Αμοιβή Δικηγόρων. Αμοιβή για εξώδικες εργασίες. Χρονοχρέωση.

Αμοιβή Δικηγόρων

Ο εντολεύς οφείλει την αμοιβή στο δικηγόρο, εφόσον έδωσε εντολή επ ονόματι και για λογαριασμό του, ανεξάρτητα αν είναι διάδικος και η συμφωνία αυτή, για τον καθορισμό της αμοιβής του δικηγόρου, καταρτίζεται ατύπως, ήτοι δεν προϋποθέτει, για το κύρος της, την τήρηση έγγραφου τύπου και αποδεικνύεται, κατά τις κοινές δικονομικές διατάξεις.

Το δικαστήριο, εάν δεν υπάρχει συμφωνία για την αμοιβή του δικηγόρου ή δεν συντρέχει περίπτωση υπολογισμού της αμοιβής του με βάση συντελεστή, θα προσδιορίσει το ελάχιστο νόμιμο όριο της αμοιβής του (άρθρα 713 ΑΚ, 91 παρ. 1, 92, 98, 99, 100 - 106 Κώδικας Δικηγόρων/ν.δ. 3026/1954 (ΦΕΚ Α` 235), 38 ΕισΝΚΠολΔ).

Για την αξίωση τέτοιας δικηγορικής αμοιβής είναι αδιάφορο αν η αγωγή έγινε εν όλω ή μερικώς δεκτή ή απορρίφθηκε ολοσχερώς ή η υπόθεση διεκπεραιώθηκε ή όχι επιτυχώς (ΑΠ 415/2004 ΕλλΔνη 45.1375, ΑΠ 417/2003 ΔΕΝ 59.1202, ΑΠ 381/2001 ΕλλΔνη 43.117, ΑΠ 1225/2001 ΕλλΔνη 43.117, ΑΠ 372/2000 ΕλλΔνη 41.1320, ΑΠ 1580.2000 ΕλλΔνη 42.1294, ΑΠ 591/2000 ΕλλΔνη 41.1603, ΑΠ 1217/1998 ΕλλΔνη 41.75, ΑΠ 980/1998 ΕλλΔνη 40.303, ΑΠ 273/1991 ΔΕΝ 48.23, ΑΠ 988/1982 ΝοΒ 31.1001).

Για τις παραστάσεις του δικηγόρου ενώπιον των δικαστηρίων, τη σύμπραξη του σε εξώδικες ενέργειες -και συμβάσεις, όπως προβλέπουν οι οικείες διατάξεις καθώς και για κάθε άλλη νομική υπηρεσία, που ο δικηγόρος παρέχει στον εντολέα του, καθορίζεται, το μήνα Δεκέμβριο κάθε δεύτερου έτους, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από γνώμη της ολομέλειας των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδος, ελάχιστη αμοιβή, ενιαία για όλους τους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας. Η ελάχιστη αυτή αμοιβή προεισπράπεται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο με τετραπλότυπο γραμμάτιο, ενώ οι δικηγορικοί σύλλογοι υποχρεούνται να ενεργούν παρακράτηση φόρου εισοδήματος με συντελεστή 15% στο ακαθάριστο ποσό των αμοιβών, που αναγράφονται στα τε-τραπλότυπα γραμμάτια (άρθρο 7 παρ. 2 ν. 2753/1999 (ΦΕΚ Α` 249). Οι προηγούμενες διατάξεις του ν. 2753/1999 έχουν φορολογικό χαρακτήρα και αποσκοπούν στη μεταρρύθμιση και απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, με την καθιέρωση αντικειμενικής φορολογικής μεταχειρίσεως των δικηγόρων προς το σκοπό της δικαιότερης κατανομής των φορολογικών βαρών, που προκαλεί η φορολογική διάρθρωση στην κατανομή των πόρων, της μειώσεως των οικονομικών στρεβλώσεων της αυξήσεως της ανταγωνιστικότητας και της προσαρμογής της φορολογίας στο ενοποιούμενο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Ετσι, αυτές οι διατάξεις δεν καταργούν τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων/ν.δ. 3026/1954, ως άνω, που αφορούν τον καθορισμό του κατώτατου ορίου αμοιβής των δικηγόρων (ΑΠ 760/2007 ΕλλΔνη 48.797).

Εργο του δικηγόρου, ως άμισθου δημόσιου υπαλλήλου/δημόσιου λειτουργού (άρθρα 1, 38 Κωδικός Δικηγόρων), είναι να αντιπροσωπεύει και υπερασπίζει τον εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και ενώπιον κάθε αρχής και επιτροπής ειδικής δικαιοδοσίας καθώς και των πειθαρχικών συμβουλίων, ενεργώντας ελεύθερα και ανεμπόδιστα κάθε αναγκαία γι` αυτό πράξη, καθώς και να παρέχει στον εντολέα του νομικές συμβουλές και γνωμοδοτήσεις. Η άσκηση του έργου αυτού ανήκει αποκλειστικώς στον δικηγόρο.

Επίσης, είναι αποκλειστικό έργο του δικηγόρου η νομική επιμέλεια φορολογικών, δασμολογικών και διοικητικών γενικά υποθέσεων, καθώς και η κατάθεση σημάτων και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (άρθρο 39 παρ. 1 Κωδικός Δικηγόρων). Η έρευνα των βιβλίων υποθηκών, μεταγραφών και κατασχέσεων ως και η παράσταση κατά τη σύνταξη ορισμένων συμβολαίων συνιστούν ειδικότερα έργα νομικού παραστάτη, που ανατίθενται αποκλειστικώς στον δικηγόρο (άρθρα 41, 42 Κωδικός Δικηγόρων). Κάθε άλλη εξώδικη εργασία δικηγόρου, η οποία δεν απαγορεύεται από το νόμο και μπορεί να εκτελεστεί και από οποιονδήποτε άλλο εντολοδόχο, αμείβεται κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου, εκτός αν υπάρχει συμφωνία περί αμοιβής, η οποία δεν είναι υποχρεωτικό να αποδεικνύεται μόνο εγγράφως, όπως αναλύεται κατωτέρω.

Για την πληρωμή αμοιβής εξώδικης εργασίας/ενέργειας, η οποία δεν είναι συναφής προς την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου, ήτοι εργασίας που δεν προϋποθέτει νομική κυρίως κατάρτιση και μελέτη και επαγγελματική απασχόληση προς διεξαγωγή της, εφαρμόζεται η κοινή διαδικασία (ΟλΑΠ 29/1995 ΕλλΔνη 37.44, ΑΠ 956/2003 δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 953/2001 δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 1012/1973 ΝοΒ 22.622, ΕφΑΘ 9949/1996 ΕλλΔνη 38.891).

Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 677 Κ.ΠολΔ., ορίζουσα ότι στην διαδικασία των άρθρων 678 έως 681 δικάζονται εκτός από άλλες και οι διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα δικηγόρων και των πελατών τους όπως και αν χαρακτηρίζεται η μεταξύ τους σχέση και ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον καθορισμό της αμοιβής ή τον τρόπο καταβολής της, συνάγεται σαφώς ότι κατά την ανωτέρω ειδική διαδικασία εκδικάζονται και οι αξιώσεις δικηγόρων από αμοιβές, αποζημιώσεις ή έξοδα για εργασίες εξώδικες συναφείς με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.

