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1867/2016 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 25/5/2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Ι. Με την κρινόμενη από 25-5-2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία εκδοθείσα υπ' αριθ. 1867/2016 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο δικάζοντας την έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της υπ' αριθ. 6180/2011 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει την από 14-1-2006 αγωγή αυτής, δέχθηκε την ως άνω έφεση, εξαφάνισε την ως άνω εκκαλουμένη απόφαση και έκανε δεκτή την αγωγή. Η αίτηση αυτή αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 218 ΑΚ, που ορίζει ότι η πληρεξουσιότητα παύει με ανάκληση, η δε παραίτηση από το δικαίωμα ανάκλησης είναι άκυρη, εφόσον η πληρεξουσιότητα αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του αντιπροσωπευομένου, και εκείνη του άρθρου 724 ΑΚ, που ορίζει ότι ο εντολέας έχει δικαίωμα να ανακαλέσει την εντολή οποτεδήποτε, ενώ αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη, εκτός αν η εντολή αφορά και το συμφέρον του εντολοδόχου ή τρίτου συνάγεται ότι, ναι μεν η πληρεξουσιότητα και η τυχόν εντολή που αποκτάται με αυτήν είναι κατ' αρχήν ελευθέρως ανακλητή λόγω του προσωπικού και εμπιστευτικού χαρακτήρα της, όμως από το δικαίωμα της ανάκλησης χωρεί κατ' εξαίρεση παραίτηση, που καθιστά αμετάκλητη την πληρεξουσιότητα (και την εντολή), εφόσον αυτή αποσκοπεί στην αποκλειστική ή έστω και παράλληλη εξυπηρέτηση του συμφέροντος του αντιπροσώπου ή τρίτου ή αν αφορά συνάμα το συμφέρον του αντιπροσωπευομένου και του πληρεξουσίου του (αντιπροσώπου) ή τρίτου, οπότε καθίστανται ανέκκλητες (ΑΠ 486/2017, ΑΠ 392/2006, ΑΠ 1108/1984). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 223 ΑΚ, η πληρεξουσιότητα, εφόσον δεν συνάγεται το αντίθετο, παύει με το θάνατο ή τη δικαιοπρακτική ανικανότητα αυτού που την έδωσε ή αυτού που την έλαβε. Από τη σαφή έννοια της διάταξης αυτής συνάγεται ότι, καθιερώνεται μεν ως κανόνας ότι η πληρεξουσιότητα παύει με το θάνατο αυτού που την έδωσε, ορίζεται όμως ότι δεν αποκλείεται το αντίθετο, συνέχισή της δηλαδή και μετά το θάνατο του πληρεξουσιοδότη, αν αυτό προκύπτει άμεσα ή έμμεσα από τη σύμβαση ή από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ή από τη φύση των δικαιοπραξιών που ανατίθενται στον πληρεξούσιο. Στην περίπτωση αυτή, είτε πρόκειται για πληρεξουσιότητα που συνεχίζεται και μετά το θάνατο αυτού που την έδωσε, είτε παρέχεται για να ισχύσει μόνο μετά το θάνατό του (πληρεξουσιότητα μεταθανάτιας ενέργειας), είναι νόμιμη, έστω και αν η πράξη που πρόκειται να ενεργήσει ο πληρεξούσιος αναφέρεται στην μεταβίβαση ορισμένου περιουσιακού στοιχείου του πληρεξουσιοδότη. Βέβαια, μετά το θάνατο οι δικαιοπραξίες του πληρεξουσίου με τρίτους, ή με τον εαυτό του σε περίπτωση αυτοσύμβασης, καταρτίζονται στο όνομα των κληρονόμων (ΑΚ 1710), που μπορούν φυσικά να ανακαλέσουν την πληρεξουσιότητα με τους ίδιους όρους που θα μπορούσε να το κάνει αυτός που την έδωσε. Ακυρότητα τέτοιας