Στην κατηγορία αυτήν ανήκουν και υπηρεσίες δικηγόρων που, χωρίς να επιφυλάσσεται από τον νόμο η παροχή τους αποκλειστικά στους δικηγόρους και να προβλέπεται γι` αυτές κατώτατο όριο αμοιβής από τις οικείες διατάξεις του Δικηγορικού Κώδικος, συνδέονται στενώς με άλλες για τις οποίες υπάρχει η πιο πάνω επιφύλαξη και πρόβλεψη ή η διεξαγωγή τους, λόγω του αντικειμένου τους, προϋποθέτει νομική ενασχόληση. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 38 του Εισ. Ν. Κ.ΠολΔ., ορίζουσα ότι οι σχετικές με την εκδίκαση των διαφορών που αναφέρονται στο άρθρο 677 του Κ.ΠολΔ καταργούνται, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του άρθρου 1 εδ. ε` και στ`, σύμφωνα με τις οποίες καταργείται κάθε άλλη (πλην των ρητώς καταργουμένων) διάταξη αντίθετη με τον Κ.ΠολΔ ή αφορώσα θέματα που ρυθμίζει ο Κ.ΠολΔ., εφόσον δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις αυτού χωρίς να ορίζεται διαφορετικά με αυτόν, και τη διάταξη του άρθρου 4 του ίδιου Εισ. Ν. Κ.ΠολΔ., με την οποία καταργούνται όλες οι διατάξεις νόμων που καθιερώνουν ειδικές διαδικασίες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ή ειδικούς κανόνες για ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων που εισάγονται σε αυτά, προκύπτει σαφώς, ενόψει της ανεπιφύλακτης διατυπώσεως και της γενικότητας του περιεχομένου της, η βούληση του νομοθέτη για ενιαία και ομοιόμορφη διαδικαστική μεταχείριση των αντιστοίχων υποθέσεων με την έννοια ότι όχι μόνον η εκδίκασή τους αλλά και ο σχηματισμός της δικανικής πεποιθήσεως πρέπει να διέπεται από τους αυτούς νομικούς ορισμούς.

Ολες οι δικονομικές διατάξεις οι σχετικές με την εκδίκαση των διαφορών που αναφέρονται σ` αυτήν, δηλαδή και αυτές που θεσπίζουν περιορισμούς στην χρησιμοποίηση των αποδεικτικών μέσων (Ολ. ΑΠ 40/1988), αφού με τη διάταξη του άρθρου 671 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζεται και. στην ανωτέρω ειδική διαδικασία των διαφορών για αμοιβές από την αμοιβή εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 681 εδ. α` του κώδικος αυτού, ρυθμίζεται ενιαίως το επιτρεπτό των αποδεικτικών μέσων χωρίς περιορισμούς, επιτρεπομένων και αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, καθώς και ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκου ή συμβολαιογράφου, υπό διατυπώσεις.

Για τον λόγο αυτόν η συμφωνία καθορισμού δικηγορικής αμοιβής μπορεί να αποδειχθεί με όλα τα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται στην ανωτέρω ειδική διαδικασία, ενώ πρέπει να θεωρηθούν κατηργημένοι οι αποδεικτικοί περιορισμοί που επιβάλλονται με τον Δικηγορικό Κώδικα, κυρωθέντα με ΝΔ 3026/1954, και ειδικότερα από το άρθρο 95 παρ. 2 εδ. α` (Σχ. Ολ. ΑΠ 40/1988), σχετικά με τις αμοιβές για την διεξαγωγή δικών, και από το άρθρο 166 αυτού, σχετικά με τις αμοιβές για κάθε άλλη εργασία που δεν απαγορεύεται από τον νόμο και μπορεί να εκτελεσθεί και από οποιονδήποτε άλλο εντολοδόχο, σύμφωνα με τους οποίους περιορισμούς, στην πρώτη περίπτωση απαιτείται απόδειξη με παντός είδους έγγραφα, όρκο ή ομολογία και στην δεύτερη απαιτείται έγγραφη απόδειξη της συμφωνίας.