πληρεξουσιότητας και της πράξης του πληρεξουσίου μετά το θάνατο αυτού που την έδωσε, μπορεί να δημιουργηθεί μόνο αν στη συγκεκριμένη περίπτωση με τη μεθόδευση αυτή καταστρατηγούνται αναγκαστικού δικαίου ορισμοί του κληρονομικού δικαίου, όπως είναι η απαγόρευση κληρονομικών συμβάσεων. Τέτοια όμως σύμβαση, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 368 ΑΚ, δεν αποτελεί ούτε η πληρεξουσιότητα ούτε η σύμβαση μεταβίβασης μετά το θάνατο του πληρεξουσιοδότη ειδικού περιουσιακού στοιχείου που δεν αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, αφού είναι δυνατόν, σε κάθε περίπτωση, να επιτευχθεί με σύμβαση αμετάκλητης δωρεάς αιτία θανάτου (άρθρα 2032, 2034 ΑΚ). Επιπλέον, η μεταθανάτια αυτή πληρεξουσιότητα, που δίδεται για μεταβίβαση ορισμένου περιουσιακού στοιχείου, αποτελεί ενοχική επιβάρυνση του αιτία θανάτου διαδόχου (κληρονόμου ή κληροδόχου), που μπορεί να γίνει νόμιμα όχι μόνο με διαθήκη, αλλά και ανεξάρτητα απ' αυτή, δεδομένου ότι, σύμφωνα και με το άρθρο 1710 ΑΚ, η αποκλειστικότητα της διαθήκης για μεταβιβάσεις με αιτία το θάνατο περιορίζεται στην άμεση και αυτοδίκαιη μεταβίβαση σε περίπτωση θανάτου και όχι στις ενοχικές επιβαρύνσεις του αιτία θανάτου διαδόχου, που από καμιά διάταξη δεν απαγορεύεται να γίνουν και με άλλο τύπο, εκτός από τη διαθήκη, ενόψει της και συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας των συμβάσεων. Αντίθετα, από τη διάταξη του άρθρου 368 εδ. α' ΑΚ, που ορίζει ότι "σύμβαση για την κληρονομία προσώπου που ζει είτε με το ίδιο είτε με τρίτο πρόσωπο είτε για ολόκληρη είτε για ποσοστό της, είναι άκυρη", συνάγεται ότι η προβλεπόμενη απ' αυτήν απόλυτη ακυρότητα πλήττει συμβάσεις, οι οποίες αφορούν στο σύνολο της κληρονομίας ή σε ποσοστό αυτής. Στις κατά την εν λόγω διάταξη απαγορευμένες πράξεις εμπίπτουν όχι μόνο οι χαριστικές, αλλά και οι επαχθείς (με αντάλλαγμα) περιουσιακές επιδόσεις. Ακόμη, η ίδια διάταξη, ναι μεν αναφέρεται σε σύμβαση, πλην όμως η σχετική απαγόρευση για την ταυτότητα του νομικού λόγου καταλαμβάνει και την πληρεξουσιότητα (ΑΠ 617/2004). Επίσης, ανεξάρτητα από την ως άνω ρητή απαγόρευση της ΑΚ 368 εδ. α', το ανεπίτρεπτο πράξεων εν ζωή, που ρυθμίζουν την τύχη της περιουσίας μετά θάνατον ως συνόλου ή ποσοστού της, προκύπτει και από την αποκλειστικότητα στο θέμα αυτό των διατάξεων του κληρονομικού δικαίου, το όλο πνεύμα των οποίων, αλλά και η σαφής πρώτη διάταξή του, δηλαδή η ΑΚ 1710 παρ.1, γνωρίζουν μόνο το νόμο ή τη διαθήκη ως μέσα που μπορούν να καθορίζουν τη μεταβίβαση της περιουσίας ενός προσώπου ως συνόλου ή ποσοστού της μετά το θάνατό του σε άλλο πρόσωπο, άρα δεν αναγνωρίζουν για το σκοπό αυτό άλλη δικαιοπραξία και ιδίως μάλιστα την πληρεξουσιότητα μεταθανάτιας ενέργειας. Η ελευθερία του διατιθέναι παρέχει άλλωστε στο διαθέτη ευρεία εξουσία ως προς το περιεχόμενο της διαθήκης και επομένως ως προς τη ρύθμιση της τύχης της περιουσίας μετά το θάνατο, ώστε να ικανοποιείται επαρκώς στο ζήτημα αυτό η ιδιωτική του αυτονομία. Με τα δεδομένα αυτά η εντολή και πληρεξουσιότητα του πληρεξουσιοδότη προς τον πληρεξούσιο στο μέτρο που παρέχεται εξουσία διάθεσης του συνόλου της περιουσίας του πληρεξουσιοδότη ή ποσοστού της μετά το θάνατό του υπέρ ορισμένων προσώπων είναι άκυρη ως αντικειμένη στις διατάξεις των άρθρων 368 εδ. α' και 1710 παρ.1 ΑΚ και η τυχόν παρά ταύτα σύναψη σύμβασης από τον πληρεξούσιο δυνάμει αυτής της πληρεξουσιότητας θα κριθεί κατά τις ΑΚ 229 επ ΑΚ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 368 εδ. β' του ΑΚ, είναι άκυρη επίσης η σύμβαση με την οποία περιορίζεται η ελευθερία ως προς τις διατάξεις τελευταίας βούλησης. Η μεταθανάτια ισχύς της εντολής και πληρεξουσιότητας, που περιέχει περιουσιακή επίδοση και συγχρόνως παραίτηση από το δικαίωμα ανάκλησης, συνιστούν για τον κληρονομούμενο περιορισμό της ελευθερίας του διατιθέναι και προσκρούουν ευθέως στον προστατευτικό σκοπό της ΑΚ 368 εδ. β' και σε κάθε περίπτωση καταστρατηγούν την αναγκαστικού δικαίου αρχή του κληρονομικού δικαίου περί του ελευθέρως ανακλητού των διατάξεων τελευταίας βούλησης, δηλαδή των πράξεων με τις οποίες ρυθμίζεται η μετά θάνατον τύχη της περιουσίας. Ο κληρονομούμενος πρέπει να παραμένει απεριορίστως ελεύθερος να ρυθμίζει τη μετά θάνατο τύχη της περιουσίας του και ως εκ τούτου και να ανακαλεί οποτεδήποτε έως το θάνατό του τη διαθήκη του (Ολ ΑΠ 18/1990). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή, αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ ΑΠ 7/2006, Ολ ΑΠ 4/2005, ΑΠ 156/2019, ΑΠ 326/2018). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή κατ' άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι αυτή, μετά από εκτίμηση των προσκομισθεισών από τους διαδίκους αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Η Ε., χήρα Β. Κ., θεία της ενάγουσας, που απεβίωσε στην ... στις 18-3-2003, με το υπ' αριθμ. ...7/23-11-1992 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Ν. Φ., έδωσε στον εναγόμενο ανέκκλητη, επειδή αφορούσε και το συμφέρον του τελευταίου ως αγοραστή ενεργούντος, και με ισχύ και για την περίπτωση θανάτου ή δικαιοπρακτικής ανικανότητάς της, εντολή και πληρεξουσιότητα, ώστε, ενεργώντας ως ειδικός πληρεξούσιος και ως αντιπρόσωπός της, να εκποιήσει με οποιοδήποτε τίμημα, όρους και συμφωνίες, ακόμα και στον εαυτό του με αυτοσύμβαση, το 1/2 εξ αδιαιρέτου ποσοστό κυριότητας επί δυο ακινήτων κείμενων στην ..., ήτοι α) μιας ισόγειας μονοκατοικίας, εμβαδού 125,18 τ.μ. με το οικόπεδό της, εμβαδού 743,30 τ.μ. που αποτελεί κάθετη ιδιοκτησία στο όλο οικόπεδο εμβαδού 1.253,36 τ.μ. και β) ενός οικοπέδου εμβαδού 196,75 τ.μ., που αποτελεί κάθετη ιδιοκτησία στο όλο οικόπεδο, εμβαδού 1000,73 τ.μ., το οποίο της κατέλειπε ως κληρονομιά ο αποβιώσας στις 5-6-1992 σύζυγός της Β. Κ., χωρίς να αφήσει διαθήκη. Με το ίδιο πληρεξούσιο, η ως άνω εντολέας του εναγομένου, απάλλασσε αυτόν από την υποχρέωση λογοδοσίας για το τίμημα της πώλησης, και έδωσε σ' αυτόν την εντολή να υποβάλει για λογαριασμό της τη δήλωση φόρου κληρονομιάς για τα ως άνω ακίνητα στην αρμόδια ΔΟΥ. Ακολούθως ο εναγόμενος, την ίδια ημερομηνία σύνταξης του πληρεξουσίου (23-11-1992), κατέβαλε στην ανωτέρω Ε. Κ. το ποσό