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΑΜΟΙΒΩΝ


Αριθμός απόφασης 32/2014

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ




Ο εντολεύς οφείλει την αμοιβή στο δικηγόρο, εφόσον έδωσε εντολή επ ονόματι και για λογαριασμό του, ανεξάρτητα αν είναι διάδικος και η συμφωνία αυτή, για τον καθορισμό της αμοιβής του δικηγόρου, καταρτίζεται ατύπως, ήτοι δεν προϋποθέτει, για το κύρος της, την τήρηση έγγραφου τύπου και αποδεικνύεται, κατά τις κοινές δικονομικές διατάξεις. Το δικαστήριο, εάν δεν υπάρχει συμφωνία για την αμοιβή του δικηγόρου ή δεν συντρέχει περίπτωση υπολογισμού της αμοιβής του με βάση συντελεστή, θα προσδιορίσει το ελάχιστο νόμιμο όριο της αμοιβής του (άρθρα 713 ΑΚ, 91 παρ. 1, 92, 98, 99, 100 - 106 Κώδικας Δικηγόρων/ν.δ. 3026/1954 (ΦΕΚ Α` 235), 38 ΕισΝΚΠολΔ). Για την αξίωση τέτοιας δικηγορικής αμοιβής είναι αδιάφορο αν η αγωγή έγινε εν όλω ή μερικώς δεκτή ή απορρίφθηκε ολοσχερώς ή η υπόθεση διεκπεραιώθηκε ή όχι επιτυχώς (ΑΠ 415/2004 ΕλλΔνη 45.1375, ΑΠ 417/2003 ΔΕΝ 59.1202, ΑΠ 381/2001 ΕλλΔνη 43.117, ΑΠ 1225/2001 ΕλλΔνη 43.117, ΑΠ 372/2000 ΕλλΔνη 41.1320, ΑΠ 1580.2000 ΕλλΔνη 42.1294, ΑΠ 591/2000 ΕλλΔνη 41.1603, ΑΠ 1217/1998 ΕλλΔνη 41.75, ΑΠ 980/1998 ΕλλΔνη 40.303, ΑΠ 273/1991 ΔΕΝ 48.23, ΑΠ 988/1982 ΝοΒ 31.1001). Για τις παραστάσεις του δικηγόρου ενώπιον των δικαστηρίων, τη σύμπραξη του σε εξώδικες ενέργειες -και συμβάσεις, όπως προβλέπουν οι οικείες διατάξεις καθώς και για κάθε άλλη νομική υπηρεσία, που ο δικηγόρος παρέχει στον εντολέα του, καθορίζεται, το μήνα Δεκέμβριο κάθε δεύτερου έτους, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από γνώμη της ολομέλειας των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδος, ελάχιστη αμοιβή, ενιαία για όλους τους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας. Η ελάχιστη αυτή αμοιβή προεισπράπεται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο με τετραπλότυπο γραμμάτιο, ενώ οι δικηγορικοί σύλλογοι υποχρεούνται να ενεργούν παρακράτηση φόρου εισοδήματος με συντελεστή 15% στο ακαθάριστο ποσό των αμοιβών, που αναγράφονται στα τε-τραπλότυπα γραμμάτια (άρθρο 7 παρ. 2 ν. 2753/1999 (ΦΕΚ Α` 249). Οι προηγούμενες διατάξεις του ν. 2753/1999 έχουν φορολογικό χαρακτήρα και αποσκοπούν στη μεταρρύθμιση και απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, με την καθιέρωση αντικειμενικής φορολογικής μεταχειρίσεως των δικηγόρων προς το σκοπό της δικαιότερης κατανομής των φορολογικών βαρών, που προκαλεί η φορολογική διάρθρωση στην κατανομή των πόρων, της μειώσεως των οικονομικών στρεβλώσεων της αυξήσεως της ανταγωνιστικότητας και της προσαρμογής της φορολογίας στο ενοποιούμενο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Ετσι, αυτές οι διατάξεις δεν καταργούν τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων/ν.δ. 3026/1954, ως άνω, που αφορούν τον καθορισμό του κατώτατου ορίου αμοιβής των δικηγόρων (ΑΠ 760/2007 ΕλλΔνη 48.797). Εργο του δικηγόρου, ως άμισθου δημόσιου υπαλλήλου/δημόσιου λειτουργού (άρθρα 1, 38 Κωδικός Δικηγόρων), είναι να αντιπροσωπεύει και υπερασπίζει τον εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και ενώπιον κάθε αρχής και επιτροπής ειδικής δικαιοδοσίας καθώς και των πειθαρχικών συμβουλίων, ενεργώντας ελεύθερα και ανεμπόδιστα κάθε αναγκαία γι` αυτό πράξη, καθώς και να παρέχει στον εντολέα του νομικές συμβουλές και γνωμοδοτήσεις. Η άσκηση του έργου αυτού ανήκει αποκλειστικώς στον δικηγόρο. Επίσης, είναι αποκλειστικό έργο του δικηγόρου η νομική επιμέλεια φορολογικών, δασμολογικών και διοικητικών γενικά υποθέσεων, καθώς και η κατάθεση σημάτων και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (άρθρο 39 παρ. 1 Κωδικός Δικηγόρων). Η έρευνα των βιβλίων υποθηκών, μεταγραφών και κατασχέσεων ως και η παράσταση κατά τη σύνταξη ορισμένων συμβολαίων συνιστούν ειδικότερα έργα νομικού παραστάτη, που ανατίθενται αποκλειστικώς στον δικηγόρο (άρθρα 41, 42 Κωδικός Δικηγόρων). Κάθε άλλη εξώδικη εργασία δικηγόρου, η οποία δεν απαγορεύεται από το νόμο και μπορεί να εκτελεστεί και από οποιονδήποτε άλλο εντολοδόχο, αμείβεται κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου, εκτός αν υπάρχει συμφωνία περί αμοιβής, η οποία δεν είναι υποχρεωτικό να αποδεικνύεται μόνο εγγράφως, όπως αναλύεται κατωτέρω. Για την πληρωμή αμοιβής εξώδικης εργασίας/ενέργειας, η οποία δεν είναι συναφής προς την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου, ήτοι εργασίας που δεν προϋποθέτει νομική κυρίως κατάρτιση και μελέτη και επαγγελματική απασχόληση προς διεξαγωγή της, εφαρμόζεται η κοινή διαδικασία (ΟλΑΠ 29/1995 ΕλλΔνη 37.44, ΑΠ 956/2003 δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 953/2001 δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 1012/1973 ΝοΒ 22.622, ΕφΑΘ 9949/1996 ΕλλΔνη 38.891). Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 677 Κ.ΠολΔ., ορίζουσα ότι στην διαδικασία των άρθρων 678 έως 681 δικάζονται εκτός από άλλες και οι διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα δικηγόρων και των πελατών τους όπως και αν χαρακτηρίζεται η μεταξύ τους σχέση και ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον καθορισμό της αμοιβής ή τον τρόπο καταβολής της, συνάγεται σαφώς ότι κατά την ανωτέρω ειδική διαδικασία εκδικάζονται και οι αξιώσεις δικηγόρων από αμοιβές, αποζημιώσεις ή έξοδα για εργασίες εξώδικες συναφείς με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Στην κατηγορία αυτήν ανήκουν και υπηρεσίες δικηγόρων που, χωρίς να επιφυλάσσεται από τον νόμο η παροχή τους αποκλειστικά στους δικηγόρους και να προβλέπεται γι` αυτές κατώτατο όριο αμοιβής από τις οικείες διατάξεις του Δικηγορικού Κώδικος, συνδέονται στενώς με άλλες για τις οποίες υπάρχει η πιο πάνω επιφύλαξη και πρόβλεψη ή η διεξαγωγή τους, λόγω του αντικειμένου τους, προϋποθέτει νομική ενασχόληση. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 38 του Εισ. Ν. Κ.ΠολΔ., ορίζουσα ότι οι σχετικές με την εκδίκαση των διαφορών που αναφέρονται στο άρθρο 677 του Κ.ΠολΔ καταργούνται, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του άρθρου 1 εδ. ε` και στ`, σύμφωνα με τις οποίες καταργείται κάθε άλλη (πλην των ρητώς καταργουμένων) διάταξη αντίθετη με τον Κ.ΠολΔ ή αφορώσα θέματα που ρυθμίζει ο Κ.ΠολΔ., εφόσον δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις αυτού χωρίς να ορίζεται διαφορετικά με αυτόν, και τη διάταξη του άρθρου 4 του ίδιου Εισ. Ν. Κ.ΠολΔ., με την οποία καταργούνται όλες οι διατάξεις νόμων που καθιερώνουν ειδικές διαδικασίες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ή ειδικούς κανόνες για ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων που εισάγονται σε αυτά, προκύπτει σαφώς, ενόψει της ανεπιφύλακτης διατυπώσεως και της γενικότητας του περιεχομένου της, η βούληση του νομοθέτη για ενιαία και ομοιόμορφη διαδικαστική μεταχείριση των αντιστοίχων υποθέσεων με την έννοια ότι όχι μόνον η εκδίκασή τους αλλά και ο σχηματισμός της δικανικής πεποιθήσεως πρέπει να διέπεται από τους αυτούς νομικούς ορισμούς. Ολες οι δικονομικές διατάξεις οι σχετικές με την εκδίκαση των διαφορών που αναφέρονται σ` αυτήν, δηλαδή και αυτές που θεσπίζουν περιορισμούς στην χρησιμοποίηση των αποδεικτικών μέσων (Ολ. ΑΠ 40/1988), αφού με τη διάταξη του άρθρου 671 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζεται και. στην ανωτέρω ειδική διαδικασία των διαφορών για αμοιβές από την αμοιβή εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 681 εδ. α` του κώδικος αυτού, ρυθμίζεται ενιαίως το επιτρεπτό των αποδεικτικών μέσων χωρίς περιορισμούς, επιτρεπομένων και αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, καθώς και ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκου ή συμβολαιογράφου, υπό διατυπώσεις. Για τον λόγο αυτόν η συμφωνία καθορισμού δικηγορικής αμοιβής μπορεί να αποδειχθεί με όλα τα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται στην ανωτέρω ειδική διαδικασία, ενώ πρέπει να θεωρηθούν κατηργημένοι οι αποδεικτικοί περιορισμοί που επιβάλλονται με τον Δικηγορικό Κώδικα, κυρωθέντα με ΝΔ 3026/1954, και ειδικότερα από το άρθρο 95 παρ. 2 εδ. α` (Σχ. Ολ. ΑΠ 40/1988), σχετικά με τις αμοιβές για την διεξαγωγή δικών, και από το άρθρο 166 αυτού, σχετικά με τις αμοιβές για κάθε άλλη εργασία που δεν απαγορεύεται από τον νόμο και μπορεί να εκτελεσθεί και από οποιονδήποτε άλλο εντολοδόχο, σύμφωνα με τους οποίους περιορισμούς, στην πρώτη περίπτωση απαιτείται απόδειξη με παντός είδους έγγραφα, όρκο ή ομολογία και στην δεύτερη απαιτείται έγγραφη απόδειξη της συμφωνίας.


Εξάλλου σύμφωνα με την με αριθμό Π 8499/4941 Πολ 369 της 28.12.1987/3.2.1988 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (η οποία κυρώθηκε με το άρθρου 11 παρ. 4 ν. 1839/1989 και έχει ισχύ νόμου από τότε που εκδόθηκε), ορίσθηκε ότι από 1.1.1998 ο φόρος προστιθέμενης αξίας επιρρίπτεται υποχρεωτικά από τον κατά νόμο υπόχρεο σε βάρος του αντισυμβαλλομένου. Ο εν λόγω φόρος καθίσταται απαιτητός σε περίπτωση που η πληρωμή της αμοιβής πραγματοποιείται κατόπιν επιταγής δημοσίας αρχής (όπως δικαστικής απόφασης), κατά το χρόνο είσπραξης της αμοιβής αυτής, και επομένως κατά το χρόνο της είσπραξης που γεννάται η φορολογική του υποχρέωση, ο υποκείμενος στο φόρο αυτόν θα εκδώσει τιμολόγιο ή απόδειξη, ή άλλο στοιχείο που προβλέπουν οι διατάξεις του Κώδικα φορολογικών Στοιχείων, στο οποίο θα αναγράφει τη φορολογική αξία και το ποσό του φόρου χωριστά, το δε τιμολόγιο ή άλλο έγγραφο που εξομοιώνεται με τιμολόγιο για το ποσό αυτό του φόρου θα εκδοθεί κατά την είσπραξη του επιδικαζομένου ποσού. Η απαίτηση, δηλαδή, για ΦΠΑ ζητείται κατ` άρθρο 69 § 1 περ. ε` ΚΠολΔ από την επέλευση του χρονικού σημείου της καταβολής του ποσού της κύριας οφειλής (επέλευση γεγονότος). Στην περίπτωση, όμως, αυτή κατά τα άρθρα 345 και 346 ΑΚ δεν οφείλονται τόκοι πριν την επέλευση του παραπάνω χρονικού σημείου, το οποίο στην ειδική περίπτωση καταβολής ΦΠΑ επί ολικής καταβολής των επιδικαζομένων ταυτίζεται με την εξόφληση. Επί μερικής εξόφλησης της κυρίας οφειλής (η οποία είναι νοητή, διότι στα πλαίσια αναγκαστικής εκτέλεσης είναι δυνατή και η μερική εξόφληση κατ` άρθρα 928, 974 επ. ΚΠολΔ) η προς τοκοδοσία υποχρέωση δεν γεννάται πριν την επέλευση του παραπάνω χρονικού σημείου (βλ σχετικά ΑΠ 80/1999 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 113/1996 αδημ., ΕΑ 8884/2003 ΕλλΔνη 45 σελ. 1102).