των 20.000.000 δρχ. ως τίμημα της πώλησης των προαναφερόμενων ακινήτων και συντάχθηκε για την καταβολή αυτή η, υπό την ίδια ημερομηνία, προσκομιζόμενη εξοφλητική απόδειξη με την, μη αμφισβητούμενη από την ενάγουσα, ιδιόχειρη υπογραφή της πληρεξουσιοδότριας. Η ως άνω εξοφλητική απόδειξη, διαλάμβανε επιπροσθέτως τους όρους πως η λαβούσα το ως άνω ποσό θα εξακολουθούσε να διαμένει για 10 χρόνια τουλάχιστον στο δυτικό δωμάτιο με το λουτρό και την κουζίνα χωρίς αντάλλαγμα, εφόσον ο εναγόμενος θα πωλούσε τελικά τις ιδιοκτησίες στον εαυτό του, και ότι θα λαμβανόταν μέριμνα να μείνει για 5 τουλάχιστον χρόνια, πάλι χωρίς αντάλλαγμα, αν ο εναγόμενος πωλούσε τελικά τις ιδιοκτησίες σε τρίτον. Ακόμα, για την τελευταία αυτή περίπτωση, κατά την οποία οι ιδιοκτησίες θα πωλούνταν από τον εναγόμενο για λογαριασμό της σε τρίτο, αν αυτός ελάμβανε ποσό μικρότερο από τα 20.000.000 δρχ. που της κατέβαλε, συμφωνήθηκε ότι η διαφορά θα ήταν επί ζημία του, αν δε ελάμβανε ποσό μεγαλύτερο, ότι η διαφορά θα ήταν προς όφελος του. Περαιτέρω, ο εναγόμενος, μετά το θάνατο της πωλήτριας, πώλησε με αυτοσύμβαση στον εαυτό του, κατά το σχετικό όρο του ...7/1992 πληρεξουσίου, το προαναφερθέν ιδανικό μερίδιο της πωλήτριας-εντολέως του στα ως άνω ακίνητα, συνταχθέντος του υπ' αριθμ. …25/23-5-2003 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ι. Φ. που μεταγράφηκε νόμιμα, και αφού αμέσως πριν, δυνάμει της υπ' αριθμ. …24/23-5-2003 πράξης αποδοχής κληρονομιάς του ίδιου συμβολαιογράφου, είχε αποδεχτεί για λογαριασμό της εντολέως την κληρονομιά του συζύγου της. Το τίμημα που αναγράφηκε ότι καταβλήθηκε για την ως άνω αγοραπωλησία στο ως άνω συμβόλαιο και μάλιστα κατά το χρόνο που η πωλήτρια έδωσε στον αγοραστή το υπ' αριθμ. ...7/23-11-1992 ως άνω πληρεξούσιο ανέρχεται, αντίθετα προς το περιεχόμενο της από 23-11- 1992 απόδειξης που κάνει λόγο για 20.000.000 δρχ., σε 119.834,28 ευρώ (40.834.394 δρχ), και αντιστοιχεί στην αντικειμενική αξία του ιδανικού μεριδίου των ακινήτων που αναγράφτηκε στο ίδιο συμβόλαιο. Αναφέρεται στο υπ' αριθμ...7/1992 πληρεξούσιο του συμβ/φου Ν. Φ. ότι οι χορηγούμενες με το παρόν εντολές και πληρεξουσιότητες επειδή αφορούν αποκλειστικά το συμφέρον του εντολοδόχου και δεδομένου ότι συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις του ΑΚ χορηγούνται ανέκκλητα και ισχύουν και για τις περιπτώσεις των άρθρων 223 και 726, δηλαδή ακόμη και σε περίπτωση θανάτου ή δικαιοπρακτικής ανικανότητας της εντολέως. Επίσης η εντολέας δήλωσε στο ανωτέρω πληρεξούσιο ότι απαλλάσσει τον εντολοδόχο από κάθε υποχρέωση για λογοδοσία. Δηλώνεται επίσης από την εντολέα του εναγομένου στο ίδιο πληρεξούσιο ότι δύναται ο εναγόμενος να πωλήσει τα κληρονομιαία του συζύγου της εντολέως ακίνητα σε οποιοδήποτε πρόσωπο της εκλογής του ακόμη και σε αυτόν τον ίδιο με αυτοσύμβαση. Κατά την 23η-5-2003 όταν η εντολέας του εναγομένου είχε ήδη αποβιώσει, καταρτίστηκε με σύνταξη του υπ' αριθμ. …25/23-5-2003 συμβολαίου η αυτοσύμβαση με την οποία ο εναγόμενος ενεργώντας αφενός ως πληρεξούσιος της Ε. Κ. αφετέρου για δικό του όνομα