Εξάλλου, για την ύπαρξη αδικοπραξίας, σύμφωνα με το άρθρο 914 ΑΚ, απαιτείται, εκτός άλλων, παράνομη συμπεριφορά [θετική πράξη ή παράλειψη] προσώπου. Τέτοια συμπεριφορά αποτελεί και η προσβολή ορισμένου δικαιώματος άλλου ή απλώς συμφέροντος του, προστατευομένου από τη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάζεται (ΑΠ 5/2001 ΕλλΔνη 42..671, ΑΠ 87/2000 ΕλλΔνη 41.967). Το δικαίωμα της προσωπικότητας, ως πλέγμα αγαθών, τα οποία συνθέτουν την υπόσταση του ατόμου και είναι με αυτό (άτομο) αναπόσπαστα συνδεδεμένα (άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγματος), προστατεύεται, σε περίπτωση προσβολής, από τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ. Η προσβολή της προσωπικότητας πρέπει να είναι παράνομη, να γίνεται δηλαδή όταν είτε δεν υπάρχει δικαίωμα είτε ασκείται υπάρχον δικαίωμα καταχρηστικώς (άρθρα 281 ΑΚ, 25 παρ. 3 Συντάγματος). Προστατευόμενο αγαθό από την προσωπικότητα είναι και η τιμή, κυρίως, ως κοινωνικό αγαθό, κάθε ατόμου, η οποία αντικατοπτρίζεται από την εκτίμηση, απέναντι του, των άλλων (άρθρο 5 παρ. 2 Συντάγματος) και μπορεί να προσβάλλεται (άρθρα 361, 362, 363 ΠΚ), με συκοφαντική δυσφήμηση [ισχυρισμό ή διάδοση ψευδούς δυσφημιστικού γεγονότος, εν γνώσει του ότι το δυσφημιστικό γεγονός είναι ψευδές] ή με απλή δυσφήμηση [από πρόθεση ισχυρισμό ή διάδοση γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή] ή με εξύβριση [εκτός των περιπτώσεων της συκοφαντικής δυσφημήσεως και της απλής δυσφημήσεως, από πρόθεση προσβολή της τιμής, με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο]. Αξιώσεις από την προσβολή της προσωπικότητας είναι (και) η άρση της προσβολής, εφόσον η προσβολή ευρίσκεται σε ενέργεια, η παράλειψη στο μέλλον, που προϋποθέτει βάσιμη απειλή επικείμενης προσβολής στο μέλλον ή η αποζημίωση προς ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής βλάβης. Η ευθύνη του προσβάλλοντος είναι αντικειμενική, ως προς την αξίωση για άρση και παράλειψη στο μέλλον της προσβολής (άρθρο 57 παρ. 1 ΑΚ), ενώ, για την αξίωση αποζημιώσεως προς ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής βλάβης, συνισταμένη η τελευταία, σωρευτικά ή χωριστά, σε πληρωμή εύλογου χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε ο,τιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις, απαιτείται και το στοιχείο της υπαιτιότητας (άρθρα 57 παρ. 2, 59, 914, 297, 330, 299, 932, 926, 927 ΑΚ), οι όροι δηλαδή αυτής της παροχής εξομοιώνονται με εκείνους της αποζημιώσεως (προσβολή, παράνομη πράξη, που προκάλεσε την προσβολή, αιτιώδης σύνδεσμος της προσβολής με την παράνομη πράξη, υπαιτιότητα του προσβάλλοντος). Για να καθοριστεί δε το εύλογο χρηματικό ποσό, λαμβάνονται υπόψη και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, όπως και η περιουσιακή κατάσταση και η κοινωνική θέση του προσβαλλόμενου στην προσωπικότητα του (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 46. 822, ΟλΑΠ 13/199 ΕλλΔνη 40.753 ΕφΑΘ 1972/2006 ΕλλΔνη 48. 306, ΕφΑΘ 698/2003 ΕλλΔνη 45.1062, ΕφΑΘ 2768/2003 ΕλλΔνη 46.244, ΕφΑΘ 431/2000 ΕλλΔνη 42.499, ΕφΑΘ 1688/1998 ΕλλΔνη 39. 667).



Περαιτέρω μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 339 ΚΠολΔ περιλαμβάνεται και η ομολογία του διαδίκου, η οποία αν μεν είναι δικαστική αποτελεί πλήρη απόδειξη κατά του ομολογήσαντος (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ) και αν είναι εξώδικη εκτιμάται ελευθέρως από το Δικαστήριο (άρθρο 352 παρ. 2 ΚΠολΔ). Ομολογία δε είναι η παραδοχή πραγματικού γεγονότος επιβλαβούς για τον διάδικο που ομολογεί και ωφελίμου για τον αντίδικό του. Αντικείμενο δε αυτής μπορεί να είναι μόνο όσα πραγματικά γεγονότα έχουν ανάγκη αποδείξεως και κατά συνέπεια για όσα πραγματικά περιστατικά ομολογούνται δικαστικώς δεν διατάσσεται απόδειξη ούτε χωρεί ανταπόδειξη.



Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, Δικηγόρος Αθηνών, με την υπό κρίση αγωγή της, κατά προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου αυτής, εκθέτει ότι δυνάμει της από 25-6-2012 προφορικής σύμβασης εντολής η εναγομένη της ανέθεσε τις αναφερόμενες στην αγωγή της εντολές προκειμένου να ρυθμιστούν οι υποθέσεις της σε 2 εταιρίες στις οποίες συμμετείχε ως εταίρος. Οτι αυτή εκτέλεσε τις ανατεθείσες στην ίδια εντολές με την ενέργεια των αναγκαίων για την διεκπεραίωση των εξώδικων πράξεων, που αναφέρονται στην αγωγή, απασχολούμενη συνολικά περί τις 60 ώρες. Οτι για τις εξώδικες αυτές εργασίες δικαιούται ως αμοιβή, το ποσό των 100 ευρώ για έκαστη εξ αυτών πλέον του νομίμου ΦΠΑ και κατόπιν μερικής εξοφλήσεως από μέρους της εναγομένης το ποσό συνολικού ύψους 6.014,70, ήτοι κεφαλαίου 4.890 ευρώ και αναλογούντος ΦΠΑ 23% 1.124,70 ευρώ. Και ότι η εναγομένη αρνείται να του καταβάλλει την αμοιβή της αυτή για τις ως άνω εξώδικες υπηρεσίες της. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, όπως αναλυτικά εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλλει το ποσό των 6.014,70 ευρώ, κυρίως μεν κατά τα οριζόμενα στον Κώδικα περί Δικηγόρων σε συνδυασμό με την παραπάνω Κ.Υ.Α., επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθ` όσον η τελευταία, όπως ισχυρίζεται, κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της χωρίς νόμιμη αιτία, καθώς και ποσό 2.000 ευρώ ως αποζημίωση ηθικής βλάβης λόγω της παντελώς αβάσιμης καταγγελίας που έκανε εις βάρος της η εναγομένη στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών και μάλιστα νομιμότοκα ως προς το ποσό της αμοιβής με από την επομένη της επίδοσης της εξώδικης οχλήσεως, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της από 18-2-2013 αγωγής της, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της παρούσας αγωγής της και ως προς το ποσό της ηθικής βλάβης από την επομένη της επιδόσεως της από 18-2-2013 αγωγής της, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της παρούσας αγωγής της. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά της έξοδα.



Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται στο παρόν Δικαστήριο, για να εκδικασθεί με την διαδικασία των Αμοιβών, αφού καίτοι ορισμένες από τις αναφερόμενες εξώδικες πράξεις, για τις οποίες ζητείται αμοιβή, μπορούσαν να διενεργηθούν και από τρίτο εντολοδόχο μη δικηγόρο, εφόσον η ενάγουσα επικαλείται την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ αυτής και της εναγομένης για διενέργεια εξωδίκων πράξεων και αμοιβή με χρονοχρέωση και με δεδομένο, ότι οι εξώδικες ενέργειες που μπορούσαν να διενεργηθούν και από τρίτο μη δικηγόρο συνδέονται στενά με εξώδικες ενέργειες, οι οποίες είναι συναφείς με το δικηγορικό λειτούργημα και απαιτούσαν νομική κατάρτιση, άπασες οι εξώδικες ενέργειες για τις οποίες αιτείται αμοιβή υπάγονται στην παρούσα διαδικασία, όπως και η αξίωση από αδικοπραξία λόγω ηθικής βλάβης, αφού πηγάζει από την σχέση της σύμβασης παροχής υπηρεσιών (βλ. Νίκας σε ΚΕΡΑΜΕΑΣ /ΚΟΝΔΥΛΗΣ/ΝΙΚΑΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΠΟΛΔ αρ. 677, παρ. 5, σελ 1288]. Η αγωγή επιπλέον είναι ορισμένη ως προς την κύρια βάση της αφού αναφέρει η ενάγουσα αναλυτικά τις εξώδικες πράξεις για τις οποίες ζητεί αμοιβή, τις ώρες που απασχολήθηκε για καθεμία από αυτές και το ειδικότερο ποσό αμοιβής καθεμίας από αυτές. Αντιθέτως ως προς την επικουρική βάση της η αγωγή είναι αόριστη, αφού λόγω της επικουρικής φύσης της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού, σε περίπτωση που υπάρχει η δυνατότητα άσκησης αξιώσεως με βάση δικαιοπραξία, είναι δυνατή και η επικουρική άσκηση της αξιώσεως του 904 ΑΚ, αλλά μόνο εφόσον υπάρχει αναλυτική έκθεση των λόγων για τους οποίους η αξίωση με την κύρια βάση δεν είναι επιδιώξιμη, γεγονός που δεν λαμβάνει χώρα εν προκειμένω. Η αίτηση είναι επιπλέον νόμιμη ως προς την αξίωση του κεφαλαίου της αμοιβής μετά του αναλογούντος ΦΠΑ και την αξίωση ηθικής βλάβης. Ως προς την αξίωση του αναλογούντος ΦΠΑ δεν είναι νόμιμη η αξίωση για επιδίκαση τόκων από την επίδοση του εξωδίκου ή των αγωγών, αλλά με βάση τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα πρόταση η αξίωση για καταβολή του αναλογούντος ΦΠΑ καθίσταται απαιτητή από την καταβολή του ποσού της κύριας οφειλής και από εκείνο το σημείο κι έπειτα ξεκινάει και η τοκοφορία, οπότε και με δεδομένο, ότι το μείζον αίτημα εμπεριέχει το έλασσον, πρέπει να εξετασθεί η επιδίκαση τόκων επί του παραπάνω ποσού ΦΠΑ μετά την παραπάνω εξόφληση της κύριας οφειλής (βλ σχετικά ΑΠ 1288/1996 ΕλλΔνη 1997 σελ. 1141). Συνεπώς κατά το τμήμα που κρίθηκε νόμιμη η αγωγή πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν, αφού καταβλήθηκε το νόμιμο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις προβλεπόμενες υπέρ των τρίτων επιβαρύνσεις.