πώλησε και μεταβίβασε στον εαυτό του την κυριότητα των κατά την αγωγή κληρονομιαίων της εντολέως του από την κληρονομιά του συζύγου της μεριδίων των ανωτέρω περιγραφομένων ακινήτων. Ο εναγόμενος ενήργησε υπό την ιδιότητά του ως πληρεξουσίου κατά τρόπο διαγνωστό στο συμβόλαιο, ως πληρεξούσιος των κληρονόμων της αποβιωσάσης εντολέας του, θείας της ενάγουσας, την οποία μετά το θάνατο της εντολέως δέσμευε η πληρεξουσιότητα και ως άμεσος αντιπρόσωπος των κληρονόμων αυτής (και της ενάγουσας) που φέρονται με την ιδιότητα των πωλητών και μεταβιβαζόντων την κυριότητα. Στο πρόσωπο του πωλητή αναφέρεται ότι ο εναγόμενος ενήργησε ως πληρεξούσιος της Ε. Κ. που είχε αποβιώσει, η γραμματική αυτή διατύπωση δεν αποδίδει το πνεύμα των συμβαλλόμενων ότι αντιπροσωπευόμενοι ήταν οι κληρονόμοι της εντολέως, των οποίων η ταυτότητα δεν ήταν γνωστή στον πληρεξούσιο. Μάλιστα στο κείμενο του ανωτέρω συμβολαίου αναφέρεται ότι η πωλήτρια απεβίωσε στις 18-3-2003 και ότι η εντολή και πληρεξουσιότητα δεν έπαυσε να εξακολουθεί να ισχύει. Ο εναγόμενος ενήργησε κατά τρόπο διαγνωστό σύμφωνα με τα ανωτέρω διαληφθέντα στο συμβόλαιο ως πληρεξούσιος των κληρονόμων της αποβιωσάσης εντολέως του Ε. Κ., με συνέπεια η σύμβαση θεωρείται, ότι συνήφθη επ' ονόματι των κληρονόμων της θανούσης εντολέως του εναγομένου.... Επομένως η αγωγή κατά την ανωτέρω βάση της με την οποία η ενάγουσα ζητούσε να αναγνωριστεί η ακυρότητα του πληρεξουσίου και του ανωτέρω πωλητηρίου συμβολαίου για τον ανωτέρω λόγο πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη.... Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η ως άνω θεία της ενάγουσας, με την από 13-10-1997 ιδιόγραφη διαθήκη της που δημοσιεύθηκε νόμιμα μετά το θάνατο της στις 13-6-2003, εγκατέστησε την ενάγουσα καθολική κληρονόμο εφ' όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας της, ανακάλεσε (κατά το κείμενο της διαθήκης) κάθε προηγούμενη διαθήκη της και υποχρέωσε να καταβάλει (η ενάγουσα) από 2.000.000 δρχ. σε καθένα από τα τρία κατονομαζόμενα στη διαθήκη συγγενικά της πρόσωπα και ειδικότερα σε εκάστη από τις Α. θυγ. Γ. Κ., Χ. χήρα Ι. Μ., το γένος Δ. Μ. και Α. συζ. Β. Κ., το γένος Α. Γκρόζα. Ακολούθως η ενάγουσα προέβη δυνάμει της υπ' αριθμ. ...7/14-11-2003 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Β. Α. Χ. που μεταγράφηκε νόμιμα, σε αποδοχή, για λογαριασμό της αποβιώσασας, της κληρονομιάς που είχε επαχθεί σ' αυτήν από τον προαποβιώσαντα σύζυγό της και ακολούθως σε αποδοχή της ίδιας κληρονομιάς για τον εαυτό της, ως κληρονόμου της θείας της, οπότε και πληροφορήθηκε ότι τα ακίνητα που την αποτελούσαν είχαν μεταβιβαστεί με τον τρόπο που προαναφέρθηκε στον εναγόμενο. Η εν λόγω πληρεξουσιότητα σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αρχή της παρούσας, που δόθηκε ανέκκλητη και με την οποία εξουσιοδοτήθηκε ο εναγόμενος να διαθέτει τα περιουσιακά στοιχεία της Ε. Κ. κατά την κρίση του ακόμη και μεταβιβάζοντας σε τρίτους ή και στον εαυτό του με αυτοσύμβαση χωρίς υποχρέωση λογοδοσίας, υποκρύπτει περιουσιακή επίδοση μετά θάνατο αυτής. Επιπλέον τα δύο