Από την εκτίμηση της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρα και την ανωμοτί κατάθεση της εναγομένης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση πρακτικά συζήτησης, των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, των διδαγμάτων της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπ` όψιν και από τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδεικνύονται τα εξής: Η ενάγουσα, δικηγόρος Αθηνών, κατήρτισε προφορική συμφωνία με την εναγομένη στις 25-6-2012 με την οποία ανέλαβε για λογαριασμό της τελευταίας να διεκπεραιώσει επείγουσες υποθέσεις της που αφορούσαν την συμμετοχή της εναγομένης σε δύο εταιρίες, και ειδικότερα την «.............» που έδρευε στο Χαλάνδρι Αττικής και την «.............». Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις η εναγομένη αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα συνεργασίας με την συνεταίρο της και η άμεση αντιμετώπιση αυτών απαιτούσε την σύμπραξη δικηγόρου, αφού οι σχέσεις μεταξύ των συνεταίρων είχαν φτάσει σε οριακό σημείο. Μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε η αμοιβή της ενάγουσας να υπολογίζεται με το σύστημα της χρονοχρέωσης, ήτοι να αμείβεται για κάθε ώρα που απασχολείτο με την υπόθεση της εναγομένης, ανεξαρτήτως αν η συγκεκριμένη ενασχόληση αφορούσε δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες ή ακόμα και πράξεις που δεν συνέχονται άμεσα με την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, αλλά ήταν απαραίτητες για την ολοκληρωμένη διεκπεραίωση της υπόθεσης. Η αμοιβή για κάθε ώρα ενασχόλησης της ενάγουσας με την υπόθεση της εναγομένης ορίστηκε στα εκατό ευρώ πλέον ΦΠΑ 23%. Η συγκεκριμένη συμφωνία, αν και δεν καταρτίστηκε εγγράφως προκύπτει από την κατηγορηματική δήλωση του μάρτυρα της πλευράς της εναγούσης, ο οποίος δήλωσε μάλιστα, ότι επελέγη ο συγκεκριμένος τρόπος αμοιβής λόγω της πολυπλοκότητας της υποθέσεως και της έλλειψης σιγουριάς ως προς την κατάληξη αυτής. Ειδικότερα η ενάγουσα μην γνωρίζοντας, αν η υπόθεση της εναγομένης θα καταλήξει στα δικαστήρια ή αν θα λυθεί εξωδίκως καθώς και το χρονικό διάστημα που θα την απασχολούσε, προτίμησε να αμειφθεί με το σύστημα της χρονοχρέωσης, ώστε να αποκομίσει μια αμοιβή αρχικά για τον χρόνο της απασχόλησής της στις διαπραγματεύσεις με την συνεταίρο της εναγομένης και σε περίπτωση που θα οδηγείτο η υπόθεση στα δικαστήρια θα προέβαινε σε εκ νέου συμφωνία με την εναγομένη. Ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι ουδέποτε υπήρξε συμφωνία για αμοιβή με χρονοχρέωση και δη 100 ευρώ την ώρα, δεν μπορεί να γίνει δεκτός, αφού δεν είναι δυνατόν μια έμπειρη επιχειρηματίας, όπως η εναγομένη, που διατηρούσε πλούσια ηλεκτρονική αλληλογραφία με την ενάγουσα και ήταν σε διαρκή επικοινωνία (τηλεφωνική αλλά και εκ του σύνεγγυς) μαζί της να μην συζήτησε ποτέ το θέμα της αμοιβής της ενάγουσας. Επιπλέον η εναγομένη δεν αναφέρει κάποιον εναλλακτικό υποστηριζόμενο από την ίδια τρόπο αμοιβής που είχε τυχόν συμφωνηθεί μεταξύ τους, αλλά ούτε λίγο ούτε πολύ υποστηρίζει, ότι στο ζήτημα της αμοιβής της ενάγουσας είχε ακολουθηθεί μια πρακτική του τύπου «βλέποντας και κάνοντας», επειδή η ίδια αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα την επίδικη περίοδο. Παράλληλα η εναγόμενη δεν εξηγεί, γιατί δεν αντέδρασε όταν στις 1-8-2012 της εστάλη ηλεκτρονικό μήνυμα από μέρους της ενάγουσας με κατάλογο των μέχρι τότε ενεργειών και συνολική χρέωση μέχρι εκείνο το σημείο ύψους 2.680 ευρώ. Και πράγματι στο συγκεκριμένο ηλεκτρονικό μήνυμα ο κατάλογος των ενεργειών δεν συνοδεύεται και από ώρες απασχόλησης για κάθε επί μέρους ενέργεια, πλην όμως προκύπτει με σαφήνεια, ότι αφορά αμοιβή με βάση την διενέργεια συγκεκριμένων ενεργειών και τον χρόνο που δαπανήθηκε επ` αυτών. Η εναγομένη λοιπόν έλαβε σε αρχικό σημείο της συνεργασίας της με την ενάγουσα γνώση των χρεώσεων από μέρους της. Εφόσον το ποσό που της εστάλη στις 1-8-2012 αφορούσε αυτόβουλη χρέωση από μέρους της ενάγουσας με το σύστημα της χρονοχρέωσης και επιπλέον της φάνηκε υπερβολικό και δεν γνώριζε τον τρόπο με τον οποίο προέκυψε θα ρώτησε σαφέστατα και πώς προέκυψε και η ενάγουσα θα της εξήγησε, πως είναι αντικείμενο χρονοχρέωσης. Η εναγομένη δεν προσκομίζει όμως κάποιο αποδεικτικό μέσο διαμαρτυρίας για τον συγκεκριμένο τρόπο χρέωσης, ήτοι κάποια αντιπρόταση ή κάποια αμφισβήτηση των αναφερομένων ενεργειών ή κάποια απειλή περί ανάκλησης της εντολής, αλλά αντιθέτως υποστηρίζει, ότι από εκείνο το σημείο κι έπειτα ζήτησε από την ενάγουσα να της στέλνει σε τακτά χρονικά διαστήματα αναλυτικό κατάλογο ενεργειών, μέθοδος που συνάδει με την αμοιβή με το σύστημα της χρονοχρέωσης, ενώ τέλος η εναγομένη κατέβαλε προς μερική εξόφληση της ανωτέρω αρχικής οφειλής ποσό 1.204 ευρώ αποδεχόμενη την χρέωση με τον συγκεκριμένο τρόπο. Εξάλλου και στην σελίδα υπ` αρ. 4 της αναφοράς που υπέβαλε η εναγομένη εναντίον της ενάγουσας προς τον ΔΣΑ (βλ. σχετ. υπ` αρ. 65 ενάγουσας) δηλώνει και η ίδια, ότι μετά την αποστολή του από 1-8-2012 ηλεκτρονικού μηνύματος απευθύνθηκε στην ενάγουσα και τον σύζυγό της και της εξήγησαν, ότι χρεώνουν 100 ευρώ για κάθε ώρα απασχόλησης με την υπόθεσή της. Επιπλέον η εναγομένη με τις προτάσεις της δεν αμφισβητεί επί της ουσίας την υποστηριζόμενη από την ενάγουσα χρέωση με το σύστημα της χρονοχρέωσης, αλλά επικαλείται ότι η ενάγουσα δεν δικαιούται την όποια αμοιβή της, γιατί δεν ολοκλήρωσε τα συμφωνηθέντα μεταξύ τους, ήτοι την επίτευξη σύνταξης συμφωνητικού με την αντίδικο συνεταίρο της ή την άσκηση αγωγής και αίτησης ασφαλιστικών μέτρων εναντίον της συνεταίρου της, πλην όμως ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει δεκτός, αφού το σύστημα της χρονοχρέωσης δεν προϋποθέτει, με βάση και τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα πρόταση, ολοκλήρωση τυχόν συμφωνηθεισών ενεργειών, αλλά ο δικηγόρος δικαιούται να αμειφθεί με βάση τις ώρες που απασχολήθηκε, ανεξαρτήτως αν ολοκλήρωσε την όποια συμφωνηθείσα ενέργεια. Περαιτέρω όταν απεστάλη στις 8-1-2013 ηλεκτρονικό μήνυμα από την ενάγουσα προς την εναγομένη (βλ. σχετ. υπ` αρ. 60 ενάγουσας) με κατάλογο ενεργειών για την περίοδο από Σεπτέμβριο μέχρι Δεκέμβριο του 2012, η εναγομένη απάντησε την ίδια μέρα με ηλεκτρονικό μήνυμα (βλ σχετ. υπ` αρ. 61 ενάγουσας) με το οποίο δεν προέβαλε την παραμικρή διαμαρτυρία για τον αποσταλέντα κατάλογο ενεργειών, αλλά αντιθέτως επιφυλάχθηκε για την καταβολή της αμοιβής της ενάγουσας. Από τα ανωτέρω προκύπτει λοιπόν, ότι πράγματι μεταξύ των διαδίκων είχε συμφωνηθεί αμοιβή με το σύστημα της χρονοχρέωσης και η αμοιβή ανερχόταν σε 100 ευρώ την ώρα. Στα πλαίσια της εντολής που της είχε δοθεί η ενάγουσα προέβη στις ακόλουθες ενέργειες: Στις 25-6-2012 η ενάγουσα είχε συνάντηση με την εναγομένη στο γραφείο της πρώτης για αρχική ενημέρωση του ιστορικού της υποθέσεως, η οποία διήρκεσε πέντε ώρες και η αμοιβή ανέρχεται σε 500 ευρώ (5 ώρες χ 100). Στις 10-7-2012 η ενάγουσα συναντήθηκε με τον λογιστή ............. στο γραφείο του και συζητήσανε για τα οικονομικά δεδομένα των εταιριών της εναγομένης. Η συνάντηση διήρκεσε 3 ώρες και η αμοιβή ανέρχεται σε 300 ευρώ (3 ώρες χ 100). Επικοινωνία της ενάγουσας για διευθέτηση της καταγγελίας της ............., καθώς και επικοινωνία με τον συμ/φο ............. και υπαλλήλους και δικηγόρο της ............. στις 11-7-2012 δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας (μάρτυρες και έγγραφα). Στις 12-7-2012 η ενάγουσα μελέτησε το εξώδικο καταγγελίας της ............. κατά εταιρίας της εναγομένης και δαπάνησε 1 ώρα οπότε και η αμοιβή της ανέρχεται σε 100 ευρώ (1 ώρα χ 100). Στις 16-7-2012 η ενάγουσα είχε συνάντηση με την εναγόμενη ενόψει συσκέψεως με την αντίθετη πλευρά, η οποία διήρκεσε 1,5 ώρα και η αμοιβή της ανέρχεται σε 150 ευρώ (1,5 ώρα χ 100). Στις 17-7-2012 συνάντηση με την δικηγόρο της αντιδίκου της εναγομένης, η οποία διήρκεσε 3 ώρες και η αμοιβή της ανέρχεται σε 300 ευρώ (3 ώρες χ 100). Στις 18-7-2012 έρευνα πρόσφατης νομολογίας , η οποία διήρκεσε 2,5 ώρες και η αμοιβή της ανέρχεται σε 250 ευρώ (2,5 ώρες χ 100). Στις 20-7-2012 επικοινωνία με λογιστή ............. για διάφορα θέματα που διήρκεσε 1/2 ώρες και η αμοιβή της ανέρχεται σε 50 ευρώ (0,5 ώρες χ 100). Στις 25-7-2012 σύνταξη προσχεδίου πρότασης εξαγοράς η οποία διήρκεσε 2 ώρες και η αμοιβή της ανέρχεται σε 200 ευρώ (2 ώρες χ 100). Στις 26-7-2012 επικοινωνία με εναγομένη για συζήτηση προσχεδίου εξαγοράς που διήρκεσε 1/2 ώρες και η αμοιβή της ανέρχεται σε 50 ευρώ (0,5 ώρες χ 100). Επικοινωνία της ενάγουσας με υπάλληλο της ΕΠΕ, καθώς και επικοινωνία με τον λογιστή ............. και την δικηγόρο ............. στις 29-7-2012 δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας (μάρτυρες και έγγραφα). Στις 30-7-2012 για σύνταξη τροποποιήσεων, συμπληρώσεων και ολοκλήρωση πρότασης εξαγοράς μεριδίων της αντιδίκου της εναγομένης η οποία διήρκεσε 1,5 ώρα και η αμοιβή της ανέρχεται σε 150 ευρώ (1,5 ώρες χ 100). Στις 31-7-2012 συνάντηση στο γραφείο της ενάγουσας με την δικηγόρο ............. η οποία διήρκεσε 2,5 ώρες και η αμοιβή της ανέρχεται σε 250 ευρώ (2,5 ώρες χ 100). Η αξίωση της ενάγουσας για έξοδα φωτοτυπιών, κούριερ, τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και επικυρώσεων για το χρονικό διάστημα από 25-6-2012 έως 31-7- 2012 ύψους 130 ευρώ δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας (μάρτυρες και έγγραφα). Στις 13- 9-2012 επικοινωνία της ενάγουσας με δικηγόρο ............. η οποία διήρκεσε 1 ώρα και η αμοιβή της ανέρχεται σε 100 ευρώ (1 ώρα χ 100). Στις 19-9-2012 επικοινωνία της ενάγουσας με εναγομένη και εκμισθωτή ............. η οποία διήρκεσε 48 λεπτά και η αμοιβή της ανέρχεται σε 80 ευρώ (48 λεπτά χ 100). Στις 20-9-2012 μελέτη από την ενάγουσα 2 δανειακών συμβάσεων της εναγομένης με την ............. και μιας δανειακής σύμβασης με την ............. και παροχή συμβουλών στην εναγομένη η οποία διήρκεσε 4 ώρες και η αμοιβή της ανέρχεται σε 400 ευρώ (4 ώρες χ 100). Στις 16,17,19,22-10-2012 παρακολούθηση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ εναγομένης και συνεταίρου της, η οποία διήρκεσε 78 λεπτά της ώρας και η αμοιβή της ανέρχεται σε 130 ευρώ (78 λεπτά χ 100). Στις 23-10-2012 μελέτη εξωδίκου εκμισθώτριας ............. και επικοινωνία της ενάγουσας με δικηγόρο της ανωτέρω εκμισθώτριας προς διακανονισμό οφειλής η οποία διήρκεσε 1 ώρα και η αμοιβή της ανέρχεται σε 100 ευρώ (1 ώρα χ 100). Στις 24,25-10- 2012 μελέτη από την ενάγουσα συμφωνητικού μισθώσεως και συμφωνητικού τροποποίησης ΕΠΕ η οποία διήρκεσε 1 ώρα και η αμοιβή της ανέρχεται σε 100 ευρώ (1 ώρα χ 100). Στις 31-10-2012 μελέτη από την ενάγουσα β` εξωδίκου της ............. η οποία διήρκεσε 1 ώρα και η αμοιβή της ανέρχεται σε 100 ευρώ (1 ώρα χ 100). Στις 2-11-2012 μελέτη από την ενάγουσα της πρότασης της συνεταίρου της εναγόμενης η οποία διήρκεσε 1,5 ώρα και η αμοιβή της ανέρχεται σε 150 ευρώ (1,5 ώρες χ 100). Στις 5-11-2012 σύνταξη από την ενάγουσα απάντησης προς την δικηγόρο ............. επί του διακανονισμού χρεών η οποία διήρκεσε 1 ώρα και η αμοιβή της ανέρχεται σε 100 ευρώ (1 ώρα χ 100). Στις 6-11-2012 συνάντηση στο γραφείο της ενάγουσας με την αντίδικο της εναγομένης η οποία διήρκεσε 3 ώρες και η αμοιβή της ανέρχεται σε 300 ευρώ (3 ώρες χ 100). Στις 7-11-2012 ενημέρωση από την ενάγουσα της εναγομένης για την συνάντηση της προηγουμένης ημέρας η οποία διήρκεσε 1,5 ώρα και η αμοιβή της ανέρχεται σε 150 ευρώ (1,5 ώρες χ 100). Στις 9-11-2012 ενασχόληση της ενάγουσας με την υπόθεση παραίτησης της γραμματέως της ΕΠΕ ............. η οποία η οποία διήρκεσε 1 ώρα και η αμοιβή της ανέρχεται σε 100 ευρώ (1 ώρα χ 100). Στις 9-11-2012 μετάβαση της ενάγουσας στο Χαλάνδρι για παραλαβή μισθωτηρίων από τα γραφεία της εταιρίας η οποία διήρκεσε 48 λεπτά και η αμοιβή της ανέρχεται σε 80 ευρώ (48 λεπτά χ 100). Στις 12-11-2012 μελέτη τριών συμφωνητικών μισθώσεως αποθήκης στο Κορωπί η οποία διήρκεσε 48 λεπτά και η αμοιβή της ανέρχεται σε 80 ευρώ (48 λεπτά χ 100). Στις 13,14-11-2012 επικοινωνία της εναγομένης με τον λογιστή της ΕΠΕ κ. ............. η οποία διήρκεσε 48 λεπτά και η αμοιβή της ανέρχεται σε 80 ευρώ (48 λεπτά χ 100). Η μελέτη παρατηρήσεων της εναγομένης στις 14-11-2012 δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας (μάρτυρες και έγγραφα). Στις 21,22- 11- 2012 επικοινωνία με δικηγόρο της αντιδίκου από την ενάγουσα για διαταγή πληρωμής που είχε εκδοθεί εις βάρος της εταιρίας της εναγομένης η οποία διήρκεσε 1,5 ώρα και η αμοιβή της ανέρχεται σε 150 ευρώ (1,5 ώρες χ 100). Στις 28-11-2012 έρευνα από την ενάγουσα πρόσφατης νομολογίας για αγωγή κατά διαχειριστή ΕΠΕ η οποία διήρκεσε 1 ώρα και η αμοιβή της ανέρχεται σε 100 ευρώ (1 ώρα χ 100). Η αξίωση της ενάγουσας για μελέτη σχολίων και εντολών της εναγομένης στις 10-12- 2012 ύψους 100 ευρώ δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας (μάρτυρες και έγγραφα). Στις 12-12-2012 μελέτη της ενάγουσας της επιστολής ............., καθώς και επικοινωνία με την εναγομένη η οποία η οποία διήρκεσε 1,5 ώρα και η αμοιβή της ανέρχεται σε 150 ευρώ (1,5 ώρες χ 100). Στις 13-12-2012 συνάντηση με τον νέο δικηγόρο της αντιδίκου της εναγομένης στο Νέο Ηράκλειο Αττικής, η οποία διήρκεσε 3 ώρες και η αμοιβή της ανέρχεται σε 300 ευρώ (3 ώρες χ 100). Στις 14,17,18,19,20,21-12-2012 τηλεφωνικές επικοινωνίες της ενάγουσας με την εναγομένη οι οποίες διήρκεσαν συνολικά 3 ώρες και η αμοιβή της ανέρχεται σε 300 ευρώ (3 ώρες χ 100). Στις 14,16,17,19,20,21,27,28,31-12-2012 τηλεφωνικές επικοινωνίες της ενάγουσας με τους δικηγόρους της αντιδίκου της εναγομένης οι οποίες διήρκεσαν συνολικά 2 ώρες και η αμοιβή της ανέρχεται σε 200 ευρώ (2 ώρα χ 100). Η διαπραγμάτευση της ενάγουσας στις 19-12-2012 με τον δικηγόρο των εκμισθωτριών των γραφείων της ΕΠΕ που διήρκεσε 1/2 ώρα και συνεπάγεται αξίωση 50 ευρώ, δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας (μάρτυρες και έγγραφα). Η αξίωση της ενάγουσας για έξοδα φωτοτυπιών, κούριερ, τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και επικυρώσεων για το χρονικό διάστημα από 14-9-2012 έως 31-12-2012 ύψους 190 ευρώ δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας (μάρτυρες και έγγραφα). Επομένως η ενάγουσα δικαιούται ως αμοιβή για τις ανωτέρω ενέργειες που εκτέλεσε για την περίοδο από 25-6-2012 μέχρι και 31-7-2012 το ποσό των 2.300 ευρώ, το οποίο κατόπιν μερικής εξόφλησης από μέρους της εναγομένης ύψους 1.204 ευρώ ανέρχεται πλέον σε 1.096 ευρώ και το ποσό των 3.250 ευρώ για τις ενέργειες της περιόδου 15-9- 2012 μέχρι και 31-12-2012, όπως αναλύονται ανωτέρω, ήτοι το συνολικό ποσό των 4.346 ευρώ (1.096+3.250), καθώς και το επ` αυτού αναλογούν ΦΠΑ ύψους 999,58 ευρώ (4.346 χ 23%), το οποίο ποσό θα καταστεί απαιτητό και τοκοφόρο μετά την καταβολή της ανωτέρω κύριας οφειλής από μέρους της εναγομένης. Η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που προέβαλε η εναγομένη πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, αφού η χρέωση από μέρους της ενάγουσας και το ποσό που αξίωνε προέκυπτε από την μεταξύ τους έγκυρη συμφωνία, για την οποία η ίδια δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ, αλλά μόνο όταν έπαψε η ενάγουσα να εργάζεται επί πιστώσει. Επιπλέον το υποστηριζόμενο από μέρους της ότι η αμοιβή της ενάγουσας ανέρχεται στο ήμισυ της ωφέλειας που θα αποκομίσει από τις ενέργειες της δεν είναι αληθές, αφού εκτός από το γεγονός, ότι η υπόθεση της εναγομένης ήταν ιδιαίτερα σύνθετη, όπως προκύπτει από την ογκωδέστατη αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων και το πλήθος των συναντήσεων που πραγματοποίησαν, η ενάγουσα παρείχε υπηρεσίες και σε άλλες συναφείς υποθέσεις της εναγομένης, πέραν της διαμάχης της τελευταίας με την συνεταίρο της, ήτοι προέβη σε ρυθμίσεις χρεών της εναγομένης προς τους εκμισθωτές των κτιρίων των εταιριών στις οποίες ήταν συνεταίρος, καθώς και σε ρυθμίσεις χρεών των εταιριών της προς τράπεζες και εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing), από τις οποίες αποκόμισε η εναγομένη περαιτέρω οφέλη. Επιπλέον και η συμπεριφορά της εναγομένης δεν υπήρξε καλόπιστη αφού δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ για ζητήματα αμοιβής της ενάγουσας, παρά μόνο όταν η τελευταία απαίτησε ένα τμήμα αυτής της αμοιβής και σταμάτησε να παρέχει τις υπηρεσίες της επί πιστώσει.