ανωτέρω συγκεκριμένα ακίνητα, όπως αποδείχτηκε από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, αποτελούσαν το σύνολο της κληρονομιάς αυτής και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αρχή της παρούσας η εντολή και πληρεξουσιότητα της Ε. Κ. προς τον εναγόμενο, στο μέτρο που αφορούσε την εξουσία διάθεσης του συνόλου της περιουσίας της μετά το θάνατό της, είναι άκυρη ως αντικειμένη στις διατάξεις των άρθρων 368 εδ α' και 1710 παρ. 1 ΑΚ. Ο εναγόμενος επομένως που δεν έκανε χρήση της εξουσίας αντιπροσώπευσης όσο ζούσε η Ε. Κ., αλλά μετά το θάνατό της συνήψε το ανωτέρω συμβόλαιο αγοραπωλησίας που είχε ως αντικείμενο το σύνολο της κληρονομιάς της, ενήργησε χωρίς εξουσία αντιπροσώπευσης με συνέπεια την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 229 επ ΑΚ. Οι κληρονόμοι της Ε. Κ. δεν ενέκριναν αυτήν και συνεπώς δεν γεννιέται δέσμευση για την αντιπροσωπευόμενη κληρονόμο ενάγουσα και η σύμβαση είναι άκυρη. Πέραν των ανωτέρω εκτεθέντων, η Ε. Κ. χορήγησε ανέκκλητα την εντολή και πληρεξουσιότητα στον εναγόμενο στην οποία έδωσε και μεταθανάτια ενέργεια και δεσμεύτηκε με τον τρόπο αυτό να μην τις ανακαλέσει. Περιεχόμενο της μεταθανάτιας αυτής εντολής και πληρεξουσιότητας ήταν στην ουσία περιουσιακή επίδοση και συγχρόνως ενείχε παραίτηση από το δικαίωμα ανάκλησης που συνιστούν για την κληρονομούμενη περιορισμό της ελευθερίας του διατιθέναι, που εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 368 εδ. β' ΑΚ και σε κάθε περίπτωση τούτο καταστρατηγεί την αναγκαστικού δικαίου αρχή του κληρονομικού δικαίου περί του ελευθέρως ανακλητού των διατάξεων του κληρονομικού δικαίου. Έχει δε ο περιορισμός της μη ανάκλησης επιπλέον και την έννοια της δέσμευσης μη σύνταξης διαθήκης που επίσης εμπίπτει στην απαγόρευση της ΑΚ 368 εδ. β'. Επομένως και εκ του λόγου αυτού η πληρεξουσιότητα και η εντολή είναι άκυρη και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω είναι άκυρο και το υπ' αριθμ. …25/23-5-2003 συμβόλαιο αγοραπωλησίας ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου οριζοντίων (καθέτων) ιδιοκτησιών, εφόσον δεν υπήρξε έγκριση από τους κληρονόμους της Ε. Κ.. Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως προς τις ανωτέρω βάσεις της ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, παρέλκει ως εκ τούτου η εξέταση των επικουρικών βάσεων της αγωγής, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της σύμβασης εντολής που είχε καταρτιστεί μεταξύ της Ε. Κ. και του εναγομένου και του υπ' αριθμ. ...7/1992 πληρεξουσίου του συμβ/φου Ν. Φ., καθώς και του ανωτέρω υπ' αριθμ. …25/2003 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβ/φου Ι. Φ., που μεταγράφηκε νόμιμα". Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 216 επ., 223, 368 και 1710 επ. ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, αφού οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του πληρούσαν το πραγματικό τους και δικαιολογούσαν την εφαρμογή τους. Ειδικότερα, το Εφετείο ορθά δέχθηκε ότι συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, ενόψει του ότι κατά τις επιμέρους παραδοχές του η ένδικη πληρεξουσιότητα που δόθηκε ανέκκλητη και με την οποία εξουσιοδοτήθηκε ο αναιρεσείων να διαθέτει τα περιουσιακά στοιχεία της Ε. Κ. κατά την κρίση του, ακόμη και μεταβιβάζοντας σε τρίτους ή και στον εαυτό του με αυτοσύμβαση χωρίς υποχρέωση λογοδοσίας, συνιστά δικαιοπραξία με αντικείμενο μέλλουσα κληρονομία, δηλαδή δικαιοπραξία που καταρτίστηκε πριν την επαγωγή της κληρονομίας και συνεπώς αφορά την κληρονομία ζώντος προσώπου. Ακόμη, το Εφετείο δέχθηκε ότι η εν λόγω δικαιοπραξία είχε ως αντικείμενο τα αναφερόμενα δύο περιουσιακά στοιχεία της ως άνω πληρεξουσιοδότη, που αποτελούσαν το σύνολο της κληρονομίας αυτής και ως εκ τούτου εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 368 εδ. α' ΑΚ. Επιπλέον, κατά τις παραδοχές του ίδιου δικαστηρίου, η ως άνω μεταθανάτια εντολή και πληρεξουσιότητα αποτελούσε περιουσιακή επίδοση και περιορισμό της ελευθερίας της κληρονομουμένης ως προς τη σύνταξη ή ανάκληση διαθήκης και ως εκ τούτου εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 368 εδ. β' ΑΚ. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει και της μη έγκρισης από τους κληρονόμους της Ε. Κ. των πιο πάνω δικαιοπραξιών, συνέτρεχαν όλες οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για την επέλευση της έννομης συνέπειας της ακυρότητας της πληρεξουσιότητας και σχετικής εντολής, καθώς και του σχετικού συμβολαίου αγοραπωλησίας των ακινήτων αυτών. Επομένως, είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλονται σχετικές αιτιάσεις. Κατά τα λοιπά ο ίδιος ως άνω λόγος είναι απαράδεκτος, καθόσον οι προβαλλόμενες με αυτόν αιτιάσεις ανάγονται στην εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ).
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11β' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237, 346 και 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου, κατ' αναλογική εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη η επίκληση στην κατ' έφεση δίκη εγγράφου προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσαγάγει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλόμενων πρωτόδικων προτάσεων, που περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, ή με φωτοτυπική ενσωμάτωση των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (Ολ ΑΠ 23/2008, Ολ ΑΠ 14/2005, Ολ ΑΠ 9/2000). Δεν πρόκειται όμως για ανεπίτρεπτη ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της κατ' έφεση δίκης εμπεριέχεται, αυτούσιο ή μη, και το κείμενο των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης ενοποιημένων σε ενιαίο συνολικό κείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται και υποβάλλεται μόνο ως προτάσεις ενώπιον του εφετείου με αίτημα την παραδοχή ή απόρριψη της έφεσης, καλύπτεται δε το ενιαίο κείμενο προτάσεων από την υπογραφή του συντάκτη τους ως πληρεξουσίου δικηγόρου του αντιστοίχου διαδίκου κατά τη δευτεροβάθμια δίκη. Σε αυτή την περίπτωση είναι νόμιμη η επίκληση ενώπιον του εφετείου των εγγράφων, τα οποία αναφέρονται κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο στο