Επιπλέον ως προς την αξίωση της ηθικής βλάβης, όπως προέκυψε, πράγματι η εναγόμενη προέβη ενώπιον του ΔΣΑ σε ψευδή αναφορά εις βάρος της ενάγουσας, αφού δήλωσε, ότι δεν γνώριζε τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η χρέωση και προέκυψε το ποσό της αμοιβής της ενάγουσας και ότι η ενάγουσα μονομερώς της επέβαλε χρονοχρέωση με 100 ευρώ την ώρα, γεγονός που με βάση τα προαναφερθέντα ήταν αναληθές, αφού η εναγομένη γνώριζε εξ αρχής τον τρόπο χρέωσης της ενάγουσας και είχε συμφωνήσει. Επιπλέον αορίστως δήλωσε στην επίδικη αναφορά, ότι η ενάγουσα την απείλησε και την εκβίασε παρακρατώντας τον φάκελο της υποθέσεως, με σκοπό να της υφαρπάξει το ποσό της αμοιβής, πλην όμως κανένας ισχυρισμός της δεν αποδείχθηκε, με αποτέλεσμα να απαλλαγεί η ενάγουσα από το αρμόδιο όργανο του ΔΣΑ. Η εναγομένη στην προκειμένη περίπτωση κατέθεσε την συγκεκριμένη αναφορά εν γνώσει των ψευδών γεγονότων που περιείχε και με σκοπό να προσβάλει την επαγγελματική φήμη της και να ασκήσει εκ πλαγίου πίεση προς την ενάγουσα για μείωση της αιτηθείσας από μέρους της αμοιβής. Η συγκεκριμένη υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά της ενάγουσας προκάλεσε ζημία στην ενάγουσα, αφού καίτοι τελικά απαλλάχθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Συλλόγου της, αναγκάστηκε να υποστεί την ψυχοφθόρο διαδικασία της απολογίας και της εν γένει υπεράσπισης της επαγγελματικής της επάρκειας, ενώ η συμπεριφορά της προς την εναγομένη είχε υπάρξει άψογη. Με βάση τα προαναφερθέντα λοιπόν πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα εύλογη χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης ύψους 500 ευρώ.



Επομένως με βάση τα προαναφερθέντα η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή για ποσό 4.346 ευρώ ως κύρια οφειλή αμοιβής, για ποσό 999,58 ευρώ ως αναλογών ΦΠΑ και για ποσό 500 ευρώ για ηθική βλάβη και συνολικά για ποσό 5.845,58 ευρώ με νόμιμη τοκοφορία για κάθε επί μέρους ποσό, όπως αναλύεται στο διατακτικό καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας λόγω της εν μέρει νίκης της τελευταίας (άρθρο 176 ΚΠΟΛΔ) λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τα μειωμένα έξοδα της ενάγουσας λόγω της δικηγορικής της ιδιότητας, και να κηρυχθεί η απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, όπως αναλύεται στο διατακτικό.



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ



Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.



Απορρίπτει ότι έκρινε απορριπτέο.



Δέχεται εν μέρει την αγωγή.



Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα συνολικό ποσό πέντε χιλιάδων οκτακόσιων σαράντα πέντε ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (5.845,58) με τον νόμιμο τόκο για το ποσό των 4.846 ευρώ από την επομένη της επιδόσεως της από 18-2-2013 αγωγής της ενάγουσας και για το ποσό των 999,58 ευρώ από την ημερομηνία καταβολής στην ενάγουσα του παραπάνω οφειλόμενου κεφαλαίου αμοιβής των 4.346 ευρώ και μέχρι την πλήρη εξόφληση.



Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για ποσό τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000).



Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, σε βάρος της εναγομένης, το οποίο ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.



Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στο Χαλάνδρι στις 17-1-2014.





Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



Ε.Φ.






ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 2016 final
ΒΙΒΛΙΟ 1ο ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 1-207 ΒΙΒΛΙΟ 2ο ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ 208-494 ΒΙΒΛΙΟ 3ο ΈΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ 495-590 ΒΙΒΛΙΟ 4ο ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ 591-681Δ ΒΙΒΛΙΟ 5ο ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ 682-738 ΒΙΒΛΙΟ 6ο ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ 739-866 ΒΙΒΛΙΟ 7ο ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ 867-903 ΒΙΒΛΙΟ 8ο ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ 904-1054 Εισαγωγικός Νόμος Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας 1-76
ΧΡΗΣΙΜΑ

ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ final ο Νόμος με όλες τις αλλαγές του.
με τον Νόμο 4346/2015 όπου και θα ισχύει από 1/1/2016 και είναι εδώ όλα τα άρθρα του
ΧΡΗΣΙΜΑ

Η "παραίτηση" στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας - edition 2016
Τα άρθρα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας όσον αφορά την παραίτηση
ΧΡΗΣΙΜΑ

Help by helleniclawyer

Σχόλια