μέρος του ενιαίου κειμένου των προτάσεων της κατ' έφεση δίκης, που έχει ληφθεί με τεχνική αναπαραγωγή από τις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, αφού πρόκειται για άμεση επίκληση των εγγράφων απευθείας με τις εφετειακές προτάσεις και όχι για έμμεση επίκληση με αναφορά στις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης ως αυτοτελή και διακριτή διαδικαστική πράξη (ΑΠ 1658/2017, ΑΠ 696/2017, ΑΠ 98/2017, ΑΠ 145/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου η αιτίαση ότι υπέπεσε στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11β του ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί εσφαλμένα έλαβε υπόψη τα έγγραφα που προσκόμισε η εκκαλούσα (αναιρεσίβλητη) χωρίς νόμιμη επίκλησή τους, αφού τούτο έγινε με ανεπίτρεπτη επίκλησή τους, που περιλαμβάνεται στις ενσωματωμένες πρωτοβάθμιες προτάσεις της και ειδικότερα λήφθηκε υπόψη χωρίς νόμιμη επίκληση η υπ' αριθ ...5/5-9-2006 ένορκη βεβαίωσή της μάρτυρά της ενώπιον της συμβ/φου Β. Α.-Χ., ενόψει και του ότι στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης γίνεται μόνο γενική και όχι ειδική αναφορά σε αποδεικτικά μέσα. Με το περιεχόμενο αυτό ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος, καθόσον η εκκαλούσα (αναιρεσίβλητη) νομίμως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, επικαλέστηκε τα προσκομιζόμενα απ' αυτήν έγγραφα κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο στο μέρος του ενιαίου και καλυπτόμενου από την υπογραφή του πληρεξουσίου της δικηγόρου κειμένου των προτάσεών της ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο (μέρος) είχε ληφθεί με τεχνική αναπαραγωγή από τις προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης στον πρώτο βαθμό.
ΙV. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επιδίκασε μη αιτηθέν και συγκεκριμένα χωρίς αίτημα κήρυξε άκυρο το υπ' αριθ. ...7/23-11-1992 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Ν. Φ., ενώ το αίτημα της αγωγής ήταν να κηρυχθεί άκυρο άλλο συμβόλαιο και ειδικότερα το υπ' αριθ. το υπ' αριθ. ...7/23-11-1992 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Ι. Φ.. Με το περιεχόμενο αυτό ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος, καθόσον από το σύνολο των διαδικαστικών εγγράφων είναι σαφές, ότι το αίτημα της αγωγής αναφέρεται στην ακύρωση του ενδίκου πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Ν. Φ., η δε εσφαλμένη αναγραφή σ' αυτήν (αγωγή) μόνο του κυρίου ονόματος του συντάξαντος συμβολαιογράφου, αλλά με ορθά όλα τα λοιπά στοιχεία αυτού, οφείλεται σε προφανή παραδρομή. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, ενόψει της ήττας τoυ αναιρεσείοντος (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ. ε' του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρ. 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 25-5-2018 αίτηση του Α. Κ. του Ν. για αναίρεση της υπ' αριθ. 1867/2016 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Νοεμβρίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Φωτογραφία από Mohamed Hassan από το Pixabay

Σχόλια